Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Σάββατο 23 Μαρτίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΛΟΥΚΑΣ Ο ΕΝ ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

       Στη μεγάλη χωρία των ενδόξων Νεομαρτύρων συγκαταλέγονται πολλά νέα παλληκάρια, τα οποία αψήφησαν τα νιάτα τους, ομολόγησαν την πίστη τους στο Χριστό και έχυσαν το αίμα τους για Εκείνον. Ένας από αυτούς υπήρξε και ο άγιος Νεομάρτυς Λουκάς ο εν Μυτιλήνη μαρτυρήσας.

     Γεννήθηκε το 1783 στην Αδριανούπολη της Θράκης από φτωχούς γονείς, τον Αθανάσιο και τη Δομνίστα. Σε ηλικία μόλις έξι ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και η πάμφτωχη μητέρα του τον παρέδωσε σε έναν γνωστό της έμπορο πραματευτή, να εργαστεί κοντά του, να επιβιώσει και να αποκατασταθεί επαγγελματικά. Ο έμπορος αυτός δέχτηκε το μικρό Λουκά και τον πήρε μαζί του στις επιχειρήσεις του. Αρχικά πήγαν στην Ρωσία και αργότερα εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου διατηρούσε μεγάλο κατάστημα.

      Ο Λουκάς έδειξε προθυμία και αφοσίωση στον καλοκάγαθο έμπορο και εκείνος την αγάπη του και τη στοργή του στο ορφανό παιδί. Είχαν περάσει επτά χρόνια κοντά του. Κάποια μέρα όμως ο Λουκάς, ενώ βρισκόταν έξω από το κατάστημά του αφεντικού του, για άγνωστη αιτία μάλωσε με ένα τουρκόπουλο και το κτύπησε. Τη σκηνή της διένεξης των παιδιών είδαν και κάποιοι περαστικοί Τούρκοι. Βλέποντας το ρωμιόπουλο να χειροδικεί στο τουρκόπουλο, αγανάκτησαν, διότι η χειροδικία υπόδουλου Ρωμιού σε Τούρκο θεωρούνταν μεγάλη ατίμωση, όρμησαν σαν άγρια θηρία εναντίον του δεκατριάχρονου παιδιού, το ξυλοκόπησαν άγρια και ήταν έτοιμοι να το λυντσάρουν.

      Το απροστάτευτο παιδί, όπως ήταν φυσικό, φοβήθηκε πολύ και άρχισε να παρακαλεί τους εξαγριωμένους αλλόθρησκους Τούρκους να το λυπηθούν και να το αφήσουν. Όταν μάλιστα, εκείνοι επέμειναν και το κακοποιούσαν ανελέητα, φώναξε: «Αφήστε με και εγώ θα τουρκέψω», που σημαίνει ότι θα αλλαξοπιστούσε και θα ασπάζονταν το Ισλάμ. Ακούγοντας εκείνοι την υπόσχεσή του, ηρέμισαν και έπαψαν να τον κτυπούν.

      Την ίδια στιγμή πέρασε από εκείνο το σημείο κάποιος επιφανής Τούρκος αγάς και ζήτησε να μάθει για το συμβάν. Όταν πληροφορήθηκε ότι το παιδί υποσχέθηκε να τουρκέψει, το πήρε με χαρά μαζί του στο σπίτι του. Εκεί του ζήτησε να κρατήσει την υπόσχεσή του να αλλαξοπιστήσει, να αρνηθεί το Χριστό και να ασπασθεί την ισλαμική θρησκεία.

       Στην αρχή ο Λουκάς δεν είχε συνειδητοποιήσει το κακό που έκαμε στον εαυτό του και τον θεωρούσε τυχερό, που ξέφυγε τον κίνδυνο του λυντσαρίσματος. Όμως γρήγορα κατάλαβε το μεγάλο και μοιραίο λάθος του να αρνηθεί την αληθινή πίστη στο Χριστό και να ταυτιστεί με τους τυράννους του και άρχισε να νοιώθει τύψεις και πίκρα. Παρά το γεγονός ότι ο Τούρκος αγάς και η οικογένειά του έδειχναν συμπάθεια και ήταν πολύ γενναιόδωροι μαζί του, αυτός έδειχνε αγχωμένος και πικραμένος. Τα πλούτη και η καλοπέραση στο τούρκικο αρχοντικό δεν του έκαναν καμιά εντύπωση και τα περιφρονούσε διακριτικά. Είχε πάρει τη μεγάλη απόφαση να φύγει κρυφά από εκείνο το σπίτι.

     Κατάφερε να στείλει μήνυμα στο αφεντικό του να βρει τρόπο να τον πάρει από το τουρκικό σπίτι και να γλυτώσει την περιτομή, με την οποία θα ολοκληρώνονταν η εξωμοσία του. Πριν έρθει ο χότζας να του κάμει περιτομή, το αφεντικό του βρήκε τρόπο ν απομακρύνει το παιδί. Έτρεξε στον πρέσβη της Ρωσίας, ο οποίος ήταν φίλος του και τον παρακάλεσε με θέρμη να το σώσει, ο οποίος έστειλε άνθρωπο δικό του στον αγά να του δώσει το παιδί, αλλά εκείνος αρνήθηκε, επικαλούμενος την

εθελούσια πρόθεσή του να τον ακολουθήσει στο σπίτι του και να εξισλαμισθεί. Ο απεσταλμένος του Ρώσου πρέσβη έφυγε άπραγος και ο αγάς προχώρησε στην περιτομή του παιδιού και το έδεσε, για να μην φύγει.

       Όμως ο μικρός Λουκάς βρήκε την ευκαιρία και δραπέτευσε και πέρασε απέναντι στον Γαλατά. Ζήτησε βοήθεια από κάποιους χριστιανούς, οι οποίοι, αφού του έδωσαν χριστιανικά ρούχα, τον φυγάδευσαν με καράβι για τη Σμύρνη. Από εκεί κατέληξε στην Θήρα, όπου προσβλήθηκε από αρρώστια των ματιών του. Εκεί βρήκε την ευκαιρία να επισκεφτεί ένα πνευματικό, στον οποίο εξομολογήθηκε με δάκρυα και αναστεναγμούς το μεγάλο αμάρτημά του να αλλαξοπιστήσει.

      Ο συμπονετικός πνευματικός προσπάθησε να ηρεμήσει το παιδί και να το παρηγορήσει, λέγοντάς του πως ο Χριστός μας είναι ο Θεός της αγάπης και του ελέους και μπορεί να μας συγχωρήσει όλα μας τα αμαρτήματα, φτάνει να μετανιώσουμε γι’ αυτά. Παράλληλα ο αγαθός εκείνος κληρικός κατάλαβε πως κινδύνευε να συλληφθεί από τους Τούρκους, να κινδυνέψει η ζωή του και ίσως η πίστη του, φοβούμενος ότι με τα μαρτύρια θα  δείλιαζε και δεν θα απαρνιόταν το Ισλάμ. Γι’ αυτό τον συμβούλεψε να μεταβεί στο Άγιον Όρος, για να είναι ασφαλής και να επιμεληθεί για τη σωτηρία της ψυχής του.

     Ο Λουκάς δέχτηκε μετέβη στο Άγιο Όρος, όπου περιπλανήθηκε σε διάφορες Μονές, όπως της Μεγίστης Λαύρας και των Ιβήρων, κατέληξε στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, όπου έγινε δεκτός και δέχτηκε την ρασοευχή. Κατόπιν περιπλανήθηκε και σε άλλες Μονές και Σκήτες. Τελικά έφτασε στην Σκήτη της Αγίας Άννης, όπου γνωρίστηκε με έναν σεβάσμιο πνευματικό, τον Βησσαρίωνα, στον οποίο αποκάλυψε την πτώση του και του γνώρισε την επιθυμία του να ομολογήσει δημόσια την μεταστροφή του στο Χριστό. Ο έμπειρος Γέροντας δέχτηκε με χαρά την μετάνοιά του και αφού το επαίνεσε, του γνώρισε τις δυσκολίες και τους κινδύνους μιας δημόσιας απάρνησης του Ισλάμ. Σε αυτή την περίπτωση το Κοράνιο και η ισλαμική σαρία, προβλέπουν βαριές τιμωρίες και την ποινή του θανάτου. Του γνώρισε επίσης πως αν επιμείνει στην απόφασή του έπρεπε να προετοιμασθεί πνευματικά για να υποστεί το μαρτύριο. Όταν είδε ο Γέροντας Βησσαρίων ότι ο Λουκάς ήταν αποφασισμένος, ανάλαβε εκείνος να τον προετοιμάσει, έγινε ο «αλλείπτης» του.

     Με αυστηρή νηστεία, αγρυπνία, αδιάλειπτη προσευχή, μετάνοιες και Θεία Κοινωνία πέρασε  αρκετός καιρός. Μετά εκάρη μοναχός, στη Μονή Σταυρονικήτα, πήρε την ευχή του Βησσαρίωνα και έφυγε για το μαρτύριο. Αφού περιπλανήθηκε σε αρκετά μέρη, κατέληξε στη Μυτιλήνη, στο χωριό Πάμφυλα. Εκεί γνώρισε τον ενάρετο εφημέριο του χωριού Παρθένιο, στον οποίο εξομολογήθηκε την επιθυμία του να ομολογήσει δημόσια την μεταστροφή του στο Χριστό και να ξεπλύνει με το αίμα του το κρίμα του. Ο Παρθένιος υπάκουσε, τέλεσε Ευχέλαιο, τον Κοινώνησε, τον έντυσε κατάσαρκα με το μοναχικό «παραμάντι», με το αγιοταφίτικο σάβανο και από πάνω κοσμικά ρούχα, τον σταύρωσε με λάδι από τον Πανάγιο Τάφο και του έδεσε μέσα στα μαλλιά ένα κομματάκι από το ματωμένο πουκάμισο του Νεομάρτυρα της Μυτιλήνης Θεοδώρου.  

      Ο Λουκάς κίνησε για τον Τούρκο δικαστή, στον οποίο γνώρισε την μεταμέλειά του να γίνει μουσουλμάνος. Του δήλωσε ότι η απάρνηση της χριστιανικής πίστης ήταν το μεγάλο λάθος της ζωής του, να αφήσει την αλήθεια και να ασπασθεί το ψεύδος. Του τόνισε πως «Εγώ όταν ήμουν μικρό παιδί, δεκατριών ετών, ξεγελάστηκα από εσάς και ήρθα στη θρησκεία σας, μη μπορώντας να ξεχωρίσω την αλήθεια από το ψέμα. Έμεινα στη θρησκεία σας λίγο καιρό αλλά, όταν ενηλικιώθηκα, κατάλαβα ότι η θρησκεία σας είναι ψεύτικη και αυτός που τον

λέτε για προφήτη είναι απατεώνας και παραμυθάς και σας εξαπάτησε όλους σας και τον πιστέψατε. Αφού λοιπόν έμαθα πως η θρησκεία σας είναι σκοτάδι, την

αρνούμαι μπροστά σας και ομολογώ τη χριστιανική πίστη μου, που είναι το αληθινό φως. Πιστεύω και προσκυνώ τον Κύριό μου Ιησού Χριστό, Θεό αληθινό».

     Ο δικαστής κρύβοντας το θυμό του και την αγανάκτησή του, κατέβαλε προσπάθεια να τον μεταπείσει, γνωρίζοντάς του τις συνέπειες, αν επέμεινε στην απόφασή του: φρικτά βασανιστήρια και θάνατος! Κατόπιν του έταξε χρήματα και αξιώματα. Όμως ο γενναίος αθλητής του Χριστού έδειξε την περιφρόνησή του για όλα αυτά και προτιμά το μαρτύριο. Τότε τον έστειλε στο ναζήρη, τον έφορο των βακουφίων. Στο δρόμο συνάντησαν τον μητροπολίτη της περιοχής και ο Λουκάς του ζήτησε να κάμει δέηση για να τον ενδυναμώσει ο Θεός. Εκείνος έστειλε γράμματα σε όλα τα χωριά να κάνουν παρακλήσεις για χάρη του μάρτυρος. Έτσι σ’ όλο το νησί γινόταν προσευχή για την ενίσχυση του Μάρτυρα.

     Ο ναζήρης έταξε και αυτός στο Λουκά χρήματα και εξουσίες, τα οποία όμως περιφρόνησε και ομολόγησε και σ’ αυτόν την πίστη του στο Χριστό. Εκείνος διέταξε να τον κλείσουν στη φυλακή και να τον βασανίσουν φρικτά με το «τομπρούκι», το επώδυνο ξύλο στα πόδια, προκαλώντας του αφόρητους πόνους. Ο Μητροπολίτης έστειλε άνθρωπο στη φυλακή και τον κοινώνησε και του ζήτησε να μείνει αμετάπειστος στην ομολογία του. 

     Αφού είδαν οι Τούρκοι ότι ήταν μάταιο να τον μεταπείσουν, ο δικαστής εξέδωσε διαταγή για την θανάτωσή του. Θάνατος δια απαγχονισμού. Οδηγήθηκε στον τόπο της εκτελέσεως. Ο δήμιος τον ρώτησε για τελευταία φορά αν μετάνιωσε για την απόφασή του. Ο άγιος φώναξε δυνατά: «όχι». Τότε του πέρασε τη θηλιά και σε ελάχιστο χρόνο η ψυχή του πέταξε στα ουράνια. Ήταν 23 Μαρτίου του 1802. Ο Γενναίος αθλητής του Χριστού ήταν μόλις δεκαεννέα ετών.

     Το ιερό του λείψανο έμεινε τρεις μέρες κρεμασμένο για παραδειγματισμό. Έδειχνε ηρεμία, σαν να κοιμάται και σκορπούσε μια άρρητη ευωδία. Επειδή ερχόταν οι χριστιανοί να το προσκυνήσουν, το πέταξαν στη θάλασσα. Αλλά το καράβι τσακίστηκε στα βράχια, το ιερό σκήνωμα δεν καταποντίστηκε, βγήκε στην ακτή και οι πιστοί το έθαψαν με τιμές. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Μαρτίου, την ημέρα του ηρωικού και ενδόξου μαρτυρίου του.  

 

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ Ο ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΟΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

       Νεομάρτυρες έχουν να επιδείξουν όλα τα μέρη της τουρκοκρατούμενης πατρίδος μας, όπως και όλες οι ορθόδοξες υπόδουλες χώρες. Μια από αυτές είναι και η Πελοπόννησος, ο θρυλικός Μοριάς, η οποία ανέδειξε μια πλειάδα ηρωικών αθλητών του Χριστού και ταυτόχρονα ασυμβίβαστων ελληνοπούλων, σε μια από τις πιο κτηνώδεις σκλαβιές που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, των αλλοθρήσκων Οθωμανών. Ένας από αυτούς είναι και ο όσιος Νεομάρτυς Ευθύμιος ο Πελοποννήσιος.

       Γεννήθηκε στην ξακουστή Δημητσάνα στα τέλη του 18ου αιώνα από ευσεβείς και πλούσιους γονείς τον Αθανάσιο και την Αικατερίνη Ηλιοπούλου. Ο πατέρας του ήταν φημισμένος αργυροχρυσοχόος. Λόγω της δυστοκίας της μητέρας του κατά τη γέννα του και την επίκληση του αγίου Ελευθερίου, ονομάστηκε Ελευθέριος. Ο πατέρας του είχε εμπορική επιχείρηση στο Ιάσιο της Παραδουνάβιας Ηγεμονίας της Μολδαβίας και για τούτο την ανατροφή του είχε η ευσεβής μητέρα του, η οποία φρόντισε να τον αναθρέψει χριστιανικά. Φρόντισε επίσης να τον μορφώσει στα περίφημα σχολεία της Δημητσάνας. Κατόπιν τον έστειλε για τη συνέχιση των σπουδών του στην Κωνσταντινούπολη, στην εκεί περίφημη Πατριαρχική Ακαδημία, όπου σπούδαζε και ο μεγαλύτερος αδελφός του Ιωάννης.

        Μετά το πέρας των σπουδών του αναχώρησε για το Ιάσιο, για να εργασθεί στις επιχειρήσεις του πατέρα του. Όμως κάποια στιγμή ξύπνησε μέσα του η επιθυμία να γίνει μοναχός και για τούτο αποφάσισε να μεταβεί στο Άγιον Όρος, μέσω της Οδησσού. Όμως λόγω του ρωσσοτουρκικού  πολέμου (1787-1792), δεν κατόρθωσε να φτάσει στον προορισμό του. Έτσι αναγκάστηκε να εγκατασταθεί στο Βουκουρέστι, όπου προσλήφθηκε ως γραμματέας στο γαλλικό προξενείο και αργότερα σε κάποιον ανώτερο Ρώσο αξιωματούχο. Συναναστρεφόμενος με τους διπλωματικούς κύκλους, παρασύρθηκε στην τριφηλή ζωή και σε ασωτίες. Αργότερα έμπλεξε με κάποιους Τούρκους διπλωμάτες και προσκολλήθηκε σε κάποιον πρεσβευτή, επακολουθώντας τον στην πόλη Σούμλα και από εκεί στην Αδριανούπολη. Εκεί, κάποιος εξωμότης τον έπεισε να γίνει μουσουλμάνος, για να ζήσει ελεύθερος και να αποκτήσει πλούτη και δόξα. Ο Ελευθέριος δέχτηκε, αρνήθηκε το Χριστό, υπέστη περιτομή και μετονομάστηκε Ρεσίτης.

      Δεν άργησε όμως να συναισθανθεί το μέγιστο σφάλμα του, τον έτυπτε η συνείδησή του και ζητούσε  τρόπο και ευκαιρία να φύγει, χωρίς να το κατορθώσει, διότι τον περιφρουρούσαν οι μουσουλμάνοι φίλοι του. Παράλληλα του παρείχαν ανέσεις, γλέντια και ασωτίες και του υπόσχονταν λαμπρή καριέρα και άνετη ζωή, για να λησμονήσει την πρότερη ζωή του.

     Πέρασαν τρεις  μήνες, ώσπου κατόρθωσε να αποδράσει από τον κλοιό των Τούρκων και προσπάθησε να φτάσει στη Μητρόπολη και να μιλήσει στον Μητροπολίτη, αλλά, για κάποιο λόγο δεν τα κατέφερε. Για τούτο έφυγε για την Κωνσταντινούπολη, όπου αναγνωρίστηκε από κάποιον πασά, ο οποίος τον πήρε στο σπίτι του, κάνοντάς τον θετό γιό του. Ενώ έδειχνε ότι ζούσε ως μουσουλμάνος στο τουρκικό σπίτι, όταν βρισκόταν μόνος του και ιδίως τις νύχτες, έκλαιε γοερά και παρακαλούσε την Παναγία, να τον βοηθήσει για να αποδράσει, να ομολογήσει την πίστη του στο Χριστό και να μαρτυρήσει, ξεπλένοντας έτσι, με το αίμα του,  το μεγάλο κρίμα του.

      Κάποιο πρωινό κατόρθωσε να αποδράσει από το σπίτι του πασά και να τρέξει στο Πατριαρχείο, όπου συνάντησε κάποιον συμπατριώτη του πνευματικό, στον οποίο εξομολογήθηκε το αμάρτημά του και του ζήτησε χριστιανικά ενδύματα. Εκείνος, τον

καλοδέχτηκε, τον συμπόνεσε, του έδωσε ψυχωφελείς συμβουλές και τον στήριξε, όμως αρνήθηκε να τον προμηθεύσει ρωμαίικα ρούχα, προφανώς από φόβο.

      Ο Ελευθέριος γύριζε από συνοικία σε συνοικία, προσπαθώντας να κρυφτεί στο πλήθος. Κατέληξε στο σπίτι του Ρώσου πρεσβευτή στον Γαλατά, τον οποίο γνώριζε από το Βουκουρέστι, εξηγώντας του την περιπέτειά του. Οι οικογένειά του Ρώσου διπλωμάτη τον καλοδέχτηκε, με χαρά για την μεταστροφή του και πάλι στην Ορθοδοξία, του έδωσαν χριστιανική ενδυμασία και τον έκρυψαν προσωρινά στην πρεσβεία.

      Μετά από τέσσερις ημέρες έφυγε με πλοίο για το Άγιον Όρος, φτάνοντας στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, όπου βρισκόταν από το 1810 εξόριστος ο Πατριάρχης άγιος Γρηγόριος Ε΄, στον οποίο εξομολογήθηκε το μεγάλο αμάρτημά του. Ο άγιος Πατριάρχης, αφού τον παρηγόρησε τον ανάθεσε σε κάποιον πνευματικό  για να τον κατηχήσει και να του διαβάζει ιλαστήριες ευχές για σαράντα η μέρες. Κατόπιν, αφού έλαβε το Άγιο Μύρο, αναχώρησε για την Σκήτη της Αγίας Άννας, για να βρει έμπειρο «αλείπτη», για να τον προετοιμάσει για το μαρτύριο. Στα δύσκολα εκείνα χρόνια λειτουργούσε αυτός ο θεσμός, για την πληθώρα των Νεομαρτύρων. Εκεί συνάντησε τον έμπειρο μοναχό Ακάκιο, ο οποίος έγινε «αλείπτης» του και τον προετοίμαζε για το ομολογητικό του μαρτύριο. Ο Ελευθέριος υπέβαλε τον εαυτό του σε σκληρό πνευματικό αγώνα, προσευχής, νηστείας, αγρυπνίας και ποταμών δακρύων. Μάλιστα ξύπνησε μέσα του η παλιά επιθυμία του να ασπασθεί τον μοναχισμό. Αφού πέρασε τη δοκιμαστική περίοδο, εκάρη μοναχός, λαμβάνοντας το μοναχικό όνομα Ευθύμιος.

     Μετά από καιρό και αφού προετοιμάστηκε κατάλληλα πνευματικά, πήρε την ευλογία των αγιορειτών πατέρων και έφυγε για την Κωνσταντινούπολη για να υποστεί το μαρτύριο. Πήγε αρχικά στο Πατριαρχείο, για να συναντήσει τον συμπατριώτη του πνευματικό, στον οποίο κοινοποίησε την απόφασή του να μαρτυρήσει. Εκείνος προσπάθησε να τον αποτρέψει φοβούμενος ότι θα δειλιάσει από τα βασανιστήρια και θα ασπασθεί και πάλι το Ισλάμ. Βλέποντάς τον όμως αμετάπειστο, του έδωσε την ευλογία του και τις νουθεσίες του να φανεί ηρωικός σε όσα θα ακολουθούσαν.

     Πήγε, κατόπιν στην συνοικία του Γαλατά, συνοδευόμενος από κάποιον μοναχό Γρηγόριο, όπου εκκλησιάστηκε και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Ήταν Κυριακή των Βαΐων, 19 Μαρτίου του 1814. Μετά τη λειτουργία, έβγαλε τα μοναχικά ενδύματα, φόρεσε τούρκικα και κρατώντας στα χέρια του τα Βάια και το Σταυρό, πήγε στον βεζίρη Ρουσούτ Πασά. Παρουσιάστηκε μπροστά του, με περισσό θάρρος, έβγαλε το φέσι του, το πέταξε καταγής και το καταπάτησε και ομολόγησε την πίστη του στο Χριστό, ως τον μόνο αληθινό Θεό. Η καταπάτηση των τουρκικών ενδυμάτων και ιδιαίτερα του σαρικιού (φέσι), ήταν δηλωτικό της απάρνησης του Ισλάμ και θεωρούνταν μεγάλη ασέβεια από τους μουσουλμάνους. Δήλωσε ευθαρσώς ότι αρνείται το Ισλάμ, χαρακτηρίζοντάς το ως ψεύτικη θρησκεία και αναθεμάτισε τον Μωάμεθ, ως ψευδοπροφήτη και αντίχριστο, δείχνοντας τα Βάια και το Σταυρό.  

       Ο βεζίρης αρχικά εξεπλάγη και τον εξέλαβε για μεθυσμένο. Αφού βεβαιώθηκε περί του αντιθέτου και πως αυτά που έλεγε τα εννοούσε, διέταξε να τον ξυλοκοπήσουν, να τον κλείσουν αλυσοδεμένο στην φυλακή και να του βάλλουν στα πόδια του το «τομπρούκ», το φοβερό βασανιστικό ξύλο. Μετά από αρκετή ώρα τον πήγαν και πάλι στον βεζίρη, ο οποίος χρησιμοποίησε τη γνωστή μέθοδο των κολακειών και του ταξίματος χρημάτων και αξιωμάτων, για να επανέλθει στο Ισλάμ. Αλλά ο Μάρτυς παρέμεινε ακλόνητος, ομολογώντας την πίστη του στο Χριστό. Ο Τούρκος αξιωματούχος διέταξε και πάλι να τον κλείσουν στη φυλακή και να τον υποβάλλουν σε πιο επώδυνα βασανιστήρια, ελπίζοντας ότι έτσι θα άλλαζε γνώμη. Τα

υπόμεινε με ηρωισμό και καρτερία, δίχως να βγάλει την παραμικρή κραυγή πόνου και να διαμαρτυρηθεί.

      Όταν ο βεζίρης  διαπίστωσε ότι ματαιοπονούσε να τον μεταστρέψει, έβγαλε την απόφαση: θάνατος δια αποκεφαλισμού. Να διευκρινίσουμε πως το Κοράνιο και ο ισλαμικός νόμος προβλέπουν θανατική ποινή σε όποιον μουσουλμάνο αρνείται τη μουσουλμανική θρησκεία.

       Ο Ευθύμιος όταν πληροφορήθηκε την απόφαση έγινε περιχαρής. Κρατώντας το Σταυρό και τα Βάια στα χέρια του, βάδιζε με προθυμία στον τόπο της εκτελέσεως, σαν να πήγαινε σε πανηγύρι, παρά τους ξυλοδαρμούς και τις ύβρεις που υφίστατο από τους ανελέητους δημίους και το οργισμένο πλήθος των φανατισμένων μουσουλμάνων της Πόλης. Φτάνοντας, δεν έδειξε κανένα σημάδι δειλίας ή φόβου, αντίθετα έλαμπε από χαρά και ουράνια αγαλλίαση. Έκανε με ευλάβεια το σημείο του σταυρού και κατόπιν γονάτισε, έσκυψε το κεφάλι στο δήμιο. Εκείνος με χαιρεκακία τον αποκεφάλισε. Η ψυχή του πέταξε στα ουράνια, για να συναντήσει το Χριστό, ξαλαφρωμένη και δικαιωμένη από το κρίμα της εξωμοσίας. Ήταν 22 Μαρτίου του 1814, Κυριακή των Βαΐων.

       Ο συνοδός του μοναχός Γρηγόριος καταβάλλοντας μεγάλους κόπους και δίδοντας πολλά χρήματα στους Τούρκους, αγόρασε το τίμιο λείψανο του Μάρτυρα, το οποίο μετέφερε στο Άγιον Όρος, όπου έγινε η ταφή του. Τόσο στον τόπο του μαρτυρίου του, όσο και στον τόπο της ταφής του έλαβαν χώρα θαυμαστά φαινόμενα και θεραπείες ασθενών, φανερώνοντας ότι η θυσία του Μάρτυρα έγινε αποδεκτή από το Θεό και η ομολογία του είχε σημαντική παρηγορητική και ενισχυτική επίδραση στους υπόδουλους και κατατρεγμένους Ρωμηούς. 

    Οι κάτοικοι της γενέτειράς του Δημητσάνας, για να τον τιμήσουν, έχτισαν ναό στο όνομα του μαζί με αυτόν του εθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄. Τεμάχιο του ιερού του λειψάνου βρίσκεται στην Ιερά Μονή Διονυσίου Αγίου Όρους, η κάρα του στην Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος και ένα μέρος στην Σκήτη Τιμίου Προδρόμου.

     Η μνήμη του τιμάται στις 22 Μαρτίου, την ημέρα του ενδόξου μαρτυρίου του και την 1η Μαΐου, μαζί με τους Οσιομάρτυρες Ιγνάτιο το Νέο και Ακάκιο.

     Το αγωνιζόμενο Έθνος μας είναι (πρέπει να είναι) χρεώστης στους ηρωικούς Νεομάρτυρες, των οποίων το αίμα έσμιξε με αυτό των Εθνομαρτύρων, ποτίζοντας αρκούντος το δένδρο της ελευθερίας. Οι μυριάδες Νεομάρτυρες, καθ’ όλη τη διάρκεια της φρικτής δουλείας, με την ομολογία τους στο Χριστό  και την εμμονή τους Ορθοδοξία, τη μοναδική σώζουσα πίστη, υπήρξαν τα ισχυρά αναχώματα για τη ματαίωση του εξισλαμισμού, τον οποίο ασκούσε η Οθωμανική εξουσία, για την εξαφάνιση του Γένους μας. Με την μαρτυρία τους και το μαρτύριό τους διέσωσαν την Ορθοδοξία και ταυτόχρονα τον Ελληνισμό, διότι απώλεια της ορθοδόξου πίστεως, σήμαινε και απώλεια της ελληνικής συνείδησης!

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΜΙΧΑΗΛ Ο ΑΡΤΟΠΩΛΗΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ  Θεολόγου – Καθηγητού

         Οι Νεομάρτυρες, που έδωσαν τη μαρτυρία τους για το Χριστό στα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας, προέρχονταν από όλα τα κοινωνικά στρώματα και επαγγέλματα. Πλούσιοι και φτωχοί, βιοτέχνες, ναυτικοί, αγρότες, τεχνίτες, και από όλα τα επαγγέλματα  αναδείχτηκαν ήρωες της χριστιανικής πίστεως. Ένας από αυτούς είναι και ο Νεομάρτυς άγιος Μιχαήλ ο Αρτοπώλης.  

      Γεννήθηκε στο χωριό Γρανίτσα της Ευρυτανίας περί το 1510. Οι γονείς του, φτωχοί βιοπαλαιστές, Δημήτριος και Σωτήρα, ή Στατήρα, του ενέπνευσαν την ευσέβεια και τη βαθειά προσήλωσή του στην ορθόδοξη πίστη. Στην ηλικία των έξι ετών ο πατέρας του αρρώστησε και πέθανε, αφήνοντάς τον ορφανό και μοναδικό προστάτη της φτωχής μητέρας του. Όταν ήρθε σε ηλικία γάμου, νυμφεύτηκε μια ευσεβή νέα.

      Όμως η ζωή ήταν δύσκολη στα άγονα εκείνα μέρη των κακοτράχαλων αγραφιώτικων βουνών, γι’ αυτό πήρε τη μεγάλη απόφαση να ξενιτευτεί. Γύρισε πολλούς τόπους και στο τέλος κατέληξε στην πολυάνθρωπη Θεσσαλονίκη, όπου έμαθε την τέχνη του αρτοποιού και άσκησε το επικερδές επάγγελμα του αρτοπώλη, ανοίγοντας δική του επιχείρηση. Σε λίγο καιρό έγινε γνωστός για τον καλοσυνάτο χαρακτήρα του και την τιμιότητά του στους χριστιανούς, μα και στους εβραίους και μουσουλμάνους της Θεσσαλονίκης. Ασκούσε την ελεημοσύνη, χαρίζοντας ψωμί στους φτωχούς, καθώς και τα περισσεύματα των κερδών του από το κατάστημά του. Είχε γίνει γνωστός με το όνομα «ο Μιχαήλ που μοιράζει ψωμί στους φτωχούς»!

      Παράλληλα με την κοπιαστική εργασία του, δεν παραμελούσε τον πνευματικό του αγώνα. Σύχναζε στην εκκλησία και παρακολουθούσε με ευλάβεια τις ιερές ακολουθίες. Του άρεσαν οι ολονυκτίες, στις οποίες συμμετείχε και κατόπιν πήγαινε στην εργασία του άυπνος. Του άρεσε επίσης να ακούει κηρύγματα και εξηγήσεις των Αγίων Γραφών, διότι τα λίγα γράμματα που γνώριζε τον εμπόδιζαν να κατανοήσει από μόνος του το λόγο του Θεού. Παράλληλα όμως είχε βαθειά στην ψυχή του τη λαχτάρα να αξιωθεί να διδάξει και αυτός κάποτε δάσκαλος της σώζουσας ορθόδοξης πίστης.

        Ο Θεός, γνωριζοντας την κρυφή του ιερή επιθυμία, του έδωσε την ευκαιρία αυτή. Ήταν Μ. Τεσσαρακοστή του έτους 1544. Την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως παρακολούθησε τη Λειτουργία και άκουσε τους θείους λόγους του Ευαγγελίου, που μιλούσε για την εν Χριστώ αυταπάρνηση. Ένοιωσε ένα περίεργο συναίσθημα και μια εσωτερική φωνή που του έλεγε ότι ήρθε η ώρα να κηρύξει το Χριστό και να γίνει ομολογητής Του. Μετά από δύο ημέρες μπήκε στο κατάστημά του κάποιος νεαρός μουσουλμάνος, για να αγοράσει ψωμί. Ο Μιχαήλ έπιασε κουβέντα μαζί του, συγκρίνοντας την χριστιανική πίστη με το Ισλάμ. Και ενώ προσπαθούσε να του εξηγήσει για τις πλάνες της πίστης του, μπήκε κάποιος τούρκος νομοδιδάσκαλος, στον οποίο κατάγγειλε ο νεαρός τον αρτοπώλη ότι βλασφημεί τη μουσουλμανική θρησκεία. Ο τούρκος του ζήτησε να επιβεβαιώσει  την καταγγελία του νεαρού. Ο Μιχαήλ με ηρωικό φρόνιμα και χωρίς να υπολογίσει τις φρικτές συνέπειες, του απάντησε πως, «ναι είναι αλήθεια. Εγώ ως αληθινός πιστός του Χριστού, του αληθινού Θεού, έχω υποχρέωση να σας υποδείξω την πλάνη σας. Περπατάτε στο σκοτάδι και ακολουθείτε μια θρησκεία γεμάτη μυθεύματα και πλάσματα της φαντασία σας». Τα είπε όλα αυτά ο Μιχαήλ έχοντας γνώση τι τον περίμενε: εξισλαμισμός ή θάνατος!

       Ο τούρκος έγινε έξαλλος από το θυμό του και έτρεξε στον τούρκο διοικητή, στον οποίο κατάγγειλε τον Μιχαήλ ως υβριστή του Ισλάμ. Σε λίγο κατέφθασαν στο κατάστημά του στρατιώτες, οι οποίοι τον συνέλαβαν, τον έδεσαν και τον οδήγησαν

με βιαιοπραγίες και βρισιές στον διοικητή της πόλεως. Στάθηκε με θάρρος μπροστά του και απολογήθηκε για την πράξη του. «Ονομάζομαι Μιχαήλ και είμαι χριστιανός», του αποκρίθηκε. Εκείνος τον ρώτησε: «Πως τολμάς εσύ ένας αγράμματος υποστηρίζεις πως ο Χριστός είναι Θεός, σε αντίθεση με το Κοράνιο, που λέει ότι ήταν άνθρωπος;». Ο Μιχαήλ έλαβε μια ουράνια φώτιση και με μια ανεξήγητη ευγλωττία, μίλησε ως αληθινός θεολόγος για την αλήθεια της Εκκλησίας. Μάλιστα στο τέλος κάλεσε το διοικητή να γίνει Χριστιανός!

     Εκείνος έγινε θηρίο από το θυμό του. Τον διαβεβαίωσε ότι με αυτά τα λόγια του «υπέγραψε την καταδίκη» του. Άρπαξε, κατόπιν ένα χονδρό ξύλο και τον κτύπησε στο κεφάλι, αφήνοντάς τον λιπόθυμο στο πάτωμα. Μετά τον έριξε στο πιο υγρό μπουντρούμι. Την άλλη μέρα οδηγήθηκε στον τούρκο δικαστή της πόλεως να δικαστεί. Ο Μιχαήλ έδειξε και σ’ αυτόν πρωτόγνωρο ηρωισμό και δεν δείλιασε μπροστά στις φοβέρες του, ούτε ενέδωσε στις δελεαστικές προτάσεις του να γίνει μουσουλμάνος. Ομολόγησε με όλη την δύναμη της ψυχής του την μοναδικότητα της ορθοδόξου πίστεως και την πλάνη του Ισλάμ. Ο δικαστής έβγαλε την απόφαση: «θάνατος δια της πυράς»! Ο Μάρτυρας άκουσε ατάραχος την απόφαση και μάλιστα έβγαλε από την τσέπη του όσα χρήματα είχε, τα έδωσε στον δικαστή για να αγοράσουν τα ξύλα της φωτιάς! Είχε πάρει την απόφασή του να μαρτυρήσει για το Χριστό!  

       Λίγες ημέρες μετά ανακοινώθηκε σε όλη την πόλη η εκτέλεση του «άπιστου». Οι δεσμοφύλακες τον οδήγησαν με βρισιές και κλωτσιές στον τόπο του μαρτυρίου, κοντά στην «Καμάρα» και εκείνος έτρεχε με χαρά, λες και πήγαινε σε πανηγύρι! Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Οι αλλόθρησκοι για να απολαύσουν το θέαμα και οι Χριστιανοί να θαυμάσουν τον ηρωισμό του Μάρτυρα. Αφού άναψαν την φωτιά, τον έγδυσαν και τον οδήγησαν κοντά στην πυρά. Ο επικεφαλής των δημίων τον ρώτησε για τελευταία φορά αν θέλει να αλλαξοπιστήσει, να σώσει τη ζωή του και να του χαριστούν πλούτη και τιμές. Εκείνος αγέρωχος και ατρόμητος του απάντησε σκληρά: «Δεν ντρέπεσαι ταλαίπωρε που θέλεις να με χωρίσεις από το Χριστό, τον αληθινό Θεό; Εμπρός προχώρα στο έργο σου»! Εκείνος, σαν θηρίο αγριεμένο, τον άρπαξε και τον έριξε στις φονικές φλόγες. Ο Μάρτυρας, αντί να ουρλιάζει από τους αφόρητους πόνους, έψελνε και δοξολογούσε το Θεό! Σε ελάχιστα λεπτά έσβησε η φωνή του και το μικροκαμωμένο σώμα του έλειωσε και εξαφανίστηκε, σαν να αναλήφτηκε στον ουρανό, μαζί με την αγιασμένη του ψυχή! Ήταν 21η Μαρτίου του 1544. Αυτή την ημέρα τιμάται και η ιερή του μνήμη.    

 

Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

ΟΣΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Ο ΕΝ ΠΑΤΜΩ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ  Θεολόγου – Καθηγητού

        Η Νήσος Πάτμος αναδείχτηκε ιερά από την παρουσία δύο μεγάλων προσωπικοτήτων της Εκκλησίας μας, οι οποίες συνδέθηκαν με αυτήν. Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και ο Όσιος Χριστόδουλος. Ο μεν πρώτος έγραψε εξόριστος εκεί το ιερό βιβλίο της Αποκαλύψεως, ο δε δεύτερος έκτισε την εκεί φημισμένη Ιερά Μονή.

         Ο άγιος Χριστόδουλος γεννήθηκε το 1020 στη Νίκαια της Βιθυνίας από τους ευσεβείς γονείς του Θεόδωρο και Άννα, οι οποίοι φρόντισαν να τον αναθρέψουν με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Ο ίδιος από μικρός έδειξε την αγάπη του για το Χριστό και την Εκκλησία και είχε πάρει την απόφαση να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. Όταν έγινε έφηβος κατέφυγε στο όρος Όλυμπος της Βιθυνίας για να ασκητέψει. Κατόπιν πήγε στην Παλαιστίνη, για να προσκυνήσει τα ιερά σεβάσματα των Αγίων Τόπων και να συνδεθεί με τους εκεί ονομαστούς ασκητές και μοναχούς. Μετά επέστρεψε στη Μ. Ασία και εγκαταστάθηκε στο όρος Λάτρον της Καρίας, στη Μονή του Στήλου, όπως ονομάζονταν. Εκεί ίδρυσε φημισμένη βιβλιοθήκη και συγκέντρωσε κοντά του πολλούς μοναχούς. Μάλιστα έλαβε και την ονομασία «Λατρηνός», από την περιοχή του Λάτρου.

        Εκεί, με προσευχή, νηστεία, αγρυπνία και αγώνα κατά των παθών του, ο Χριστόδουλος  αναδείχτηκε σπουδαία πνευματική μορφή της περιοχής. Όμως η συνθήκες διαβίωσης είχαν καταστεί δύσκολες, λόγω των συχνών βαρβαρικών επιδρομών, οι οποίες λυμαίνονταν την δυτική Μ. Ασία. Γι’ αυτό, το 1070, πήρε την απόφαση να φύγει και να εγκατασταθεί στη νήσο Πάτμο. Εκεί με συνδρομή του αυτοκράτορα  Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118) ανήγειρε την περιώνυμη Μονή, προς τιμήν του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στο σημείο, που ο αγαπημένος μαθητής του Κυρίου είχε δει τα θαυμαστά οράματα και συνέγραψε την Αποκάλυψη. Ως λόγιος, που ήταν φρόντισε να ιδρύσει και μεγάλη βιβλιοθήκη.

      Όμως δεν έμεινε για πολύ στην Πάτμο. Μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για να διευθετήσει κάποιες υποθέσεις τη Μονής. Λίγο μετά παραιτήθηκε από ηγούμενος και πήγε στο Στρόβιλο της Μ. Ασίας, όπου ανέλαβε την φροντίδα της Μονής Αρσενίου. Αλλά και εκεί δεν έμεινε για πολύ. Πήγε στην Κω, όπου ίδρυσε την Μονή της Αγνής Θεομήτορος, στην οποία ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός παραχώρησε τα προάστια της Λέρου και τη νήσο Λειψώ.

       Κατόπιν, αφού εγκατέστησε αδελφότητα στη Μονή, πήγε ξανά στην Κωνσταντινούπολη, για να συναντήσει και πάλι τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό, για να του δώσει την άδεια να οργανώσει την Μονή της Πάτμου. Πήρε την αυτοκρατορική άδεια το 1088, με χρυσόβουλο, στο οποίο προβλεπόταν να γίνει ανταλλαγή των ακινήτων της Κω, να του παραχωρηθεί ολόκληρη η νήσος Πάτμος.

       Έχοντας αποκτήσει μεγάλη περιουσία η Μονή, άρχισε να κτίζει τα περίλαμπρα κτηριακά της συγκροτήματα, όπως τα βλέπουμε σήμερα. Αλλά και πάλι δεν έμελλε να μείνει μόνιμα στη Μονή, διότι η νήσος μαστίζονταν από επιδρομές των Τούρκων, οι οποίοι λεηλατούσαν και έσφαζαν τους Χριστιανούς. Περί το έτος 1092 κατέπλευσε στον Εύριπο (Εύβοια), όπου κάποιος πλούσιος ευσεβής κάτοικος του προσέφερε πολυτελή οικία να μείνει, την οποία ο Χριστόδουλος την μετέτρεψε σε Μοναστήρι. Ο ίδιος δεν θέλησε να μείνει στην Μονή, διότι η πολυτέλεια δεν ταίριαζε στην ασκητικότητά του. Γι’ αυτό εγκαταστάθηκε σε σπήλαιο δυτικά τη κωμοπόλεως Ελύμνιον (Λίμνη) για να ζήσει ως ασκητής. Οι ευσεβείς κάτοικοι της Εύβοιας του έδειξαν μεγάλο σεβασμό, διότι διείδαν στο πρόσωπό του μια μεγάλη πνευματική προσωπικότητα. Πολλοί τον χαρακτήριζαν ως άγγελο σε ανθρώπινο σώμα!

       Στο σπήλαιο ο όσιος Χριστόδουλος προσευχόταν αδιάλειπτα και μελετούσε τις άγιες Γραφές και τα συγγράμματα των Πατέρων. Πλήθος πιστών συνέρρεε καθημερινά να πάρει την ευχή του και να τις πνευματικές του συμβουλές και νουθεσίες. Παρά τον κόπο και τις ατέλειωτες ώρες που αφιέρωνε να δεχτεί τους επισκέπτες του, ποτέ δεν δυσφορούσε και δεν άφηνε κανέναν να μην τον δεχτεί. Εκεί συνέταξε το 1093 την «Διαθήκη» και τον «Κωδίκελλό» του. Μάλιστα η «Διαθήκη» του, για να έχει ισχύ και κύρος κάλεσε επτά αξιωματούχους της επισκοπής Ευρίπου (Χαλκίδος) για να την υπογράψουν. Αναφέρονται οι: «Λέων πρεσβύτερος και σακελάριος της πόλεως Ευρίπου, Ιωάννης πρεσβύτερος και νοτάριος της καθέδρας Ευρίπου, Μιχαήλ… της καθέδρας Ευρίπου, Βασίλειος ο ευτελής διάκονος… και νοτάριος Ευρίπου κ.ά.».

      Την διαμονή του Οσίου Χριστοδούλου στον Εύριπο, την βιωτή του και την κοίμησή του, μας την περιγράφει λεπτομερώς ο Μητροπολίτης Ρόδου Ιωάννης, στο έργο του: «Βίος και Πολιτεία του Οσίου Πατρός ημών Χριστοδούλου». Λίγο πριν αποδημήσει από αυτό τον κόσμο προαισθάνθηκε τον θάνατό του και συγκέντρωσε τους υποτακτικούς του, στους οποίους τους ανακοίνωσε την κοίμησή του. Μάλιστα τους διαβεβαίωσε ότι οι Αγαρηνοί δεν θα καταλάβουν τα νησιά. Τους παράγγειλε επίσης ότι ήθελε να μεταφέρουν τα λείψανά του στην Πάτμο.  Κοιμήθηκε ειρηνικά στις 16 Μαρτίου του 1093. Στην ως άνω βιογραφία του Οσίου αναφέρεται και η ανακομιδή του ιερού του λειψάνου και η μεταφορά του στην Πάτμο.

       Οι πιστοί όμως της Εύβοιας, όταν πληροφορήθηκαν ότι επρόκειτο να μεταφερθεί το λείψανό του από τον τόπο τους, αντέδρασαν, διότι τον θεωρούσαν δικό τους άγιο, προστάτη, πατέρα και ιατρό τους και γι’ αυτό το φρουρούσαν. Όμως κάποια νύχτα οι υποταχτικοί του, το σήκωσαν στους ώμους τους, χωρίς θόρυβο, επιβιβάστηκαν σε πλοίο και έφυγαν για την Πάτμο, όπου το τοποθέτησαν στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, την οποία έκτισε ο Όσιος. Εκεί παραμένει ως τα σήμερα άφθορο, να ευωδιάζει και να θαυματουργεί.

        Η μνήμη του τιμάται στις 16 Μαρτίου και η ανακομιδή των λειψάνων του στις 21 Οκτωβρίου.  Εκτός από τα προαναφερόμενα συγγράμματά του «Διαθήκη» και «Κωδίκελλος», συνέγραψε και το έργο του: «Υποτύπωσις ήτοι διάταξις γενομένη προς τους εαυτού μαθητάς εν τη εν Πάτμω ιδία αυτού μονή», ένα σπουδαίο σύγγραμμα μοναχικών κανονισμών», το οποίο μας έχει διασωθεί.   

 

ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού     

     Ο ηρωισμός των Μαρτύρων της Εκκλησίας μας είναι φαινόμενο πρωτόγνωρο στην ανθρώπινη ιστορία. Μεγάλο κεφάλαιο ηρωισμού αποτελούν τα μαρτύρια μυριάδων Χριστιανών στα πρωτοχριστιανικά χρόνια, όταν ο διάβολος, δια του αντίχριστου ρωμαϊκού κράτους, είχε κηρύξει εξοντωτικό διωγμό κατά της Εκκλησίας του Χριστού. Ένας από τους ηρωικούς Μάρτυρες των χρόνων αυτών υπήρξε και ο άγιος Μάρτυρας Ιουλιανός.

      Γεννήθηκε στην πόλη Ανάζαρβο της Δευτέρας Κιλικίας της Μ. Ασίας στα τέλη του 3ου μ. Χ. αιώνα. Είχε ευγενή καταγωγή, ήταν γιός κάποιου επιφανούς  εθνικού (ειδωλολάτρη) συγκλητικού και της ευσεβούς Χριστιανής Ασκληπιοδώρας. Ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στα χρόνια εκείνα τα αντρόγυνα να είναι θρησκευτικά διχασμένα. Στις περισσότερες περιπτώσεις Χριστιανές ήταν οι σύζυγοι γυναίκες, οι οποίες κρατούσαν την πίστη τους κρυφή από τους συζύγους τους. Πιθανότατα η  Ασκληπιοδώρα να ήταν κρυφή Χριστιανή από τον σύζυγό της, λόγω του αξιώματός του.

     Η Ασκληπιοδώρα είχε βαθιά πίστη στον αληθινό Θεό και είχε ασυνήθιστη κατάρτιση στην χριστιανική πίστη. Είχε μεγάλη κατάρτιση και γνώση των Αγίων Γραφών και της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Αυτή την πίστη και την ευσέβεια μετέδωσε και στο γιο της Ιουλιανό.

     Στις αρχές του 4ου αιώνα, το 405, ο θρησκομανής ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός κήρυξε τον πλέον σκληρό διωγμό κατά των Χριστιανών, ασύγκριτα χειρότερο από όλους τους διωγμούς των προκατόχων του. Είναι γνωστό, πως το διωγμό απαίτησαν οι σκοταδιστές ειδωλολάτρες ιερείς και μάντεις των δαιμονικών διαβόητων Μαντείων της Μ. Ασίας, του Κλαρίου και Διδυμαίου Απόλλωνος, διότι, λόγω της εξαπλώσεως του Χριστιανισμού, ερήμωναν τα κέντρα αυτά της δεισιδαιμονίας και της απάτης και έχαναν τεράστιες προσόδους. Έπεισαν τον δεισιδαίμονα αυτοκράτορα, πως τους διαμήνυσαν οι «θεοί», ότι απαιτούσαν την ολοκληρωτική εξόντωση των Χριστιανών, διότι διαφορετικά θα ήραν την εύνοιά τους προς το κράτος και τον αυτοκράτορα και θα επέρχονταν η καταστροφή του!

     Ο διωγμός λοιπόν του Διοκλητιανού ήταν πραγματικός αφανισμός για τους Χριστιανούς. Χιλιάδες πιστοί του Χριστού συλλαμβάνονταν, σύρονταν στα δικαστήρια και βασανίζονταν για να προσφέρουν θυσία στους δαιμονικούς ειδωλικούς «θεούς». Όσοι αρνούνταν θανατώνονταν με τους πλέον φρικτούς τρόπους.

      Η βασιλική διαταγή έφτασε και στην Ανάζαρβο της Δευτέρας Κιλικίας. Ο τοπικός διοικητής Μαρκιανός, με έδρα την πόλη Φλάβια (Σις), ένας φανατικός ειδωλολάτρης και ανελέητος άνθρωπος, ανέλαβε να υλοποιήσει με φανατισμό το διάταγμα του Διοκλητιανού. Πλήθος Χριστιανών συλλαμβάνονταν, ανακρίνονταν και βασανίζονταν για να απαρνηθούν το Χριστό και να θυσιάσουν στα είδωλα.

       Μεταξύ αυτών συνέλαβαν και τον νεαρό Ιουλιανό. Τον οδήγησαν στην Φλάβια, μπροστά στον Μαρκιανό να απολογηθεί και να υπογράψει το σχετικό λίβελλο, τη βεβαίωση ότι απαρνείται την πίστη του στο Χριστό και ότι δέχεται να θυσιάσει στους «θεούς» της ειδωλολατρίας. Ο ηρωικός Χριστιανός νέος αρνήθηκε με θάρρος και παρρησία να συμμορφωθεί με το αυτοκρατορικό διάταγμα,  αψηφώντας τα επερχόμενα μαρτύρια, τονίζοντας: «Δεν φοβάμαι το μαρτύριο και τίποτε δεν πρόκειται να με κάνει να αρνηθώ τον Νόμο που μου μεταδό­θηκε παιδιόθεν, ακόμη κι αν με κάψεις στην πυρά, γιατί έχω στήριγμα τον Χριστό, στον οποίο προσφέρω ακατάπαυστα θυσία αινέσεως».

     Ο θηριώδης διοικητής Μαρκιανός διέταξε να τον μαστιγώσουν άγρια, με σκοπό να τρομοκρατηθεί και να καμφθεί. Όμως ο Μάρτυρας έμεινε αμετάπειστος. Τότε τον πήραν και τον οδήγησαν σε παρακείμενο βωμό. Ο Μαρκιανός πήρε ένα κομμάτι ειδωλόθυτο κρέας και το έχωσε με τη βία στο στόμα του Ιουλιανού, να τον μολύνει και να τον πείσει ότι προσέφερε θυσία στο είδωλο. Αλλά ο άγιος έφτυσε το κρέας και διαβεβαίωσε τον Μαρκιανό πως είναι μάταιο να μεταχειρίζεται βία για τη θυσία που επιδίωκε. Θυσία με τη βία δε λογίζεται θυσία!  

     Μετά από αυτό ο φανατικός και θρησκομανής διοικητής έγινε έξαλλος από το θυμό του και έδωσε διαταγή να μαστιγώσουν εκ νέου και με μεγαλύτερη σφοδρότητα τον Ιουλιανό και να τον επιστρέψουν στην Ανάζαρβο. Οι στρατιώτες τον χτυπούσαν και τον κακοποιούσαν σε όλη τη διαδρομή, ενώ ο Μάρτυρας υπόμεινε προσευχόμενος, εκδηλώνοντας την ανεξικακία του στους βασανιστές του. Όταν έφτασαν στην πόλη, τον παρέδωσαν στον τοπικό δικαστή για να απολογηθεί για το «αδίκημά» του. Και εκεί ο ηρωικός Ιουλιανός επέδειξε την ίδια στάση, βεβαιώνοντας με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο την αμετάπειστη προσήλωσή του στην μόνη αληθινή πίστη στο Χριστό. Ο δικαστής διέταξε να τον ποτίσουν με το ζόρι κρασί από την ειδωλολατρική σπονδή και τον ανάγκασαν να κρατήσει στα χέρια του το θυμίαμα για την τελετή της θυσίας. Όμως δεν κατάφεραν να κάμψουν την απόφασή του να μην αρνηθεί το Χριστό.

      Αφού τον βασάνισαν, τον έστειλαν δεμένο στις Αιγές, στον Ισσικό κόλπο, όπου υπήρξε ονομαστός ναός του Ασκληπιού, πιστεύοντας πως ο «θεός της ιατρικής» θα «θεράπευε» τον «ψυχικά ασθενή» Ιουλιανό, διότι αυτή τη γνώμη είχαν οι ειδωλολάτρες για τους Χριστιανούς! Αλλά και πάλι απογοητεύτηκαν, ο Μάρτυρας με την προσευχή του εξουδετέρωσε τις δαιμονικές μαγγανείες των σκοταδιστών ιερέων του ασκληπιείου! Εν συνεχεία τον απείλησαν να θυσιάσει, αλλιώς θα τον έκαιγαν στην πυρά. Τότε ο Ιουλιανός τους απάντησε: «Τι σας εμποδίζει να το πράξετε;».

      Κατόπιν σκέφτηκαν να φέρουν τη μητέρα του, ελπίζοντας ότι οι παρακλήσεις της για να σώσει τη ζωή του θα τον έπειθαν να μεταστραφεί. Την οδήγησαν στο κελί του και της έδωσαν προθεσμία τριών ημερών να τον μεταπείσει. Αλλά η ευσεβής εκείνη μητέρα, αντί να τον παροτρύνει να αρνηθεί το Χριστό και να σώσει τη ζωή του τον συμβούλευε να μείνει μέχρι τέλους σταθερός στην πίστη του στο Χριστό και να αψηφήσει τις φοβέρες των διωκτών του. Μάλιστα του τόνιζε με έμφαση: «Γνωρίζεις ποιο είναι το αληθινό συμφέρον σου, αφού εγώ σου το δίδαξα. Πράξε λοιπόν ώστε να δοξάσεις τον μόνο αληθινό Θεό!».

      Όταν έληξε η προθεσμία των τριών ημερών και διαπίστωσαν ότι ο Ιουλιανός δεν είχε μεταπειστεί, ζήτησαν οδηγίες από τον Μαρκιανό τι να κάμουν εισέτι με αυτόν. Εκείνος τους διέταξε να μαζέψουν από τους αγρούς και τα δάση δηλητηριώδη φίδια, σκορπιούς και άλλα ερπετά και έντομα και να τον κλείσουν σε σακί με αυτά και να τον ρίξουν στη θάλασσα. Τα δηλητηριώδη ερπετά και έντομα κατέφαγαν τη σάρκα του και ό, τι απόμεινε βυθίστηκε στη θάλασσα, ενώ η αγιασμένη ψυχή του φτερούγισε στον ουρανό να συμβασιλέψει με το Χριστό στους ατέλειωτους αιώνες.

      Οι Χριστιανοί κατόρθωσαν και μάζεψαν τα τίμια λείψανά του, τα οποία μετέφεραν στην Αντιόχεια και τα εναπέθεσαν σε περικαλλή ναό, προς τιμήν του στο μαγευτικό προάστιο Δάφνη, τα οποία θαυματουργούσαν. Χιλιάδες ασθενείς έτρεχαν να λάβουν την χάρη και την ίαση από αυτά. Κυρίως θεράπευε τους δαιμονισμένους και φρενοβλαβείς. Ατυχώς αυτά καταστράφηκαν από πυρκαγιά που είχαν βάλλει οι Πέρσες εισβολείς το 537.

      Η μνήμη του τιμάται στις 16 Μαρτίου.    

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΜΑΝΟΥΗΛ ΑΠΟ ΤΑ ΣΦΑΚΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

 

       Η κρητική γη ανέδειξε, και αυτή, μια πληθώρα αγίων της Εκκλησίας μας. Ανάμεσά τους αναδείχτηκαν και πολλοί Νεομάρτυρες, οι οποίοι στα δύσκολα χρόνια της τουρκοκρατίας, έδωσαν τη δική τους μαρτυρία και τη ζωή τους, για τη μόνη σώζουσα πίστη του Χριστού. Ένας από αυτούς υπήρξε και ο ηρωικός Άγιος Νεομάρτυρας Μανουήλ.

      Καταγόταν και ζούσε στα Σφακιά της Κρήτης. Γεννήθηκε στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, από ευσεβείς γονείς, οι οποίοι τον μεγάλωσαν με ευσέβεια και φόβο Θεού.

     Εκεί στα τραχιά βουνά της Κρήτης η τουρκική σκλαβιά ήταν αρχικά κάπως ανεκτή, διότι οι αλλόθρησκοι ασιάτες τύραννοι δεν ενδιαφέρονταν για τον  άγονο εκείνο τόπο. Όμως όταν οι Σφακιανοί  είχαν επαναστατήσει, οι τούρκοι κινήθηκαν με ισχυρό στρατό και τους υπέταξαν, με αποτέλεσμα να ασκήσουν τυραννική εξουσία και να χάσουν τη σχετική ελευθερία που απολάμβαναν. Άρπαξαν τα ζωντανά τους, κατάσχεσαν τα κτήματά τους και τα σπίτια τους και άρπαξαν τα παιδιά τους, τα οποία εξισλάμιζαν με το ζόρι. Τα κορίτσια έκλειναν στα χαρέμια και τα αγόρια τα κατέτασσαν στο διαβόητο τάγμα των Γενιτσάρων.

     Μεταξύ των παιδιών που άρπαξαν ήταν και ο Μανουήλ, στον οποίο έκαμαν περιτομή με τη βία. Βλέποντας δε την ανδρεία του και τη λεβεντιά του, θέλησαν να τον προωθήσουν σε υψηλές θέσεις.

     Αλλά ο Μανουήλ, όντας θεοσεβής και έχοντας βαθειά στην ψυχή του κρυμμένη την ακράδαντη πίστη του στο Χριστό, ασφυκτιούσε στο τούρκικο περιβάλλον και στεναχωριόταν. Γι’ αυτό έτρεφε μέσα του την ελπίδα πως κάποτε θα έβρισκε την ευκαιρία να αποδράσει και να σωθεί από τη σκλαβιά των ανελέητων Οθωμανών και την πνικτική και νοσηρή ατμόσφαιρα του μουσουλμανισμού. Όταν ήταν αναγκασμένος να παίρνει μέρος στις προσευχές στα τζαμιά και στις άλλες θρησκευτικές εκδηλώσεις, γέμιζε η ψυχή του με λύπη.

     Όμως κάποτε του δόθηκε η πολυπόθητη ευκαιρία να αποδράσει. Ξεφεύγοντας από την προσοχή των τούρκων, μπήκε σε καράβι και βρέθηκε στη Μύκονο, όπου δεν τον ήξερε κανένας. Πρώτη του ενέργεια, μόλις πάτησε στο νησί, ήταν να βρει ορθόδοξο ιερέα εξομολόγο, να εξομολογηθεί και να ενταχθεί και πάλι στην Εκκλησία. Βρήκε έναν ενάρετο και σοφό κληρικό στον οποίο εξομολογήθηκε με δάκρυα και αναστεναγμούς την περιπέτειά του και τον ακούσιο εξισλαμισμό του. Εκείνος τον συγχώρεσε, τον έχρισε με Άγιο Μύρο και τον κοινώνησε.

     Ο Μανουήλ αποφάσισε να περάσει την υπόλοιπη ζωή του στη Μύκονο. Μάλιστα γνώρισε μια κοπέλα την οποία παντρεύτηκε και έκανε μαζί της έξι παιδιά. Όμως δυστυχώς η σύζυγός του πρόδιδε τη συζυγική πίστη της. Κάποτε αντιλήφθηκε ότι η σύζυγός του τον απατούσε με άλλον άνδρα. Επειδή όμως ήταν πιστός στο Θεό, αγαθός και ανεξίκακος άνθρωπος, δεν την κακοποίησε και ούτε κοινοποίησε σε κανέναν τη μοιχεία της, διότι οι συνέπειες για τις μοιχαλίδες ήταν σκληρές και φοβερά ταπεινωτικές. Γι’ αυτό αποφάσισε να δώσει τόπο στην οργή. Πήρε τα παιδιά του και έφυγε από το σπίτι του, νοικιάζοντας κάπου αλλού, όπου ζούσε ήσυχα, χωρίς να ενοχλεί κανέναν, εργαζόμενος και φροντίζοντας τα παιδιά του.

     Ο αδελφός της γυναίκας του (μπατζανάκης του) ήταν ένας πολύ κακός άνθρωπος. Πήγαινε στο σπίτι του, τον έβριζε, τον πίεζε και τον απειλούσε, για να γυρίσει στη γυναίκα του. Αλλά ο Μανουήλ δεν πείθονταν, αλλά και δεν αποκάλυπτε τη μοιχεία της γυναίκας του.

     Μετά από καιρό ο Μανουήλ είχε προσληφθεί και εργάζονταν ως ναύτης σε κάποιο καράβι. Κάποτε ταξίδευε προς τη Σάμο, συνοδεύοντας φορτίο με ξύλα. Στο δρόμο συνάντησαν ένα τούρκικο καράβι, ιδιοκτησία του καπετάν πασά, το οποίο είχε αποστολή να περιπολεί και να φυλάει το Αιγαίο από τους πειρατές. Ο τούρκος καπετάνιος πρόσταξε τον έλληνα καπετάνιο να πλησιάσει για έλεγχο. Όμως στο τούρκικο καράβι υπηρετούσε ο δύστροπος μπατζανάκης του Μανουήλ. Μόλις είδε το γαμπρό του έτρεξε στον αγά του καραβιού, καταγγέλλοντάς του ότι ο συγκεκριμένος ναυτικός ήταν μουσουλμάνος τούρκος, ο οποίος αλλαξοπίστησε και έγινε Χριστιανός. Ήταν ένα μεγάλο αδίκημα κατά τον ισλαμικό νόμο, το οποίο επισύρει βαριές ποινές, έως και θάνατο. Ήταν μια ανέλπιστη ευκαιρία για εκείνον, να εκδικηθεί τον απείθαρχο γαμπρό του!

    Ο αγάς έδωσε διαταγή στους ναύτες του, να συλλάβουν τον Μανουήλ και να τον φέρουν μπροστά του. Ο Μανουήλ στάθηκε με θάρρος ενώπιον του τούρκου αξιωματούχου και απάντησε ευθαρσώς στις ερωτήσεις του. «Ναι αγά μου, με ανάγκασαν με το ζόρι να γίνω μουσουλμάνος, αλλά γύρισα στην πίστη μου, την οποία έχω από της γέννησής μου». Ο αγάς του είπε: «Μία φορά ήσουν Χριστιανός, ύστερα όμως τούρκεψες με την θέλησή σου, γι’ αυτό πρέπει πάλι να γυρίσεις στην πίστη μας, διότι εάν δεν δεχθείς, πρόκειται να σε παιδεύσω άσπλαχνα, ώσπου να ξεψυχήσεις».

       Ο ηρωικός Κρητικός Χριστιανός δεν δείλιασε καθόλου και δεν πτοήθηκε από τις απειλές του αγά, διαβεβαιώνοντάς τον: «Μην κουράζεσαι, εγώ Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θα αποθάνω»! Ο θηριώδης αγάς θύμωσε από τα λόγια του Μάρτυρα και έδωσε διαταγή να τον δέσουν στο κατάρτι και να τον βασανίσουν. Για πολλές ημέρες έμεινε δεμένος, χωρίς τροφή και νερό, κακοποιώντας τον οι ανελέητοι ναύτες.

     Αφού τελείωσε η περιπολία στο Αιγαίο, το τούρκικο καράβι έφτασε στη Χίο, στην τούρκικη αρμάδα. Πρώτο τους μέλημα ήταν να παραδώσουν τον Μανουήλ στον τούρκο διοικητή της αρμάδας, τον ναύαρχο Κουτζούκ. Πριν τον παραδώσουν ο Μάρτυρας ζήτησε από κάποιον Υδραίο Χριστιανό ναύτη, ο οποίος υπηρετούσε στο τούρκικο καράβι, να κατέβει στο νησί και να του φέρει ορθόδοξο ιερέα να τον εξομολογήσει και να τον κοινωνήσει. Όμως δυστυχώς κανένας Χιώτης ιερέας δεν τόλμησε να πάει, διότι οι συνέπειες γι’ αυτόν και τους κατοίκους του νησιού, θα ήταν σοβαρές.

     Όμως κάποιος ιερέας και πνευματικός έστειλε, με την Υδραίο ναύτη, κρυφά μήνυμα στον Μανουήλ, με σκοπό να τον εμψυχώσει. Να έχει ακράδαντη πίστη στο Χριστό, να προσεύχεται και να είναι χαρούμενος, που ο Θεός τον διάλεξε να βασανιστεί για χάρη Του. Να έχει θάρρος και υπομονή και να μη δειλιάσει, για οτιδήποτε του συμβεί.

     Μόλις ο Μανουήλ άκουσε τα λόγια αυτά έλαβε ένα ανεξήγητο θάρρος. Έφυγε από την ψυχή του κάθε σκέψη δειλίας και ηττοπάθειας και αναφώνησε: «Και εγώ τον ίδιο σκοπό έχω. Τί σήμερα να πεθάνω και τί αύριο; Ο κόσμος αυτός είναι προσωρινός. Παρά να πεθάνω αύριο κολασμένος, καλυτέρα να πεθάνω σήμερα για την πίστη μου και να σώσω την ψυχή μου»!

     Αυθημερόν ο αγάς του καραβιού παρέδωσε τον Μάρτυρα στον ναύαρχο, απαγγέλλοντας την κατηγορία, που τον βαραίνει: άρνηση της μουσουλμανικής πίστης. Ο τούρκος αξιωματούχος του ζήτησε να ομολογήσει, αν αληθεύει η κατηγορία ότι καταφρόνησε την πίστη στο Ισλάμ. Ο Μανουήλ αποκρίθηκε με παρρησία και θάρρος ότι είναι αλήθεια, ότι γύρισε στο φως και δε σκοπεύει να γυρίσει πάλι στο σκοτάδι της πλάνης. Ο ναύαρχος για να βεβαιωθεί ότι ήταν όντως μουσουλμάνος, διέταξε να τον γυμνώσουν, να δει την περιτομή του. Όταν διαπίστωσε

την περιτομή του του είπε: «Πώς λοιπόν λες, ότι είσαι Χριστιανός, αφού έχει κάμει περιτομή;». Ο Μάρτυρας του αποκρίθηκε· «Από την γέννησή μου Χριστιανός είμαι, ωστόσο σκλαβώθηκα πολύ μικρός και με την βία με τούρκεψαν. Τώρα όμως πάλι Χριστιανός θέλω να είμαι»!

      Μόλις άκουσε αυτά ο τούρκος αξιωματούχος έγινε σωστό θηρίο από το θυμό του. Ούρλιαζε, φώναζε και άφριζε το στόμα του, από οργή και αγανάκτηση. Χωρίς να το σκεφτεί πολύ, έβγαλε τη διαταγή: θάνατος δια αποκεφαλισμού! Ο Μάρτυρας άκουσε την απόφαση με θαυμαστή ηρεμία. Το πρόσωπό του έλαμπε από ουράνια χαρά και ανεξήγητη αγαλλίαση. Ύψωσε τα μάτια στον ουρανό και φώναξε με όλη τη δύναμη της φωνής του, να ακουστεί όσο το δυνατόν μακρύτερα: «Δόξα σοι ο Θεός»!

      Ο ναύαρχος τον παρέδωσε στους δημίους να εκτελέσουν την απόφασή του. Εκείνοι τον έδεσαν και με βρισιές και ξυλοδαρμούς, τον οδήγησαν μακριά από το παλάτι του πασά, κοντά σε ένα σφαγείο, στην τοποθεσία «Παλαιά Βρύση», για να τον θανατώσουν.  Εκείνος γεμάτος χαρά και ανεξήγητη ιλαρότητα στο πρόσωπό του, τους ακολουθούσε, σαν να πήγαινε σε πανηγύρι. Μόλις έφτασαν στο σημείο της εκτέλεσης ο Μάρτυρας γονάτισε μόνος του, χωρίς να τον προστάξουν, αναμένοντας με χαρά το βαρύ και κοφτερό σπαθί, το οποίο θα του έκοβε το νήμα της επίγειας ζωής του και θα του άνοιγε την πόρτα της αιώνιας και αληθινής ζωής.

      Ο δήμιος άρπαξε το σπαθί και το ανύψωσε και ήταν έτοιμος να το κατεβάσει στο λαιμό του Μάρτυρα. Αλλά μια ανεξήγητη δειλία τον εμπόδισε να κόψει το κεφάλι του «εξωμότη». Γι’ αυτό πέταξε δίπλα το σπαθί και έφυγε τρέχοντας χωρίς να πει λέξη. Οι παριστάμενοι σάστισαν και έγινε θόρυβος και ταραχή μεταξύ τους, μη μπορώντας να εξηγήσουν τη στάση του δημίου. Ο Μάρτυρας έμεινε γονατισμένος και ατάραχος.

      Τότε κάποιος τούρκος υπαξιωματικός, υπηρέτης του πασά, φανατικός μουσουλμάνος, ανάλαβε εκείνος να τον εκτελέσει. Άρπαξε το σπαθί και άρχισε να χτυπά επανειλημμένως το λαιμό του Μάρτυρα, σε πολλά σημεία, χωρίς όμως να μπορέσει να του κόψει το κεφάλι.

      Αφού είδε ότι δεν μπορεί να τον αποκεφαλίσει, άρπαξε τον Μάρτυρα, τον έβαλε κάτω και βγάζοντας κοφτερό μαχαίρι από τη ζώνη του, τον έσφαξε σαν πρόβατο! Ήταν 15 Μαρτίου, ημέρα Δευτέρα, ώρα τέσσερις το απόγευμα, του έτους 1792. Οι Χριστιανοί του νησιού έμαθαν το συμβάν και δόξαζαν το Θεό, που αξιώθηκε ο τόπος τους να ποτιστεί με το τιμημένο αίμα ενός ακόμα Μάρτυρα του Χριστού! Πολλοί έτρεχαν στον τόπο του μαρτυρίου να δουν το τίμιο λείψανο, το οποίο φύλαγαν οι τούρκοι, για να μην το πάρουν οι Χριστιανοί, διότι τον θεωρούσαν δικό τους, επειδή είχε υποστεί περιτομή.

      Την επόμενη ημέρα, ο τούρκος ναύαρχος, βλέποντας τις εκδηλώσεις χαράς και τιμής προς τον «εξωμότη», έδωσε διαταγή να πάρουν το σώμα του, να του δέσουν βαριά αγκωνάρια και να το ρίξουν στη βαθειά θάλασσα, να μην έχουν τίποτε οι «άπιστοι» από εκείνον και να ξεχαστεί το όνομά του!

     Χειρόγραφο του μαρτυρίου του βρίσκεται στην Ιερά Μονή Ξενοφώντος του Αγίου Όρους.

      Η μνήμη του τιμάται στις 15 Μαρτίου, την ημέρα του μαρτυρίου του.

 

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

Ο ΒΑΚΧΟΣ ΖΕΙ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΟΥ!

 

(Μια διαφορετική προσέγγιση των καρναβαλικών αθλιοτήτων)

                                                 ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

         Εισερχόμαστε για μια ακόμη φορά, με τη χάρη του Θεού, στο άγιο Τριώδιο, στην ιερότερη εορτολογική περίοδο της Εκκλησίας μας, κατά την οποία μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε την πνευματική μας υστέρηση, να βιώσουμε την σωτήρια κλήση μας για μετάνοια και νίψη και να κάνουμε τον προσωπικό μας αγώνα για την πνευματική μας αναγέννηση. Η κατανυκτική περίοδος του Τριωδίου είναι ένα νοητό στάδιο πνευματικού αγώνα στο οποίο καλείται κάθε πιστός να τρέξει τον καλό αγώνα των αρετών,  να αποβάλλει κάθε παρείσακτο αμαρτωλό στοιχείο από τον εαυτό του, το οποίο υπάρχει ως θανατηφόρος ιός, που δηλητηριάζει τον άνθρωπο και τον οδηγεί αργά, αλλά σταθερά, στον πνευματικό θάνατο. Μόνο έτσι θα αξιωθούμε να προσκυνήσουμε πνευματικά καθαροί το θείο Πάθος του Λυτρωτή μας Χριστού και να εορτάσουμε με αγαλλίαση τη λαμπροφόρο Ανάστασή Του.

       Η αγία μας Εκκλησία καθόρισε κλιμακωτούς τρόπους καθάρσεως και ασκήσεως των πιστών, αρχίζοντας από τη συνειδητοποίηση της τραγικής καταστάσεως που προκάλεσε η αμαρτία στον κόσμο. Καταδεικνύει με θαυμαστή ακρίβεια την παρεκτροπή του ανθρώπου από τη θεοδημιούργητη φύση του και την υποβίβασή του σε ζωώδεις καταστάσεις με την κυριαρχία των ενστικτωδών παρορμήσεων. Το «κατά φύσιν ζην» του αρχαίου ειδωλολατρικού κόσμου δεν ήταν τίποτε άλλο από την κτηνώδη ζωή του ξεπεσμένου πνευματικά ανθρώπου. Κύρια μέριμνα της Εκκλησίας μας είναι να μας ανασύρει κατά την περίοδο αυτή από τη λασπώδη τάφρο της αμαρτίας και την αγελαία κατάσταση και να μας αποκαταστήσει στην προ της πτώσεως θεοειδή κατάστασής μας.

      Όμως αλίμονο! Ο κόσμος της πτώσεως, της αμαρτίας και της φθοράς ανθίσταται σθεναρά σε μια τέτοια αλλαγή. Ο διάβολος που κινεί τα νήματα του κακού και της αμαρτίας εγείρει ισχυρότατες αντιδράσεις, ώστε να ματαιωθεί η πνευματική αποκατάσταση και η εν Χριστώ μεταμόρφωση των ανθρώπων. Τι άγιες ημέρες των πρώτων εβδομάδων του Τριωδίου, με τα επί γης όργανά του, οργανώνει τα αίσχιστα καρναβαλικά δρώμενα, τα οποία έχουν σαφέστατα χαρακτήρα έκρηξης των πιο ταπεινών ανθρωπίνων παρορμήσεων. Τη χρονική περίοδο που η Εκκλησία μας καλεί τα ανθρώπινα πρόσωπα να αποβάλλουν την κτηνώδη κατάντια τους, ο διάβολος επιχειρεί να τα αποκτηνώσει περισσότερο με τα άθλια καρναβαλικά δρώμενα!

      Στον παγανισμό η αμαρτία και κάθε ηθική εκτροπή ήταν συνδεδεμένα με την ειδωλολατρική θρησκευτική πίστη. Σε όλα τα ειδωλολατρικά θρησκεύματα υπήρχαν «θεότητες» - προστάτες των ανθρωπίνων παθών, όπως της εκδίκησης, του μίσους, του φόνου, της απάτης, του ψεύδους, της κλοπής, της ατιμίας, της πορνείας, της μοιχείας, της αχαλίνωτης ερωτικής λαγνείας, των σεξουαλικών διαστροφών, των οργίων, της μέθης,  της κραιπάλης, κλπ. Στην αρχαία Ελλάδα, όλοι τους σχεδόν οι «θεοί» αντιπροσώπευαν ανθρώπινα πάθη. Όμως αφότου «ήρθε» στην Ελλάδα τον 8ο π.Χ. αιώνα ο φρυγικός αγροτικός «θεός» της γονιμότητας και των οργίων Σαβάζιος,  μέσω της Θράκης, ο οποίος μετονομάστηκε Διόνυσος ή Βάκχος, συμπεριέλαβε στο πρόσωπό του την προστασία όλων των ανθρωπίνων παθών! Δεν θα ασχοληθούμε με τα φοβερά εγκλήματα και τη βία η οποία άγγιξε τα όρια της γενοκτονίας, που άσκησαν οι λατρευτές του προκειμένου να επιβάλουν τη λατρεία του στον ελλαδικό χώρο, και που μια μικρή γεύση παίρνουμε από το δράμα του Ευριπίδη «Βάκχες». Ούτε θα ασχοληθούμε με το ακραίο μυστικιστικό κίνημα του «ορφισμού» που ξεπήδησε μέσα από τη διονυσιακή λατρεία και που βύθισε την Ελλάδα σε απερίγραπτη κατάσταση δεισιδαιμονίας. Θα σταθούμε σε αυτή καθ’ εαυτή τη διονυσιακή λατρεία, της οποίας βασικός χαρακτήρας και κύριο στοιχείο ήταν τα

ακατονόμαστα όργια, ο χυδαίος ερωτισμός, οι πάσης φύσεως ηθικές παρεκτροπές, η παθολογική έκσταση μέχρι του σημείου της ωμοφαγίας ζωντανών ζώων ή και ανθρώπων. Σύμφωνα με τους ειδικούς το διονυσιακό πνεύμα ήρθε, επιβλήθηκε και εκτόπισε το απολλώνιο πνεύμα, δηλαδή το μέτρο και τη νηφαλιότητα.  Δεν είναι τυχαίο ότι η διονυσιακή λατρεία επιβλήθηκε από απολυταρχικά καθεστώτα, όπως εκείνο των Πεισιστρατιδών τον 6ο π.Χ. αιώνα στην Αθήνα, ως στροφή των λαϊκών μαζών στον ηδονισμό, τις ηθικές ελευθεριότητες και τη μέθη, προκειμένου να μη διαμαρτύρονται για την πολιτική καταπίεση!

     Οι αμόρφωτες και δεισιδαίμονες μάζες συμμετείχαν με πάθος σε αυτές τις αισχρές εορτές, διότι οι ιθύνοντες προνόησαν να προσδώσουν σε αυτές αφάνταστη ελευθερία ακόμη και στα πιο ταπεινά ορμέμφυτα των θρησκευτών. Μοιχοί, πόρνοι, έκφυλοι και κάθε λογίς ανώμαλοι, κρυμμένοι πίσω από τα ειδεχθή προσωπεία,  μπορούσαν να ικανοποιήσουν τα αισχρά πάθη τους «νόμιμα», εκτελώντας τα θρησκευτικά τους καθήκοντα! Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι αναγκάζονταν με το ζόρι οι γυναίκες που ήταν κλεισμένες στους γυναικωνίτες να βγαίνουν τις ημέρες των «εορτών» στους θορυβώδεις δρόμους και να παίρνουν μέρος στις τελετές, υποκύπτοντας στις βρωμερές ορέξεις του κάθε ανώμαλου και αισχρού άνδρα θρησκευτή, ως δήθεν υποταγή στο θέλημα του Διόνυσου! Η σεξουαλική κακοποίησή τους θεωρούνταν θρησκευτική πράξη λατρείας προς το «θεό»!  

       Η βωμολοχίες, οι άσεμνες χειρονομίες, οι περιφορές των φαλλών, δηλαδή τεραστίων ομοιωμάτων του ανδρικού οργάνου, οι ξέφρενοι οργιαστικοί χοροί, η οινοποσία μέχρι και αυτού ακόμη του θανάτου, οι υστερικές κραυγές, οι ειδεχθείς μεταμφιέσεις, ο δαιμονικός θόρυβος  και η εκκωφαντική μουσική, των αυλών και των τυμπάνων συνέθεταν ένα νοσηρό μυστικιστικό κλίμα. Ήταν μια ανοικτή τεράστια μαγική τελετουργία για να ξορκιστούν οι κακές δαιμονικές δυνάμεις. 

     Βεβαίως υπήρχαν και χειρότερα. Γυναίκες- λάτρισσες του Βάκχου, οι διαβόητες μαινάδες, καταλαμβάνονταν από φοβερή μανία, έπεφταν σε ανείπωτη έκσταση, έφευγαν από τα σπίτια τους και περιπλανιόνταν στις ερημιές τις νύχτες ουρλιάζοντας σαν άγρια θηρία. Αν τύχαινε και έβρισκαν μπροστά τους κάποιο ζώο το ξέσκιζαν και έτρωγαν τις σάρκες του ωμές. Σε πολλές περιπτώσεις κατακρεουργούσαν ανθρώπους και τους έτρωγαν, όπως συνέβη με τον Πενθέα, βασιλιά της Θήβας, στον Κιθαιρώνα, που τον κατακρεούργησε η ίδια η μητέρα του Αγαύη, μαζί με τις αδερφές του! Σε άλλες περιπτώσεις μητέρες μέσα στη διονυσιακή παραζάλη τους κατακρεουργούσαν τα παιδιά τους και τα έτρωγαν, όπως οι κόρες του βασιλιά Μινύα στη Βοιωτία, Αλκιθόη και Αρσίππη,  τις οποίες ο δαιμονοθεός Διόνυσος τις τρέλανε και κομμάτιασαν, μέσα στην έκστασή τους το βρέφος Ίππασο, και τον έφαγαν! Ως και ανθρωποθυσίες γινόταν προς τιμή του απαίσιου «θεού», κατά την εορτή του «Αγριώνιου Διονύσου» στον Ορχομενό της Βοιωτίας, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο Πλούταρχος, ο οποίος είδε με τα ίδια του τα μάτια τον απαίσιο ιερέα του «θεού» Ζωίλο, να κατασφάζει νεαρή παρθένα, απόγονο των Μινυών, ως απαίτηση του κακούργου «θεού», αυτόν που τιμούν οι σύγχρονοι καρναβαλιστές. Αυτές τις φρικαλεότητες ζητούσαν οι διμονοθεοί από τους άτυχους λατρευτρές προγόνους μας. Αυτή ήταν η δήθεν «λαμπρή αρχαιοελληνική θρησκεία»! Αυτοί ήταν οι «θεοί» της, οι οποίοι δεν έπρατταν τίποτε διαφορετικό από τις κακουργίες που διαπράττουν οι κακοποιοί δαίμονες της χριστιανικής μας πίστεως και γι’ αυτό ταυτίζονται μ’ αυτούς!     

      Δεν είναι λίγες οι φωνές διαμαρτυρίας από φωτισμένα μυαλά της αρχαιότητας κατά των  εμετικών διονυσιακών εορτών, με πρώτο τον προσωκρατικό φιλόσοφο Ηράκλειτο τον Εφέσιο (570-489), ο οποίος απειλούσε όσους έπρατταν τέτοιες φρικαλεότητες και ασχήμιες και λάβαιναν μέρος στα απαίσια «ιερά όργια» και στους αισχρούς και γελοίους βακχισμούς (Ηρακλ. απ.90). Ο μεγάλος φιλόσοφος έσειε το

πυρ της θείας τιμωρίας κατά όλων των «νυκτοπόλων, μάγων, βακχών, ληνών, μυστών» (Κλημ.Αλεξ.Προτρεπτ.22,16-24). Χωρίς καμιά αμφιβολία, «Ο διοινυσιακός μυστικισμός δίδασκε την μέγιστη περιφρόνηση προς το ανθρώπινο λογικό» (P. Decharme Μυθολογία της αρχαίας Ελλάδος, μετ. Α. Καραλή, τομ.2,σελ.533) και γι’ αυτό βρήκε αντίπαλους τους αρχαίους σοφούς, σε αντίθεση με τον χύδην όχλο του οποίου υποτιμούσε το λογικό και του θώπευε τα ζωώδη πάθη! Δεν αναφέρεται πουθενά να λάμβαναν μέρος στα διονυσιακά όργια (καρναβάλια των αρχαίων) οι σοφοί, μορφωμένοι και σοβαροί προγονοί μας. Λάβαινε μέρος αποκλειστικά ο αμόρφωτος και χυδαίος όχλος, ο οποίος έβρισκε την ευκαιρία, στην ιδιότυπη αυτή λατρεία, να ικανοποιήσει τα πλέον χυδαία πάθη του στο όνομα του «θεού», με κρυμμένη την ανωνυμία τους κάτω από τις τρομακτικές προσωπίδες! Μάλιστα ήταν τέτοιο το εύρος των χυδαιοτήτων, οι οποίες συνοδεύονταν από απίστευτες εγκληματικές πράξεις, ώστε στα ρωμαϊκά χρόνια, απαγορεύτηκαν τα διονυσιακά όργια των «Βακχικών Ομίλων», με την ποινή του θανάτου, σε όσους συμμετείχαν παράνομα σ’ αυτά, από τους ειδωλολάτρες Ρωμαίους!             

       Αυτά γινόταν στην προχριστιανική εποχή. Όμως και στους μετά το Χριστό χρόνους οι ασχήμιες αυτές δεν έπαψαν ποτέ να υπάρχουν, ως απόδειξη ότι ο διάβολος είναι ακόμη παρών στην ανθρώπινη ιστορία! Οι κατ’ όνομα χριστιανοί συνεχίζουν να

λατρεύουν τον απαίσιο «θεό» των ανθρωπίνων παθών Βάκχο, με τα καρναβάλια, που δεν είναι τίποτε άλλο από σύγχρονες διονυσιακές εορτές. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα τείνουν να ξεπεράσουν τις αθλιότητες της αρχαιότητας, όπως είναι το εμετικό καρναβάλι του Τιρνάβου, όπου θλιβερές γυναίκες ασπάζονται με «κατάνυξη» τους τεράστιους «φαλλούς», ξεδιάντροπα, μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες! Ό, τι πιο αισχρό, ξεδιάντροπο, χυδαίο, κακόγουστο και παράλογο δρώμενο, το οποίο όχι μόνο γέλιο μπορεί να προκαλέσει, αλλά εμετική αηδία και φανέρωση απολίτιστου πρωτογονισμού!   

       Φρόντισε ο διάβολος, ως άλλος Βάκχος, με τα επί γης όργανά του να γίνονται τα αίσχιστα αυτά δρώμενα κατά την περίοδο του Τριωδίου. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Επιχειρεί μέσω αυτών να αποσπάσει τους ανθρώπους από το πνευματικό και νηπτικό προσκλητήριο της Εκκλησίας για ψυχοσωματική κάθαρση. Ύστερα από μια κραιπάλη περίπου τεσσάρων εβδομάδων είναι δύσκολο έως αδύνατο να επέλθει κατάνυξη, ηρεμία, περισυλλογή και διάθεση για μετάνοια στις ψυχές όσων έλαβαν μέρος στα διονυσιακά δρώμενα. Η ισορροπία μεταξύ αμαρτίας και καθάρσεως είναι λεπτότατη και δε χωράει πειραματισμούς. Η αμαρτία πωρώνει επικίνδυνα τον άνθρωπο, τον αιχμαλωτίζει με τα πάθη, ώστε να μην μπορεί να απαλλαχτεί από αυτά. Φυσικά τα καρναβάλια αυτόν ακριβώς το σκοπό εξυπηρετούν.

      Παρατηρείται το φαινόμενο πως, παρ’ όλες τις επισημάνσεις της Εκκλησίας μας, πολλοί χλιαροί χριστιανοί να παίρνουν μέρος στις καρναβαλικές εκδηλώσεις. Οφείλουμε να τους κάνουμε γνωστό πως αυτό αποτελεί σοβαρό ατόπημα, διότι όπως προαναφέραμε τα καρναβαλικά δρώμενα είναι ουσιαστικά θρησκευτική λατρεία στους παγανιστικούς «θεούς» των παθών και εν τέλει αποτελούν λατρεία στο ίδιο το σατανά, αφού «πάντες οι θεοί των εθνών (είναι) δαιμόνια» (Ψαλμ.95,5). Αυτό σημαίνει πως η θέση αυτών των ανθρώπων στην Εκκλησία γίνεται προβληματική, διότι «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν, ή γαρ τον ένα  μισήσει και τον έτερον αγαπήσει, ή ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει. Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά» (Ματθ.6,24). Δε μπορούμε να ισχυριζόμαστε ότι λατρεύουμε το Θεό και ταυτόχρονα να αποδίδουμε λατρεία στους δαιμονικούς θεούς.  Οι καρναβαλικές συνεστιάσεις έχουν ασφαλώς το χαρακτήρα της βρώσεως ειδωλόθυτων της αρχαίας ειδωλολατρικής θρησκείας, για τις οποίες ο απόστολος Παύλος παραγγέλλει στους χριστιανούς να απέχουν ολότελα από αυτές. Τις

χαρακτηρίζει ως τράπεζες δαιμονίων, τονίζοντας με έμφαση ότι, «ου θέλω υμάς κοινωνούς των δαιμονίων γίνεσθαι» (Α΄Κορ.10,20). Επίσης ο 62ος κανόνας της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου θέτει εκτός της Εκκλησίας όσους μετέχουν σε μεταμφιέσεις και οργιαστικά καρναβαλικά όργια!  Με άλλα λόγια: δε μπορεί χριστιανός να μετέχει στις αισχρές καρναβαλικές φιέστες, τις οποίες διοργανώνουν οι Δήμοι από τα άδεια ταμεία τους και την άγρια φορολογία όλων ημών, για να πραγματοποιούνται αυτές οι αισχρότητες!   

      Καλούμαστε λοιπόν ως συνειδητοί πιστοί της Εκκλησίας μας, αυτή την ιερή περίοδο, να εντάξουμε στον προσωπικό μας αγώνα και την αντίστασή μας κατά των αισχροτήτων της νεοδιονυσιακής λατρείας. Να αντιτάξουμε στις καρναβαλικές ασχήμιες και αισχρότητες την προσευχή, την κάθαρση, τη σοβαρότητα, την καλλιέργεια των ηθικών αξιών και πάνω απ’ όλα να διατρανώσουμε την πίστη μας στον μόνο αληθινό Τριαδικό Θεό. Να κάνουμε γνωστό σε όλο τον κόσμο πως τα επαίσχυντα καρναβαλικά δρώμενα εντάσσονται στο γενικότερο σχέδιο των σκοτεινών δυνάμεων να θέσουν στο περιθώριο την Εκκλησία του Χριστού και να οδηγήσουν τους ανθρώπους σε μια σύγχρονη τερατώδη ειδωλολατρία, που οικοδομείται στα απόκρυφα άντρα της «Νέας Εποχής του Υδροχόου». Να καταγγείλουμε με παρρησία τη δαιμονική προσπάθεια των επί γης υπηρετών του Εωσφόρου να λατρευτεί ο μιαρός αφέντης τους ως θεός,  στο πρόσωπο του «θεού» της κραιπάλης Βάκχου.  

       Να μην έχουμε, τέλος, καμιά αμφιβολία πως ο Βάκχος ζει στο πρόσωπο του Εωσφόρου και ο Εωσφόρος λατρεύεται στο πρόσωπο του Βάκχου, αυτή είναι όλη η ουσία της φρενίτιδας του αποκριάτικου καρνάβαλου! Να απόσχουμε από τις ηλίθιες καρναβαλικές εκδηλώσεις, είτε ως καρναβαλιστές, είτε ως απλοί θεατές, διότι η όποια συμμετοχή μας δε μπορεί να ερμηνευτεί διαφορετικά, παρά ως συμμετοχή μας σε σύγχρονες δαιμονικές λατρείες, με απόλυτο μαγικό, παράλογο και πρωτόγονο χαρακτήρα!