Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΙΕΤΙ, ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΠΑΠΙΚΟΥ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΥ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

 

Εν Πειραιεί τη 20ηΟκτωβρίου 2016.

 

Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΙΕΤΙ, ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΠΑΠΙΚΟΥ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΥ

 

     Όπως είναι γνωστό πριν από μερικές ημέρες, (16 έως 22 Σεπτεμβρίου 2016), συνήλθε η 14η Ολομέλεια της Μικτής Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών στο Κιέτι της Ιταλίας η οποία κατήρτισε ένα τελικό κείμενο κοινής αποδοχής με τίτλο: «Συνοδικότητα και Πρωτείο κατά την πρώτη χιλιετία: καθ’ οδόν προς μια κοινή κατανόηση στην υπηρεσία της ενότητος της Εκκλησίας». Επειδή πρόκειται το κείμενο αυτό να συζητηθεί συνοδικά σε προσεχή Σύνοδο της Ιεραρχίας, προς το παρόν δεν θα καταπιαστούμε με αυτό. Αυτό άλλωστε είναι το αρμόζον και πρέπον, το να μην προτρέχουμε εμείς να εκφράσουμε πρώτοι τη γνώμη μας, αλλά να αφήσουμε να αποφανθεί πρώτα επ’ αυτού η Ιεραρχία. Θα περιοριστούμε μόνον να σχολιάσουμε τη συνάντηση του Κιέτι από την σκοπιά ενός παπικού αρθρογράφου, του Mark Woods, ο οποίος δημοσίευσε στο ιστολόγιο «Christiantoday.com», ένα άρθρο με τίτλο «ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΟΥΝ ΤΟΝ ΠΑΠΑ; ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΝΤΕΛΩΣ ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ», το οποίο μετέφρασε η κ. Φαίη Αβέρωφ και αναδημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο «Πατερική Παράδοση». Κατ’ αρχήν υπενθυμίζουμε ότι για το θέμα του Πρωτείου και της Συνοδικότητος η Ιερά Μητρόπολή μας διοργάνωσε το 2010 μια πολλή σημαντική Ημερίδα με τίτλο: «‘Πρωτείον’, Συνοδικότης και Ενότης της Εκκλησίας», τα Πρακτικά της οποίας μάλιστα έχουν εκδοθεί, (Στοιχειοθεσία - Εκτύπωση «Λυχνία», τηλ. 2103410436).

    Για τον αρθρογράφο «το παπικό Πρωτείο ήταν αποδεκτό από όλους τους Χριστιανούς» καθ’ όλη την διάρκεια της πρώτης χιλιετίας. Το θέμα είναι λελυμένο από παπικής απόψεως, δεν το συζητάει. Εκείνο που τον προβληματίζει είναι, αν θα γίνει αποδεκτό από τους Ορθοδόξους. Για την αποδοχή του βλέπει τρία μεγάλα εμπόδια, που πιστεύει ότι είναι πολύ δύσκολο να ξεπεραστούν. Το πρώτο είναι το «status των Ουνιτών». Για το θέμα της Ουνίας έχουμε αναφερθεί πολλές φορές. Κατά την ταπεινή μας γνώμη, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες θα έπρεπε να μην προχωρήσουν στη συζήτηση του θέματος του Πρωτείου, προτού συζητηθεί το θέμα της Ουνίας. Και τούτο  διότι η επάρατη Ουνία αποτελεί το όνειδος της παπικής δολιότητας και πραγματική αιμορροούσα πληγή στο σώμα της Εκκλησίας, όπως το χαρακτήρισε πρόσφατα και ο Πατριάρχης Μόσχας κ. Κύριλλος. Θα μπορούσε το πρόβλημα της Ουνίας να γίνει το ισχυρό όπλο στα χέρια των Ορθοδόξων, για να υποχωρήσει η παπική αδιαλλαξία. Αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε και ούτε πρόκειται να γίνει, διότι ο διάλογος προχωράει κατόπιν σχεδίου, σχεδιασμένος στα οικουμενιστικά γραφεία! 

   Το δεύτερο εμπόδιο είναι «αυτό που κάποιος επιφανής Ορθόδοξος θεολόγος, ο Μητροπολίτης Περγάμου Ζηζιούλας, αναφέρεται ως ‘Ορθόδοξοι Ταλιμπάν’». Προφανώς ο Σεβ. Περγάμου με τον όρο «Ορθόδοξοι Ταλιμπάν» εννοεί όλους εκείνους, που με την Χάρη του Θεού, αγωνίζονται να παραμείνει η Ορθόδοξη πίστη ανόθευτη και απαραχάρακτη και οι οποίοι θεωρούνται από τους οικουμενιστές ως «Ταλιμπάν». Και το τρίτο είναι «το ευρύτερο πολιτικό τοπίο», δηλαδή οι ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις μεταξύ Ρωσίας και Δύσεως, οι οποίες σαφώς επηρεάζουν την διαμόρφωση των εκκλησιαστικών πραγμάτων.

  Εκείνο που μας εντυπωσιάζει είναι ότι τόσο για τον Σεβ. Περγάμου, όσο και για τον αρθρογράφο οι «Ορθόδοξοι Ταλιμπάν» αποτελούν ένα μεγάλο εμπόδιο. Μ’ άλλα λόγια οι αγώνες του κλήρου και του πιστού λαού του Θεού για τη διαφύλαξη της πίστεως όχι μόνον γίνονται αντιληπτοί από τους οικουμενιστές και τους αιρετικούς παπικούς, αλλά και πολύ τους προβληματίζουν. Οι αγώνες αυτοί τους φρενάρουν, τους χαλούν τα σχέδια, είναι ένας πονοκέφαλος, δεν ξέρουν πως να τον αντιμετωπίσουν, παρ’ όλο που αυτοί έχουν εκκλησιαστική δύναμη στα χέρια τους. Μπορούν, αν θέλουν, να καθαιρέσουν, να αφορίσουν, να επιβάλουν εκκλησιαστικές ποινές. Μερικές φορές μάλιστα το έκαναν, αλλά είδαν το κόστος, την αντίδραση του λαού και κατάλαβαν ότι οι ποινές στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ωφελούν, αλλά φέρνουν αντίθετα αποτελέσματα.

    Την πραγματικότητα αυτή χρειάζεται να την τονίσουμε και να την υπογραμμίσουμε, διότι πολλές φορές δημιουργείται η εντύπωση, ότι ο αγώνας μας είναι μάταιος και ανώφελος. Ότι παλεύουμε να επιτύχουμε αδύνατα πράγματα, αφού δεν έχουμε την εκκλησιαστική δύναμη, να αντιστρέψουμε την πορεία των πραγμάτων, άμεσα, γρήγορα και αποτελεσματικά. Και έτσι απογοητευόμαστε και απελπιζόμαστε. Όχι. Δεν θα απελπιστούμε, αλλά θα κάνουμε το καθήκον μας και τα υπόλοιπα θα τα αφήσουμε στα χέρια του Θεού. Εκείνος θα φέρει το αποτέλεσμα, το οποίο εμείς αδυνατούμε να φέρουμε εις πέρας. Ο αγώνας μας όμως πρέπει να γίνεται όχι με τυφλό φανατισμό, αλλά με ζήλο κατ’ επίγνωση, με ταπείνωση, με προσευχή και εκκλησιαστικό ήθος. Και πρώτα από όλα πρέπει να γνωρίζουμε εις βάθος το αντικείμενο για το οποίο αγωνιζόμαστε, για να είμαστε εις θέσιν να δίδουμε  «απολογίαν παντί τω αιτούντι», (Α Πετρ.3,15) και να αποστομώνουμε τους αντιλέγοντας. Στην παρούσα λοιπόν χρονική συγκυρία που συζητείται το θέμα του Πρωτείου στους Διαχριστιανικούς Διαλόγους είναι ανάγκη να υπενθυμίσουμε ορισμένα βασικά στοιχεία του θέματος προς ενημέρωση και επαγρύπνηση του πιστού λαού του Θεού.

   Το πρώτο που πρέπει να υπενθυμίσουμε είναι, ότι η Εκκλησία καθ’ όλη την διάρκεια της πρώτης χιλιετίας ουδέποτε αναγνώρισε στον Πάπα Πρωτείο παγκόσμιας εξουσίας και κυριαρχίας εφ’ όλης της Εκκλησίας. Στην Εκκλησία, το πρωτείο ανήκει στην Κεφαλή της, τον Ιησού Χριστό, «ος εστίν αρχή, πρωτότοκος εκ των νεκρών, ίνα γένηται εν πάσιν αυτός πρωτεύων», (Κολ.1,18), «και αυτόν έδωκε κεφαλήν υπέρ πάντα τη Εκκλησία» (Εφ.1,22). Κεφαλή στην Εκκλησία δεν μπορεί να είναι ένας άνθρωπος, ο Πάπας.

    Η προσπάθεια των Παπικών να θεμελιώσουν αγιογραφικά το Πρωτείο στο  χωρίο «καγώ δε σοι λέγω, ότι συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ.16,18), είναι άστοχη, διότι η φράση του Κυρίου «και επί ταύτη τη πέτρα» δεν αναφέρεται στο πρόσωπο του Πέτρου, αλλά στην ομολογία του, που έγινε ύστερα από αποκάλυψη του Θεού Πατέρα. Η θεμέλιος πέτρα, πάνω στην οποία οικοδομείται η Εκκλησία, δεν είναι ο Πέτρος, αλλά ο Χριστός και στη συνέχεια οι απόστολοι, σύμφωνα με το λόγο του Παύλου «θεμέλιον γαρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος εστιν Ιησούς Χριστός» (Α΄ Κορ.3,11) και σύμφωνα με τον άλλο λόγο του: «εποικοδομηθέντες  επί τω θεμελίω  των αποστόλων και προφητών, όντος  ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού» (Εφ.2,20). Συνεπώς η πέτρα του χωρίου αυτού δεν ταυτίζεται με τον Πέτρο αποκλειστικά, όπως επίσης η εξουσία του δεσμείν και λύειν, για την οποία γίνεται λόγος στον επόμενο στίχο «και δώσω σοι τας κλεις  της βασιλείας των ουρανών, και ο εάν δήσης  επί της γης,έσται δεδεμένον εν τοις ουρανοίς», δεν ήταν δικαίωμα μόνο του Πέτρου. Την ίδια εξουσία του δεσμείν και λύειν έδωσε ο Χριστός και στους άλλους αποστόλους, σύμφωνα με το λόγον του μετά την  ανάσταση «αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινών κρατείτε, κεκράτηνται» (Ιωαν.20,23).

   Η αρχέγονη Εκκλησία των αποστολικών χρόνων, ήδη από τις πρώτες ημέρες της ζωής της, καθιέρωσε τονΣυνοδικό Θεσμό, ως τρόπο διοικήσεως της Εκκλησίας και όχι την απολυταρχική εξουσία ενός προσώπου, όπως αυτό φαίνεται από ένα πλήθος βιβλικών μαρτυριών από τις Πράξεις και τις Επιστολές. Αναφέρουμε μερικές: α) Με συνοδικό τρόπο εκλέγεται ο απόστολος Ματθίας εις αντικατάσταση του εκπεσόντος Ιούδα του Ισκαριώτου, (Πραξ.1,15-26). β) Με συνοδικό τρόπο επίσης εκλέγονται οι επτά διάκονοι (Πραξ.6,1-7). γ) Με συνοδικό τρόπο επιλύεται στην Αποστολική Σύνοδο των Ιεροσολύμων, (49μ.Χ.), το θέμα της περιτομής. Πρόεδρος της Συνόδου ήταν ο Ιάκωβος και όχι ο Πέτρος (Πραξ.15,1-31). Υπάρχει ακόμη ένα πλήθος μαρτυριών υπέρ του Συνοδικού Θεσμού και κατά του Πρωτείου κατά τους τρεις πρώτους αιώνες μέχρι την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, τις οποίες παραθέτει σε ομιλία του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. κ. Σεραφείμ με τίτλο «Ο Παπισμός ως εκκλησιολογικό πρόβλημα (με αναφορά στο Συνοδικό Σύστημα της Εκκλησίας)», στην παρά πάνω μνημονευθείσα Ημερίδα και παραπέμπουμε εκεί τον αναγνώστη.

     Παράλληλα με τον Συνοδικό Θεσμό η Εκκλησία καθιέρωσε ήδη  από την μεταποστολική εποχή τα λεγόμενα «πρεσβεία τιμής». Σύμφωνα με «αρχαίον έθος», οι επίσκοποι ορισμένων τοπικών εκκλησιών, συνήθως των μεγάλων πόλεων του ρωμαϊκού κράτους, (Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Εφέσου, Καισαρείας, Κορίνθου κ.λ.π.), απολάμβαναν ιδιαιτέρας τιμής. Και τούτο διότι οι επίσκοποι αυτοί αφ’ ενός μεν διέσωζαν ζώσα την παράδοση των αγίων Αποστόλων και  αφ’ ετέρου διότι στην επισκοπική έδρα αυτών των πόλεων συνήθως συνήρχοντο οι πλησιόχωροι επίσκοποι, για να συζητήσουν σοβαρά εκκλησιαστικά προβλήματα. Η ιδιαίτερη αυτή τιμή προς τους επισκόπους αυτών των πόλεων είναι τα λεγόμενα «πρεσβεία τιμής». Πολύ ωραία περιγράφει την εξέλιξη των «πρεσβειών τιμής», αλλά και την παράλληλη ανάπτυξη των αξιώσεων του Πάπα για παγκόσμια εξουσία, ο ιερομόναχος π. Λουκάς Γρηγοριάτης, σε ομιλία του με θέμα «Πρωτείον, Συνοδικότης και ενότης της Εκκλησίας» στην παρά πάνω μνημονευθείσα Ημερίδα. Παραθέτουμε παρά κάτω ορισμένα αποσπάσματα.

   Τα «πρεσβεία τιμής» είναι θεσμός που καθιερώθηκε εθιμικά, αλλά έχει ισχυρή και αναντίρρητη εκκλησιολογική θεμελίωση. Διαφυλάσσει και εκφράζει την ενότητα και την κοινωνία των τοπικών εκκλησιών εν τη Ορθοδόξω πίστει, εν τη μια Ευχαριστία και εν τη αγάπη. Με άλλα λόγια εκφράζει και διαφυλάττει την αποστολική συνοδικότητα στις σχέσεις των τοπικών εκκλησιών. Διότι συνοδικότης δεν είναι απλώς η συλλογικότης, η ο δημοκρατικός τρόπος διοικήσεως των εκκλησιαστικών πραγμάτων, αλλά πρωτίστως είναι ο τρόπος βιώσεως της ενότητος της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού, ως κοινωνίας του Αγίου Πνεύματος.

    Κατά την περίοδο των Οικουμενικών Συνόδων τα αρχαία «πρεσβεία τιμής» σταδιακά οριστικοποιούνται στα πατριαρχικά δίκαια των θρόνων της Πενταρχίας. Δια του 3ου Κανόνος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου καθορίστηκαν τα προνόμια-πρεσβεία του επισκόπου Κων/πόλεως, δεύτερα μετά τα «πρεσβεία τιμής», (και όχι εξουσίας), του επισκόπου Ρώμης, προταχθέντος κατά τάξιν τιμής του επισκόπου Κων/πόλεως των άλλων Πατριαρχών. Δια του 28ου Κανόνος της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου επικυρώθηκαν και αναγνωρίστηκαν και πάλι τα ειδικά προνόμια – «πρεσβεία τιμής» του αρχιεπισκόπου Κων/πόλεως τα οποία έδωσε σ’ αυτόν η Β΄  Οικουμενική Σύνοδος. Δια του 36ου Κανόνος της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου ανανεώθηκαν και πάλι τα προνόμια του Πατριάρχου Κων/πόλεως και ορίσθηκε η Πενταρχία των Πατριαρχών. Σε καμιά από τις διατάξεις αυτές δεν υπάρχει και η παραμικρή νύξη για κάποια ιδιαίτερη διοικητική, η δικαστική εξουσία του Πάπα Ρώμης. Δια μέσου όλων αυτών των Κανόνων διοικητικής και δικαστικής φύσεως, τους οποίους οι Οικουμενικές Σύνοδοι, (που αναγνωριζόμεναι και από τον Παπισμό), εψήφισαν, αποκλείσθηκε και καταδικάστηκε ρητά και κατηγορηματικά κάθε έννοια Πρωτείου. Οι επτά Οικουμενικές Σύνοδοι σαφώς και απεριφράστως διεκήρυξαν, ότι αυτές μόνες αποτελούν την ανωτάτη αρχή και εξουσία επί της Εκκλησίας.

Παράλληλα όμως με την διαμόρφωση των «πρεσβειών τιμής», άρχισαν να διαμορφώνονται και οι αξιώσεις του Πάπα Ρώμης να είναι όχι μόνο «πρώτος» της τοπικής συνόδου της Ρώμης, όχι μόνο πρωτοκάθεδρος μεταξύ των ισοτίμων του πατριαρχών, αλλά υπεράνω και αυτών ακόμη των Οικουμενικών Συνόδων. Το παπικό Πρωτείο ήδη γεννάται ως αντίθεσις στον θεσμό της Πενταρχίας, ως μοναρχία στον αντίποδα της Συνοδικότητος. Η πρώτη μετριοπαθής απόπειρα προβολής παπικού Πρωτείου από τον Πάπα Ανίκητο, που εκδηλώθηκε κατά τα τέλη του 2ου αιώνος και συνεχίσθηκε από τους διαδόχους του Βίκτωρα και Στέφανο, με αφορμή τις έριδες για τον εορτασμό του Πάσχα και το βάπτισμα των αιρετικών, αποκρούστηκε έντονα από τους αποστολικούς Πατέρες άγιο Πολυκάρπο Σμύρνης, Πολυκράτη Εφέσου, άγιο Ειρηναίο Λουγδούνου, άγιο Κυπριανό Καρχηδόνος κ.α., αλλά και από Τοπικές Συνόδους στην Αφρική και στη Γαλλία.

   Μετά το τέλος της Εικονομαχίας οι παπικές αξιώσεις επανήλθαν με την υποστήριξη των Φράγκων ηγεμόνων και με την χρήση νόθων κειμένων, (ψευδοκωνσταντίνειος δωρεά και ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις), τα οποία κατέλυαν πλήρως το κανονικό καθεστώς των «πρεσβείων τιμής». 

   Ο παπικός ηγεμονισμός, έφτασε στο αποκορύφωμά του από τον 9ον αιώνα και εντεύθεν, οπότε παρατηρούμε την απροκάλυπτη πλέον και ξεκάθαρη  επιδίωξη των Παπών να υποτάξουν τις ανατολικές εκκλησίες. Η προσπάθεια αυτή ήταν μία αλαζονική περιφρόνηση των κανονικώς θεσπισθέντων «πρεσβείων τιμής». Ήταν δηλαδή μια αλαζονική πρόκληση, που στρεφόταν ευθέως κατ’ αυτής της ιδίας της Ενότητος και της Συνοδικότητος της Εκκλησίας. Ρωμαιοκαθολικοί ιστορικοί δικαιολογούν την ανάδυση του παπικού πρωτείου ως μία «εκκλησιολογική» αναγκαιότητα, επικαλούμενοι την ανάγκη του παπικού θρόνου να περιφρουρήσει τα κανονικά του δικαιώματα στις επαρχίες της Ευρώπης, στις οποίες οι Φράγκοι ηγεμόνες κινούμενοι από πνεύμα καισαροπαπισμού, δεν του επέτρεπαν να τα εξασκήσει. Όμως το παπικό Πρωτείο, αν και γιγαντώθηκε ως αντίδραση στον καισαροπαπισμό των ευρωπαίων ηγεμόνων, κυοφορήθηκε ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ως η «επηρμένη δυτική οφρύς», γεννήθηκε τον 4ον αιώνα ως απαίτηση του εκκλήτου εφ’ όλης της Εκκλησίας, κατά παραβίαση των κανονικών «πρεσβείων τιμής», και ανδρώθηκε ως αντίδραση στο κανονικό καθεστώς του 28ου  Κανόνος της Δ΄  Οικουμενικής Συνόδου.

      Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο στο θέμα αυτό, (το οποίο βέβαια είναι τεράστιο),  για να μην κουράσουμε τον αναγνώστη. Αρκούν αυτά για να συνειδητοποιήσουμε μια μεγάλη αλήθεια: Ότι η ανάπτυξη του παπικού Πρωτείου τορπίλισε το Συνοδικό Πολίτευμα της Εκκλησίας στη Δύση. Και ότι τα «πρεσβεία τιμής», η Συνοδικότητα και η Ενότητα της Εκκλησίας αλληλοπεριχωρούνται. Ενώ αντίθετα, τα «πρεσβεία τιμής» και το παπικό Πρωτείο αλληλοαναιρούνται, όπως επίσης αλληλοαναιρούνται η Συνοδικότητα και το παπικό Πρωτείο.

    Θα κλείσουμε με τον θεοφώτιστο λόγο του αγίου Ιουστίνου του Πόποβιτς, ο οποίος σχετικά με το θέμα αυτό λέγει: «Δια του δόγματος αυτού, [του παπικού Πρωτείου], ο άνθρωπος της Ευρώπης κατά δογματικώς αποφασιστικόν τρόπον, εκήρυξε το δόγμα της αυταρκείας του ευρωπαίου ανθρώπου και ούτω τελικώς εφανέρωσεν ότι δεν του χρειάζεται ο Θεάνθρωπος και εις την γην δεν υπάρχει θέσις δια τον Θεάνθρωπον. Ο τοποτηρητής του Χριστού — Vicarius Christi — τον αντικαθιστά πλήρως. Εις την πραγματικότητα από αυτό το δόγμα ζη, το ακολουθεί και επιμόνως το ομολογεί, ο κάθε ευρωπαϊκός ουμανισμός» (Από το βιβλίο «Άνθρωπος και Θεάνθρωπος»).

 

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ.


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

 

Εν Πειραιεί τη 13ηΟκτωβρίου 2016.

 

ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ.

 

      Δεν μας εκπλήσσει ο τρόπος με τον οποίο βλέπουν οι εκτός της Εκκλησίας φιλόσοφοι και κοινωνιολόγοι της εποχής μας το ρόλο της θρησκείας στη ζωή μιας οργανωμένης πολιτείας. Κι’ αυτό γιατί είναι γνωστό το ιδεολογικό υπόβαθρο των σκέψεων και των επιχειρημάτων τους. Διαποτισμένοι «μέχρι το κόκκαλο» με τις αρχές του αθέου Διαφωτισμού και Ουμανισμού, αντιμετωπίζουν την θρησκευτική πίστη ως νοσηρό κοινωνικό σύμπτωμα και φαινόμενο και όχι ως έμφυτη υπαρξιακή ανάγκη. Αν και έχουν περάσει σχεδόν τρεις αιώνες από τότε που ο «Διαφωτισμός» διατύπωσε τις θεωρίες του περί του θρησκευτικού φαινομένου και αποδείχτηκαν στην πράξη επιστημονικά αστήρικτες, εν τούτοις υπάρχουν ακόμη και σήμερα εκείνοι που όχι απλά τις ασπάζονται, αλλά και τις προωθούν και μάλιστα με ιδιαίτερο φανατισμό. 

Η γνωστή σε όλους μας για τις ιδεολογικές της αρχές εφημερίδα «ΑΥΓΗ», κομματικό όργανο της Αριστεράς, που κυβερνά σήμερα την χώρα μας, δεν παύει να δημοσιεύει κάθε τόσο άρθρα που αναπαράγουν τις παρά πάνω ιδεοληψίες του αθέου Διαφωτισμού και Ουμανισμού, καμουφλαρισμένες με πολλή τέχνη και μαεστρία με τον μανδύα της σύγχρονης επιστήμης, ώστε να πείθουν και να γίνονται αποδεκτές από τους αφελείς. Ένα τέτοιο άρθρο είδε το φως της δημοσιότητας πρόσφατα με τίτλο: «Η θρησκεία στη ζωή μας», με συγγραφέα τον κ. Γιώργιο Φαρακλά, καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι εξόφθαλμη η προσπάθεια του συντάκτη στο παρά πάνω κείμενο να παρουσιάσει τη θρησκεία ως ένα νοσηρό κοινωνικό σύμπτωμα και όχι, όπως προαναφέραμε, ως υπαρξιακή ανάγκη και βίωμα. Την θεωρεί ως ένα είδος δεισιδαιμονίας και σκοταδισμού, ο οποίος όλο και περισσότερο υποχωρεί με την πρόοδο των θετικών επιστημών.

Αρχίζει με την παρατήρηση ότι «Οι θρησκείες βρίσκονται σε υποχώρηση από τότε που οι επιστήμες σημειώνουν τόσο μεγάλες επιτυχίες. Η υποχώρηση αφορά τη θρησκεία ως κοσμοθεώρηση, ως τρόπο να βιώνουμε τον κόσμο. Άνθρωποι, οι οποίοι βιώνουν με χριστιανικό τρόπο τον κόσμο γύρω τους, δεν φαίνεται να υπάρχουν πια πολλοί». Η όλη δομή του άρθρου μας οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα, ότι ο συγγραφέας ομιλώντας περί θρησκείας, συμπεριλαμβάνει μεταξύ αυτών και την Ορθοδοξία. Ωστόσο όπως έχουμε τονίσει πολλές φορές, η Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία μας, δεν είναι μια θρησκεία, όπως όλες οι θρησκείες του κόσμου, που είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα και σκοπό έχουν να εκπληρώσουν τον βαθύτερο πόθο του ανθρώπου, να καταφύγει σε μια υπέρτερη δύναμη για να βρει ασφάλεια και προστασία από κάθε κακό που απειλεί την ζωή του, αδυνατούν όμως να νικήσουν και να καταργήσουν την φθορά και τον θάνατο. Αντίθετα η ζωή εν Χριστώ και εν τη Εκκλησία είναι πορεία από τον θάνατο στη ζωή, από την δουλεία της φθοράς και των παθών στην ελευθερία της αφθαρσίας των τέκνων του Θεού. Γι’ αυτό και βρίσκεται στον αντίποδα και όλων των θρησκειών του κόσμου.

   Με την παρά πάνω πρόταση ο συγγραφέας εκφράζει την αντίληψη ότι όσο προοδεύουν οι επιστήμες, τόσο μαραζώνουν οι θρησκείες και φυσικά μαζί μ’ αυτές και η Ορθοδοξία. Επομένως τα δύο αυτά μεγέθη, θρησκεία και επιστήμη, Ορθοδοξία και επιστήμη, είναι ασυμβίβαστα μεταξύ των. Πρόκειται για το κλασικό μαρξιστικό επιχείρημα που κατά κόρον προπαγανδίστηκε τον περασμένο αιώνα στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπου κυριάρχησε ο υπαρκτός Σοσιαλισμός. Ότι δηλαδή η θρησκεία και η επιστήμη, έρχονται δήθεν σε αντίθεση μεταξύ τους και ότι η επιστήμη είναι ο μεγάλος και ισχυρός αντίπαλος του Χριστιανισμού. Η επιστήμη έγινε στα χέρια των αθέων μαρξιστών το κατ’ εξοχήν εργαλείο για την προώθηση της αθεϊστικής των ιδεολογίας. Φθάσανε μάλιστα στο σημείο στην λυσσώδη πολεμική τους εναντίον της Εκκλησίας, να αρνούνται, η και να διαστρέφουν επιστημονικές ανακαλύψεις, που κλόνιζαν το αθεϊστικό τους ιδεολόγημα και ευνοούσαν την πίστη σε δημιουργό Θεό. Θα αναφέρουμε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα, δανεισμένα από το σύγγραμμα του αείμνηστου συγγραφέως κ. Νκολάου Βασιλειάδη, με τίτλο: «Η χριστιανική πίστις εις τον αιώνα της επιστήμης», για να φανεί ότι ο πραγματικός αντίπαλος της επιστήμης υπήρξε όχι η χριστιανική πίστη, άλλα ο αθεϊσμός.

«Κατά τα πρώτα έτη μετά την Ρωσικήν Επανάστασιν του 1917, αι απόψεις του Αϊνστάϊν, του Μπορ, του Χάιζενμπεργκ και άλλων, ήνοιγαν νέους ορίζοντας δια τας φυσικάς επιστήμας. Ο νόμος της αιτιότητος … υφίστατο καίριον πλήγμα. Αντικαθίστατο από την αρχήν της αβεβαιότητος. Οι άθεοι μαρξισταί ανησύχησαν. Αι απόψεις αυταί, είπαν, ενθαρρύνουν τον… ιδεαλισμόν μεταξύ των φυσικών επιστημόνων. Δια τούτο η Ρωσική Ακαδημία των Επιστημών απέρριψε… την θεωρίαν της Σχετικότητος, όπως επίσης και την θεωρία των Κβάντα και τας θεωρίας των Μπορ και Χάιζενμπεργκ, τους οποίους εχαρακτήρισεν ως… «σκοταδιστές, εχθρούς της μαθήσεως και της επιστήμης, η μεταφυσικούς μπουρζουαζίας». «Την περίοδον του 1930 οι αστρονόμοι της Δύσεως κατέληξαν εις το συμπέρασμα, ότι το Σύμπαν διαστέλλεται. Αυτό εσήμαινε ότι το Σύμπαν δεν είναι άχρονον, υπήρξε εποχή κατά την οποίαν έλαβεν αρχήν.[…].Αλλ’ η άποψις αυτή της αστρονομίας ευνοούσε ιδιαιτέρως την ‘μεταφυσικήν των μπουρζουάδων’ και την θρησκείαν, όπως έλεγαν οι άθεοι μαρξισταί. Διότι εφ’ όσον το σύμπαν είχε αρχήν, ήτο φυσικόν να έχει και τέλος […]. Η θεωρία όμως αυτή δεν ήτο αρεστή εις τον άθεον κομμουνισμόν. Δια τούτο ο Σοβιετικός τύπος την επολέμησε με σφοδρότητα».  

    Η μέχρι σήμερα πορεία τόσο του Χριστιανισμού, όσο και της επιστήμης αποδεικνύουν πανηγυρικά, ότι η επιστημονική έρευνα δεν έρχεται σε καμιά απολύτως αντίθεση με το πνεύμα και την διδασκαλία του ευαγγελίου. Ήδη στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης διατυπώνεται από τον αιώνιο λόγο του Θεού, ότι η επιστήμη αποτελεί δώρο Θεού στον άνθρωπο: «Κύριος έδωκεν ανθρώποις επιστήμην ενδοξάζεσθαι εν τοις θαυμασίοις αυτού» (Σοφ.Σειρ.38,6). Εκφράζεται επίσης η εκτίμηση και ο σεβασμός προς το ιατρικό λειτούργημα: «Τίμα ιατρόν προς τας χρείας αυτού τιμαίς αυτού, και γαρ αυτόν έκτισε Κύριος» (Σοφ.Σειρ.38,1). Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει σε μια ομιλία του: «Έχω την γνώμη ότι έγινε παραδεκτό από όλους τους λογικούς ανθρώπους, ότι η παιδεία κατέχει την πρώτην θέσιν μεταξύ των ανθρωπίνων αγαθών, όχι μόνον δε αυτή η ιδική μας, η χριστιανική, και ευγενεστέρα […], αλλά και η εξωτερική, η μη χριστιανική, η εθνική […]. Δεν πρέπει δε να καταδικάζομεν την μη χριστιανικήν παιδείαν, την εξωτερική, την εθνική, επειδή αρέσει αυτό σε μερικούς» (Λογ.43,11, PG 36,508B, 509A). Πολλοί άγιοι της Εκκλησίας μας ήταν επιστήμονες με ευρύτατη μόρφωση, όπως ο Μέγας Βασίλειος, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής, ο άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και μάρτυς κ.α. Κατά τον διάσημο Γερμανό φυσικό Max Planck, οι δύο δρόμοι επιστήμης και θρησκείας προχωρούν παραλλήλως και συναντώνται εις το αχανές άπειρον, εις τον ίδιον σκοπόν.

      Στη συνέχεια διατυπώνει ένα απίστευτα ρηχό επιχείρημα: «Όταν αρρωσταίνω, πρώτα τρέχω στον γιατρό μου, που με θεωρεί παράγωγο της οργανικής χημείας, όχι στον ιερέα της ενορίας μου. Καταρρέει λοιπόν ως και μέσα μου η αλήθεια της θρησκευτικής κοσμοθεωρίας μου. Όταν οι θρησκείες δύουν ως κοσμοθεωρίες, συνεχίζουν να υπάρχουν ως χορηγοί ταυτότητας, μια λειτουργία που μοιράζονται με το έθνος, το κόμμα, την ποδοσφαιρική ομάδα»! Το να καταφεύγω στον γιατρό και κατ’ επέκταση στην επιστήμη και όχι στον ιερέα της ενορίας μου, αυτό με κανένα τρόπο δεν αποδεικνύει ότι η επιστήμη είναι ισχυρότερη από την πίστη και ότι αυτή μεν μπορεί να θεραπεύσει από ασθένειες, ενώ ο Θεός δια του ιερέως της ενορίας όχι. Η χριστιανική πίστη είναι ασυγκρίτως ισχυρότερη από την επιστήμη, διότι έχουμε πάμπολλες περιπτώσεις ανθρώπων, που έπασχαν από ανίατες ασθένειες, οι οποίοι αφού κατέφυγαν πρώτα στην επιστήμη της ιατρικής και δεν μπόρεσαν να θεραπευτούν, στη συνέχεια κατέφυγαν με θερμή πίστη στην Παναγία, η σε κάποιον άγιο, (όπως στον άγιο Ραφαήλ, τον άγιο Νεκτάριο κ.λ.π.) και θεραπεύθηκαν θαυματουργικά.

  Άστοχη και παιδαριώδης είναι επίσης η προσπάθεια του συγγραφέως να υποβιβάσει την Εκκλησία στο επίπεδο ενός σωματείου, ενός κόμματος η μιας ποδοσφαιρικής ομάδος. Ας μας απαντήσει ο κ. Φαρακλάς ποιό σωματείο, η ποιο κόμμα, η ποια ποδοσφαιρική ομάδα έχει να παρουσιάσει μια ιστορική πορεία 2000 ετών! Ποιό σωματείο, η ποιο κόμμα, άντεξε χωρίς να διαλυθεί μετά από μια πρωτοφανή πολεμική και έναν ανελέητο διωγμό, τον οποίον εξαπέλυσαν οι σκοτεινές δυνάμεις επί 2000 χρόνια τώρα εναντίον της Εκκλησίας. Και μόνο το γεγονός αυτό δείχνει ότι η Εκκλησία δεν είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, αλλά θεανθρώπινος οργανισμός.  

Συνεχίζοντας, φτάνει σε ακόμη μεγαλύτερες υπεραπλουστεύσεις. «Η θρησκεία, λένε, είναι ιδιωτική υπόθεση. Εννοούν ότι δεν είναι πολιτικό θέμα. Δεν μας αφορά ως πολίτες, μέλη της πολιτικής κοινότητας. Μας αφορά ως πιστούς, μέλη μιας κοινότητας πιστών. Η κοινότητα πιστών δεν συμπίπτει με την πολιτική κοινότητα. Ένας ορθόδοξος Βούλγαρος και ένας ορθόδοξος Έλληνας μάχονται ο ένας τον άλλο, καίτοι ανήκουν στην ίδια κοινότητα πιστών. Ένας ορθόδοξος Έλληνας και ένας εβραίος Έλληνας πολεμούν μαζί τους Βούλγαρους, γιατί είναι Έλληνες πολίτες, συμπατριώτες, καίτοι δεν ανήκουν στην ίδια κοινότητα πιστών»! Εδώ αγγίζει ένα άλλο πρόβλημα, το πρόβλημα του πολέμου και της βίας, προφανώς για αποδείξει, ότι η ενότητα των μελών του σώματος της Εκκλησίας δεν είναι αδιατάρακτη και αδιάσπαστη και ότι η ευαγγελική διδασκαλία της αγάπης προς τους εχθρούς σχετικοποιείται, η και καταργείται σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση του πολέμου.

    Κατ’ αρχήν ο πόλεμος και η βία είναι καρπός της αμαρτίας και της αποστασίας του ανθρώπου από τον Θεόν. Εάν όλοι οι άνθρωποι πίστευαν στο Χριστό και εφάρμοζαν το ευαγγέλιο, δεν θα υπήρχε πόλεμος και βία στη γη. Επειδή όμως δεν συμβαίνει αυτό και η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων απορρίπτει το ευαγγέλιο, αναγκάζεται η Εκκλησία να αντιμετωπίσει ένα αναπόφευκτο κακό, εφαρμόζοντας τους όρους της οικονομίας. Ενώ στο επίπεδο των προσωπικών σχέσεων καταδικάζει απόλυτα και κατηγορηματικά τη βία και τον φόνο, στο επίπεδο των θεσμών τηρεί διαλεκτική στάση. Δείχνει δηλαδή επιείκεια σε όσους μετείχαν σε πολέμους, αγωνιζόμενοι για το κοινό καλό. Ο Μέγας Αθανάσιος γράφει σχετικά: «Φονεύειν ουκ έξεστιν, αλλ’ εν πολέμοις αναιρείν τους αντιπάλους και έννομον και επαίνου άξιον. Ώστε το αυτό κατά τι μεν και κατά καιρόν ουκ έξεστι, κατά τι δε και ευκαίρως, αφίεται και συγκεχώρηται» (Επιστολή προς Αμμούν, PG 26,1173B). Ο Μέγας Βασίλειος στον 13ο Κανόνα του λέει ότι οι φόνοι που γίνονται στους πολέμους δεν καταλογίζονται ως φόνοι. Παράλληλα όμως σε όσους φονεύουν στον πόλεμο, επιβάλει τριετή αποχή από την Θεία κοινωνία. Σε ολόκληρη την βυζαντινή περίοδο, αλλά και αργότερα στην ιστορία του νεωτέρου Ελληνισμού, οι πόλεμοι δεν είχαν μόνο πολιτικό αλλά και θρησκευτικό χαρακτήρα. Αυτό συνέβαινε διότι οι εχθροί του κράτους ήταν και εχθροί της Εκκλησίας. Η αγάπη προς τους εχθρούς της Πατρίδος δεν αίρει την αγάπη μας προς αυτήν. Η συναδέλφωση των λαών, (πάντοτε εν τη Εκκλησία και δια της Εκκλησίας και ουδέποτε εκτός αυτής), την οποία επιδιώκει η Ορθοδοξία, δεν αναιρεί την έννοια των εθνικών ιδιαιτεροτήτων, διότι δεν λειτουργεί ισοπεδωτικά, όπως ο οδοστρωτήρας της σύγχρονης παγκοσμιοποιήσεως. Στην νεώτερη εθνική μας ιστορία στα μαύρα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς, η Ορθόδοξη πίστη, όχι απλά στήριξε το Έθνος μας, αλλά το διέσωσε από τον πλήρη αφανισμό. Τα περίφημα κείμενα του απελευθερωτικού αγώνος και των Εθνικών Συνελεύσεων, θέτουν ως το κυριότερο στοιχείο της εθνικής μας ταυτότητας, την πίστη στο Χριστό, κάτι το οποίο μαρτυρεί τον κυρίαρχο ρόλο της Εκκλησίας στην εθνική μας παλιγγενεσία.

   Στη συνέχεια προσπαθεί να «μπει» στο «βαθύτερο πνεύμα» της Εκκλησίας, το οποίο μόνον ο ίδιος κατανοεί και στηρίζεται στη λογική. Τονίζει: «Λογικά, η ίδια η Εκκλησία θα έπρεπε να απαιτεί τον χωρισμό κράτους και Εκκλησίας, μαθημάτων και κατήχησης, θρησκευτικών εορτών και εθνικών επετείων, πολιτικού γάμου και θρησκευτικού κ.ο.κ. Λογικά θα έπρεπε, για θρησκευτικούς λόγους, να απαιτεί να μη γίνονται αγιασμοί στα πλοία, τα σχολεία, τα στρατόπεδα, τα νοσοκομεία...». Προφανώς και εδώ κάνει ένα τραγικό λάθος. Λησμονεί ότι η ελληνική κοινωνία απαρτίζεται από «ιδιώτες», οι οποίοι απαιτούν να ζουν σύμφωνα με τις δικές τους ιδιαιτερότητες. Εν προκειμένω η ελληνική Πολιτεία απαρτίζεται, κατά 97% από Ορθοδόξους Χριστιανούς, οι οποίοι, εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους προς αυτήν, απαιτούν όμως να είναι και ο δημόσιος βίος τους έκφραση της Ορθοδόξου πίστεώς τους, η οποία δεν είναι μόνον «αναφορά στο Θεό», αλλά βίωμα και τρόπος ζωής. Οι Ορθόδοξοι Έλληνες δεν δέχονται να διαχωρίζεται ο ιδιωτικός βίος από το δημόσιο βίο τους, κάτι το οποίο φαίνεται και στο Σύνταγμα της χώρας, το οποίο αρχίζει με την επίκληση της Αγίας Τριάδος. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι καταπατούνται τα δικαιώματα των μειονοτήτων, τα οποία γίνονται μεν σεβαστά, χωρίς όμως να φτάνουμε στο άλλο άκρο, να επιβάλλονται οι μειονότητες στη συντριπτική πλειοψηφία των Ορθοδόξων Ελλήνων. 

     Τέλος καταλήγει: «Όσοι χριστιανοί το κάνουν αυτό στηρίζουν την προωθούμενη από το υπουργείο Παιδείας μεταρρύθμιση του μαθήματος των Θρησκευτικών. Με τη μεταρρύθμιση συμφωνούν βέβαια και οι άθεοι. Ίσως φανεί περίεργο που αυτοί οι χριστιανοί συμφωνούν με τους άθεους. Δεν είναι. Η κοινότητα των πιστών δεν έχει ανάγκη να ορίζεται με βάση τη σχέση εχθρού και φίλου. Ίσως επειδή ακριβώς δεν είναι εθνική κοινότητα».Οι θεωρούμενοι από το συντάκτη ως «Χριστιανοί», οι οποίοι στηρίζουν την μετατροπή του μαθήματος των Θρησκευτικών σε γνωσιολογικό μάθημα των θρησκειών, δε μπορούν να θεωρηθούν καν ως Χριστιανοί, διότι καταφρονούν τη ρητή εντολή του Χριστού: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη …διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν» (Ματθ.28,19-20). Σχετικά με τον χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών θα περιοριστούμε να μνημονεύσουμε την συντριπτική και ομολογουμένως ακαταμάχητη επιχειρηματολογία του Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ, στην ιστορική επιστολή του προς τον πρωθυπουργό κ. Α. Τσίπρα, στην οποία αποδεικνύει την ρατσιστική κακομεταχείριση της Μητέρας του Γένους Ορθόδοξης Εκκλησίας, και την προνομιακή μεταχείριση στην εκπαίδευση των Παπικών, των Εβραίων και των Μουσουλμάνων, όπως επιθυμούν οι διευθύνοντες τα του Οικουμενισμού.

    Κλείνοντας, τονίζουμε ότι, εις πείσμα των χριστιανομάχων, η Εκκλησία θα παραμένει ακατάλυτη στους αιώνες, σύμφωνα με τη διαβεβαίωση του Χριστού: «Και πύλαι Άδου ου κατασχύσουσιν αυτής» (Ματθ.16,18), όσο και αν πολεμείται από τους ποικιλώνυμους εχθρούς της. Όπως πολύ ωραία παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος: «Αν δεν πιστεύεις στα λόγια, πίστευε στα πράγματα. Πόσοι τύραννοι θέλησαν να νικήσουν την Εκκλησία; Πόσα τηγάνια; πόσα καμίνια, δόντια θηρίων, ξίφη ακονισμένα; Όμως δεν την νίκησαν. Που είναι εκείνοι, που την πολέμησαν; Έχουν σιγήσει και παραδόθηκαν στην λήθη. Και που είναι η Εκκλησία; Λάμπει περισσότερο από τον ήλιο. Τα δικά τους σβήστηκαν, τα δικά της είναι αθάνατα. Αν όταν ήταν λίγοι δεν νικήθηκαν, τώρα που η οικουμένη γέμισε ευσέβεια, πως μπορείς να την νικήσεις;» («Μάταιος ο πόλεμος κατά της Εκκλησίας», μετ. Σπ. Μουστάκα, ΕΠΕ 33 σ. 387-9)! Η Ορθοδοξία μας είχε, έχει και θα έχει τον πρωτεύοντα λόγο και ρόλο στη ζωή μας, και στην Ορθόδοξη Ελλάδα μας!

 

 

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών

 

 

 

 

Σύζευξη Ελληνισμού και Χριστιανισμού, π. Γεώργιος Μεταλληνός


Ο ΠΑΠΑΣ ΠΗΓΕ «ΓΙΑ ΜΑΛΛΙ» ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ, ΑΛΛΑ ΑΠ’ ΟΤΙ ΦΑΙΝΕΤΑΙ, ΕΦΥΓΕ…«ΚΟΥΡΕΜΕΝΟΣ».


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

 

Εν Πειραιεί τη 10η Οκτωβρίου 2016.

 

Ο ΠΑΠΑΣ ΠΗΓΕ «ΓΙΑ ΜΑΛΛΙ» ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ, ΑΛΛΑ ΑΠ’ ΟΤΙ ΦΑΙΝΕΤΑΙ, ΕΦΥΓΕ…«ΚΟΥΡΕΜΕΝΟΣ».

 

    Με μεγάλη ανακούφιση και ικανοποίησηπληροφορηθήκαμε από τα ΜΜΕ ότι το νέο ταξίδι του Πάπα Φραγκίσκου,αυτή τη φορά σε μια παραδοσιακά Ορθόδοξη χώρα, την Γεωργία, που πραγματοποιήθηκε λίγες ημέρες μετά την Διαθρησκειακή Συνάντηση της Ασίζης,(30.9-2.10.16), ευτυχώς δεν είχε τα αναμενόμενα για τους παπικούς αποτελέσματα. Μάλλον κατέληξε σε τραγική αποτυχία, δεδομένου ότι περιορίστηκε σε εθιμοτυπικές συναντήσεις και φιλοφρονήσεις με εκατέρωθεν προσφωνήσεις μεταξύ του Πατριάρχου Γεωργίας και του Πάπα. Ο Πάπας και η συνοδεία του προσδοκούσαν πολλά περισσότερα από την επίσκεψη αυτή, αλλά φαίνεται ότι έφυγαν με άδεια χέρια. Εδώ επαληθεύεται η λαϊκή παροιμία: «πήγε για μαλλί, αλλά έφυγε …κουρεμένος». Τώρα πως συμβαίνει να έφυγε «κουρεμένος» ο Πάπας, αφού έτσι και αλλιώς είναι φαλακρός, αυτό είναι άλλο θέμα! Μπορούμε δε να πούμε ότι η αποτυχία του αυτή εν πολλοίς οφείλεται στη σθεναρή αντίδραση του κλήρου και του πιστού λαού της Γεωργίας.

   Δεν είχαμε συμπροσευχές, ούτε κοινές διακηρύξεις των δύο θρησκευτικών ηγετών. Δεν επαναλήφθηκαν όλα εκείνα τα αξιοθρήνητα που είδαμε πριν μερικά χρόνια κατά την επίσκεψη του Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ΄ στο Φανάρι το 2006.Να υποδέχεται δηλαδή ο Πατριάρχηςτον αιρεσιάρχη Πάπα με την προσφώνηση «ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου», να τον ανεβάζει σε υψηλό θρόνο, να τον ασπάζεται στο «αγαπήσωμεν αλλήλους», να του δίδει την άδεια να απαγγείλει το «Πάτερ ημών» και να ευλογήσει τον λαό και τέλος να δέχεται να του ψάλλουν «Πολυχρόνιον» και άλλα τροπάρια όπως το παρακάτω: «Κωνσταντίνου η Πόλις Πρωτοκλήτου λυχνία τε άγει εορτήν λαμπροφόρον, δεχομένην τον πρόεδρον Ρωμαίων Εκκλησίας της σεπτής….». Δεν είχαμε επίσης χειροφιλήματα στον Πάπα από τους κληρικούς του Πατριαρχείου, όπως με θλίψη παρακολουθήσαμε προ ημερών στην Συνάντηση της Ασίζης. Στην υπαίθρια, σε στάδιο ποδοσφαίρου, παπική «λειτουργία», συμμετείχαν μόλις 3000 παπικοί, ενώ  δεν παρέστη κανένας ορθόδοξος κληρικός.

   Από πρόσφατη δημοσίευση στο διαδίκτυο με τίτλο: «Ο Πατριάρχης Γεωργίας Ηλίας Β΄ προς τον Πάπα Φραγκίσκο: ‘Μόνο η αληθινή πίστη και η αληθινή αγάπη θα ανοίξει το δρόμο προς την ενότητα’» (των πρωτοπρεσβυτέρων π. Πέτρου Χιρς και π. Αναστασίου Γκοτσόπουλου) πληροφορηθήκαμε ότι ο Πατριάρχης κατά την προσφώνησή του είπε με ιδιαίτερη έμφαση στον πάπα: «Μόνο η αληθινή πίστη και η αληθινή αγάπη θα ανοίξει το δρόμο προς την ενότητα». Επίσης, λίγο νωρίτερα πάλι τόνισε: «Η αληθινή πίστη, ταπείνωση, μετάνοια και η φιλανθρωπία συνθέτουν το συντομότερο δρόμο προς τη σωτηρία». Κατά την ταπεινή μας γνώμη η απάντηση του Πατριάρχου είναι μεν ορθή, αλλά είναι και ελλιπής. Διότι αφήνει μετέωρο και αναπάντητο το ερώτημα, το οποίο εύλογα θα μπορούσε να θέσει ο Πάπας στον Πατριάρχη: Και που βρίσκεται η αληθινή πίστη; Στην Ορθοδοξία, στον Παπισμό, ή κάπου αλλού; Έπρεπε λοιπόν να δώσει απάντηση στο παρά πάνω ερώτημα και να διακηρύξει σαφέστατα, απροκάλυπτα και χωρίς περιστροφές, ότι «η αληθινή πίστη» βρίσκεται μόνο στην Ορθοδοξία. Ότι ο Παπισμός έχει εισαγάγει πλήθος αιρετικών διδασκαλιών στην μακραίωνη ιστορική πορεία του και ότι επομένως βρίσκεται έξω από την Μία, Αγία, Καθολική, και Αποστολική, ΟρθόδοξηΕκκλησία. Και στη συνέχεια να τον προσκαλέσει σε μετάνοια και επιστροφή στην Ορθοδοξία. Μια τέτοια απάντηση θα ήταν μια αληθινά ομολογιακή απάντηση και τότε ο Πατριάρχης θα ήταν όντως αληθινός μιμητής των αγίων Πατέρων.

Δεν είναι δύσκολο να συμπεράνει κανείς,ποιοί μπορεί να ήταν οι στόχοι και οι επιδιώξεις του ρωμαίου ποντίφικακατά την επίσκεψή του στην μακρινή αυτή χώρα του Καυκάσου, στην οποία οι παπικοί δεν ξεπερνούν το 3% του πληθυσμού, και η οποία βρίσκεται στο περιθώριο των διεθνών πολιτικών εξελίξεων και εκκλησιαστικών δρωμένων.  Η επίσκεψη αυτή, κατά την ταπεινή μας γνώμη, δεν είναι καθόλου άσχετη με το γεγονός ότι η Εκκλησία της Γεωργίας είναι μια από τις τέσσερις Εκκλησίες, που δεν συμμετείχαν στην «Σύνοδο» της Κρήτης. Όπως έχουμε σχολιάσει σε παλαιότερες ανακοινώσεις μας, η «Σύνοδος» αυτή εναρμονίστηκε πλήρως με τις αποφάσεις της Β΄ Βατικανής Συνόδου. Γι’ αυτό άλλωστε πανηγύρισε ο Πάπας, όταν πληροφορήθηκε τις αποφάσεις της. Οπωσδήποτε όμως η χαρά του αυτή μετριάστηκε σημαντικά, όταν έμαθε την μη συμμετοχή των τεσσάρων Εκκλησιών.

   Αλλά δεν ήταν μόνον η μη συμμετοχή της Γεωργιανής Εκκλησίας στη «Σύνοδο» της Κρήτης, που στεναχώρησε σφόδρα τον Πάπα. Ήταν και το γεγονός ότι οι Γεωργιανοί εξέφρασαν αντιρρήσεις και τελικά απέρριψαν το κείμενο με τίτλο: «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», το οποίο νομιμοποιεί συνοδικά, αντί να καταδικάσει, τον Οικουμενισμό. Οι Γεωργιανοί με την απόρριψη αυτή ουσιαστικά δεν δέχονται τον όρο «Εκκλησία» στους αιρετικούς παπικούς.

     Άλλη μια παράμετρος που προσδιορίζειτην επίσκεψη αυτή και έχει οπωσδήποτε άμεση σχέση μ’ αυτήν, είναι το γεγονός ότι εντός των προσεχών ημερών αναμένεται η εν λόγω Εκκλησία να πάρει επίσημη συνοδική απόφαση κατόπιν συνοδικής μελέτης των οκτώ συνοδικών κειμένων, που παρήγαγε η «Σύνοδος» της Κρήτης. Το πλέον πιθανόν είναι, ότι δεν θα εγκρίνει τα εν λόγω κείμενα, ή τουλάχιστοντο επίμαχο κείμενο με τίτλο: «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», και δεν θα αναγνωρίσει πανορθόδοξο κύρος στις αποφάσεις της. Θα την θεωρήσει ως μία προσυνοδική διάσκεψη και τίποτε περισσότερο. Και αυτό βέβαια είναι κάτι που θα αποτελέσει ισχυρό πλήγμα για τους παπικούς.

    Μια τρίτη παράμετρος που μπορεί να έπαιξε κάποιο ρόλο στην επίσκεψη αυτή του Πάπα, είναι η πρόσφατη επίσκεψη στη Γεωργία τον περασμένο Ιούλιο μιας εξαμελούς αντιπροσωπείας από την «Σύναξη Κληρικών και Μοναχών», μεταξύ των οποίων ο π. Θεόδωρος Ζήσης, ομ. Καθηγητής του Α.Π.Θ. και ο κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, Καθηγητής του Α.Π.Θ. Ως γνωστόν η παρά πάνω αντιπροσωπεία έτυχε θερμής υποδοχής από τον Πατριάρχη, τον κλήρο και τον πιστό λαό της Γεωργίας. Οι δε συζητήσεις μεταξύ αυτών και της αντιπροσωπείας είχαν καρποφόρα αποτελέσματα. Όλα αυτά βέβαια ελύπησαν σφόδρα τόσο το Φανάρι, όσο και τον Πάπα.

    Τέλος δεν θα πρέπει να ξεχνούμε ότι η Εκκλησία της Γεωργίας από το 1983 έπαυσε να είναι μέλος του Π.Σ.Ε., (κάτι το οποίο βέβαια δεν είναι αρεστό ούτε στο Φανάρι, ούτε στο Βατικανό), παρά το γεγονός ότι δέχθηκε  και εξακολουθεί να δέχεται μέχρι σήμερα ισχυρές πιέσεις από πολιτικούς και εκκλησιαστικούς παράγοντες, να επανέλθει σ’ αυτό. Ως εκ τούτου δεν συμμετέχει στα οικουμενιστικά δρώμενα των άλλων τοπικών Εκκλησιών και αποτελεί, (μαζί με την Εκκλησία της Βουλγαρίας, που και αυτή δεν συμμετέχει στο Π.Σ.Ε.) ένα ισχυρό φραγμό στον οικουμενιστικό κατήφορο. Σύμφωνα με πρόσφατο ανακοινωθέν του Πατριαρχείου Γεωργίας: «Η Εκκλησία της Γεωργίας έχει κρατήσει αυστηρή στάση σε θέματα οικουμενισμού, αφού διέκοψε την συμμετοχή της στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών από το 1983 και επίσης απείχε από την πρόσφατη πανορθόδοξη συνάντηση στην Κρήτη, διατυπώνοντας μάλιστα κριτική επί των εγγράφων της συναντήσεως, ως και επί της κοινής δήλωσης που προέκυψε από την πρόσφατη συνάντηση μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών στο Chieti της Ιταλίας» (28.9.16). 

     Έχοντας λοιπόν ο Πάπας όλα αυτά τα αρνητικά δεδομένα, ήρθε στην Γεωργία προφανώς για να βολιδοσκοπήσει πώς μπορεί να προσεγγίσει την Εκκλησία αυτή και πώς μπορεί να απλώσει γέφυρες επικοινωνίας και διαλόγου προς όφελος του Βατικανού. Πως θα μπορούσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Πατριάρχου και των επισκόπων, ώστε να δεχθούν μια οικουμενιστικού τύπου Εκκλησιολογία, όπως αυτή εκφράζεται στην βαπτισματική «θεολογία» της Β΄ Βατικανής Ψευδοσυνόδου.

Αλλά δόξα τω Θεώ! Η Εκκλησία της Γεωργίας με αφορμή την επίσκεψη του Πάπα απέδειξε, ότι αγρυπνεί απέναντι στον προβατόσχημο λύκο του  Βατικανού. Ότι αποτελεί ένα ισχυρό προπύργιο της Ορθοδοξίας, ένα από τα τελευταία, που εξακολουθούν να αντιστέκονται στη λαίλαπα του Οικουμενισμού.

 

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών