Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Λειτουργική απορία περί των Λειτουργικών (Θεία Λειτουργία του Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου)

 Νικόλαος Γεωργαντώνης
θεολόγος - ιεροψάλτης


Μια ένδειξή στο ότι τα λειτουργικά δεν τα έψαλλα και ότι τα έλεγαν σε μέλος σαν τον Απόστολο. Αυτά είναι τα λεγόμενα "Παραδοσιακά Λειτουργικά".

Εδώ το απόσπασμα που θα προσπαθίσω σύντομα θα γράψω κάτι παραπάνω προς καλύτερα κατανόηση όλων μας.

"Εν τη λειτουργία του Χρυσοστόμου, τα λειτουργικά ου ψάλλονται, αλλ'απαγγέλονται εις τον ήχον των εκφωνήσεων κατά το ύφος του Αποστόλου, πλήν μόνον του 'Αγαπήσω σε Κύριε...', όπερ ψάλλεται εις ήχον βαρύν ή β' [προσ. σημ. Το 'Αγαπήσω σε...' λέγεται μόνο σε συλλείτουργο, δηλαδή 2+ ιερείς]" (Τυπικό π. Γεωργίου Ρήγα, σελ. 128)

Να προσθέσω ότι δεν είμαι εναντίον των λειτουργικών που έχουν γραφτεί στους ήχους αλλά μην ξεχνάμε την πηγή και να μην λέμε (όχι όλοι) ότι δεν υπάρχουν τα παραδοσιακά. Δεν είναι καινό φαινόμενο αλλά κάτι μέσα από την αρχαιότερη παράδοση μας.

Συν Θεώ, θα προσπαθίσω να φέρω περισσότερα θέματα τυπικού και λειτουργικής ζωής στο προσκύνιο έτσι ώστε να μπορούμε όλοι μας να μάθουμε τι γίνεται μέσα στην Εκκλησία.


Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΝ ΦΘΕΙΡΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΘΕΝΙΑ ΤΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΑΓΙΟΣ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΙΕΡΕΑΣ

Ἱερεύς τις ἦτον εἰς τήν ἐπαρχίαν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καθαρός καί χρήσιμος, ὁ δέ παμπόνηρος διάβολος, ὅπου φθονεῖ πάντοτε τούς δούλους τοῦ Θεοῦ, τί ποιεῖ; Ἦτο τόν καιρόν ἐκεῖνον σιμά εἰς τό σπῆτι τοῦ Ἱερέως μία γυνή μοιχαλίς, καί ὅλως διόλου εἰς τήν διαβολικήν ἀγάπην τῆς μοιχείας παραδεδομένη καί τί ποιεῖ; Παρακινεῖ αὐτήν ὁ διάβολος εἰς ἔρωτα, νά κάμνη αἰσχράν μίξιν μέ τόν δοῦλο τοῦ Θεοῦ τόν Ἱερέα ἐκεῖνον, καί πολύν καιρόν ἐπείραξεν αὐτόν, ὁ δέ Ἱερεύς, ὅταν εἶδεν αὐτήν παντελῶς νικημένην ὑπό τοῦ διαβόλου, φοβούμενος τόν Θεόν, δέν ἔστερξε ποτέ νά συντύχη μέ ἐκείνην. 

Καί ὅταν εἶδεν μισόκαλος διάβολος τήν ὑπομονήν τοῦ Ἱερέως τί ποιεῖ;  ἔφθασεν ἡ Ἑορτή τῶν Γενεθλίων τοῦ Χριστοῦ καί ἕνας χριστιανός καλέσας αὐτόν εἰς τήν τράπεζάν του, νά τόν φιλεύση, ὁ Ἱερεύς ἔπιεν οἶνον πολύν, καί ἐμέθυσε παραπολύ.  Ὅταν ἐπέρασε πολλή νύκτα, ἐσηκώθη ὁ Ἱερεύς καί ὑπῆγεν σπῆτι του καί ὅταν ἔφθασεν ἔκρουσε τήν θύραν καί δέν ἤκουσε τινάς, διότι ἡ πρεσβυτέρα του ἔτυχε τότε καί ἐκοιμάτο βαρέως, ἡ δέ πονηρά ἐκείνη μοιχαλίς γυνή, ὡς ἤκουσεν αὐτόν ἐχάρη παραπολύ. 

Ὁ δέ Ἱερεύς, ἐπειδή ἦτον πολύ μεθυσμένος, ἔπεσεν ἐμπρός εἰς τήν θύραν τοῦ σπιτιοῦ του, καί ἐκοιμήθη.  Τότε ἐκείνη ἡ κακότροπος γυνή ἦλθε, καί ἔπεσε σιμά εἰς αὐτόν, καί αὐτός, ἀπό τήν πολλήν μέθην, ἐνομισεν ὅτι εἶναι ἡ πρεσβυτέρα του, καί ἐποίησεν (ἀλοίμονον) τήν πονηράν ἐκείνην πράξιν τῆς ἁμαρτίας

Μετά δέ ταῦτα ἐλησμόνησε τήν τόσην μεγίστην ἁμαρτίαν καί ἀφ΄ οὗ ἐπέρασαν ἡμέραις, ὑπῆγε νά λειτουργήση, καί ἐκεῖ ὅπου ἐλειτούργει μέσα εἰς τό ἅγιον Θυσιαστήριον (ὤ τοῦ θαύματος) τόν εἶδεν ἡ πρεσβυτέρα του ὡσάν ἀράπην μαῦρον, διότι προτήτερα ὅταν ἐλειτούργει, τόν ἔβλεπεν ὅπου ἔλαμπεν σάν τόν ἥλιον

Λοιπόν ἡ πρεσβυτέρα αὐτοῦ ὅταν εἶδε τό τοιοῦτον μυστήριον, ἔλεγε μετά κλαυθμοῦ ἀλοίμονον, τί ἔπαθα ἡ ταλαίπωρος; τίς ἐξηπάτησε τόν ἄνδρα μου, καί δέν εἶναι δεκτός μέσα εἰς τόν Θεῖον Ναόν, ἐσιώπησεν ὅμως ἕως οὗ ἐτελείωσε τήν Θείαν Λειτουργίαν. Καί ἀφοῦ ἐτελείωσε καί ὑπῆγαν εἰς τό σπῆτι τους, λεγει πρός αὐτόν μετά δακρύων.

- Ἀλοίμονον εἰς ἐσένα, ἀλοίμονον, ποῖος ἤσουν πρῶτα, καί πῶς κατήντησες τώρα.  Ἀλοίμονον καί εἰς ἐμένα, διότι πρῶτα ἤσουν Ἄγγελος, τώρα ἔγινες διάβολος

Λέγει της ὁ Ἱερεύς. 

Τί λέγεις, ὦ ταλαίπωρη; πόθεν μέ γνωρίζεις ὅτι ἤμην Ἄγγελος, καί τώρα ἔγεινα διάβολος; 

Λέγει του ἡ πρεσβυτέρα:

- ὅταν ἐλειτούργεις προτήτερα, εἶχες χάριν ἐκ Θεοῦ, καί ἔλαμπε τό πρόσωπόν σου ὡσάν τόν ἥλιον, τώρα δέ ἐλειτούργεις, καί ἐστεκόσουν μέσα εἰς τόν ναόν ὡσάν ἀράπης

Τότε, ὁ Ἱερεύς μόλις ἐκατανόησε κί ἐνθυμήθη, ὅτι μή θέλων ἔκαμε τήν ἁμαρτίαν, ἐπειδή καί ἐκείνη ἡ κακότροπος γυνή τό ἔλεγε φανερά εἰς ὅλην τήν χώραν.

Τότε ὁ Ἱερεύς ἔλαβε τήν Πρεσβυτέραν του, καί ὑπῆγαν εἰς τόν Μέγαν Βασίλειον καί ἐξωμολογήθηκαν καί ὁ Ἅγιος θέλοντας νά τούς θεραπεύση, τούς ἐκανόνισε νά κάμουν ἕνα χρόνον ξηροφαγίαν καί μετανοίας χιλίας πᾶσαν ἑσπέραν.

Τότε λέγει πρός αὐτούς, σύρετε, Τέκνα μου, καί ὅταν σωθῆ ὁ χρόνος, πάλιν νά ἐλθῆτε ἐδῶ, διά νά σοῦ συγχωρήσω νά λειτουργῆς.  Καί ὡσάν ἦλθεν ὁ χρόνος ὑπῆγεν ὁ Ἱερεύς μετά τῆς συζύγου αὐτοῦ εἰς τόν Μέγαν Βασίλειον καί πάλιν ὁ Ἅγιος, ὡς καλός Πατήρ καί διδάσκαλος ἐνουθέτησεν αὐτούς, καί τούς ἐπαρακάλεσε πολλά, νά κάμουν τόν αὐτόν κανόνα καί ἄλλον ἕνα χρόνον ἀκόμη.  Καί αὐτοί πάλιν ἐδέχθησαν τόν λόγον τοῦ Ἁγίου μετά χαρᾶς, καί ὑπῆγαν. 

Καί ὡσάν ἐτελείωσαν καί ἐκεῖνον τόν χρόνον, ἦλθον πάλιν εἰς τόν Ἅγιον καί αὐτός μετά χαρᾶς τούς ἐδέχθη καί μέ πολλαῖς διδαχαῖς καί νουθεσίας τούς ἐπαρακάλεσε νά κάμνουν καί ἄλλον χρόνον
Καί ὡσάν ἐτελείωσαν καί ἐκεῖνον τόν χρόνον καί ἔγειναν τρεῖς χρόνοι, πάλιν ἦλθον εἰς τόν Ἅγιον, και ἔτυχε τήν ἡμέραν ἐκείνην, καί ἀπέθανεν ἕνας χριστιανός σιμά εἰς τήν Μητρόπολιν.  Ἦτον δέ μέγας ὁ Ἄρχων ἐκεῖνος, καί ἔκραξε καί τόν Μέγαν Βασίλειον μέ τούς κληρικούς του ὅλους ὁ δέ Ἅγιος ἔκραξε καί τοῦτον τόν Ἱερέα, τόν ποτέ ἀνάξιον, καί λέγει του:

-    σύρε, ὦ ἀδελφέ, καί λάβε καί σύ τό Ἐπιτραχήλιόν σου καί ἔλα εἰς τόν νεκρόν.  

πῆγε λοιπόν, καί ἐπῆρε τό Ἐπιτραχήλιόν του, καθώς τοῦ εἶπε ὁ  Ἅγιος, καί ὑπῆγε καί ηὗρε τούς Ἱερεῖς, ὅπου ἔψαλλαν τό λείψανον.  Καί πρῶτον μέν ὁ Ἀρχιερεύς εἶπε τήν εὐχήν ἐπάνω εἰς τό λείψανον, εἶτα, οἱ έπίλοιποι αὐτός δέ ὁ Ἱερεύς ἐφοβεῖτο διά τήν ἀναξιότητά του, καί ὅτι ὑπῆρχε καί ἐξ’ εὐτελοῦς Χωρίου, ἀπορρίψας ὅμως πάντα φόβον, ὑπῆγε καί αὐτός σιμά εἰς τόν νεκρόν καί λαβών τό θυμιατόν ἤρχισεν νά λέγη τήν εὐχήν

Καί ὦ τοῦ θαύματος, ὅταν εἶπεν Ὅτι σύ εἶ ἡ Ἀνάστασις, καί τά λοιπά τῆς εὐχῆς, εὐθέως ἀνέστη ὁ νεκρός, καί ἐκάθισε, καί ὅλοι ἄρχισαν καί ἔλεγαν, τό Κύριε ἐλέησον, καί ἐδόξασαν τόν Θεόν, ὅπου δίδει τοιαύτην ἐξουσίαν τοῖς ἀνθρώποις. 

Ἄνθρωπος, ὅπου ἦτον ἀκόμη εἰς τήν ἁμαρτίαν, νά ἀναστήση νεκρόν;  Δόξα τῆ αὐτοῦ φιλανθρωπία καί εὐσπλαχνία.  Ἀφ’ οὗ δέ ἐκάθισεν ὁ νεκρός λέγει μεγαλοφώνως καί μετά παρρησίας μεγάλης πρός τόν Ἱερέα. 

-  Τί οὖν ὦ Ἱερεύ; εἰ καί νεκρόν μέ ἀνέστησες, ἀλλά δέν εἶναι βολετόν νά λειτουργήσης, ούδέ νά ἐπιχειρησθῆς πλέον τά Θεία Μυστήρια, διότι ἐάν καί μέ ἀνέστησες, ἀλλά διά τόν πολύν μόχθον καί κόπον, καί ταῖς νηστείαις, καί ταῖς προσευχαῖς, καί ταῖς ξηροφαγίαις καί ἀγρυπνίαις, ὅπου ἐποίησας τούς τρεῖς χρόνους, παρακαλῶντας τόν Θεόν, διά τοῦτο δέν παρεῖδεν ὁ Κύριος, τήν δέησίν σου.  

Τότε ὁ ταπεινός ἐκεῖνος Ἱερεύς, λαβών την ἀπόφασιν, ἐπορεύθη εἰς τόν οἶκον αὐτοῦ, χαίρων καί εὐλογῶν τόν Θεόν.

Βλέπετε, ἀδελφοί, πῶς ἐάν τις φθείρη τήν παρθενίαν του, δέν ἡμπορεῖ νά ἱερωθῆ, νά λειτουργῆ; νά γένη Ἅγιος καί θαυματουργός δύναται, ἀλλά εἰς τόν βαθμόν τῆς Ἱερωσύνης δέν ἡμπορή νά ἔλθη.  Λοιπόν, ἀδελφοί, ἄς φύγωμεν τήν μέθην, ὅτι ἡ μέθη ἐποίησε τήν ἁμαρτίαν τοῦ Ἱερέως, καί ἄλλους πολλούς ἔκαμεν ἡ μέθη, καί ὄχι μόνον ἐποίησε ἁμαρτίαν, ἀλλά καί ἄλλα μύρια κακά ἔκαμαν, ὅπου δέν ἔχουν ἀριθμόν.  Διά τοῦτο, Ἀδελφοί, ὅσοι ἐμίαναν τόν βαθμόν τῆς Ἱερωσύνης, διά τῆς μέθης, ἤ διά ἑτέρου πάθους, ἄς παύσουν τῆς Λειτουργίας, διά νά μή πέσουν εἰς πάθη ἀτιμίας, καί ἐμπαίξωσιν αὐτούς οἱ δαίμονες, καθώς καί τινες ἔπαθον.  Καί ὄχι μόνον ἐδῶ παραδίδονται τῶ σατανᾶ, ἀλλά καί ἐκεῖ ἐν τῆ μελλούση διαγωγῆ θέλουν ἀκούσει, ἄπελθε ἀπ’ ἑμοῦ, λέγω σοι οὐκ οἶδασε καί ἀπελεύσεται εἰς τόν τόπον τῆς βασάνου.  Ταῦτα ἡμεῖς, Ἀδελφοί, ἀκούοντες, ἄς ποιήσωμεν ἀγαθά, ἵνα ἀξιωθῶμεν τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ τῶ Κυρίω ἡμῶν, ὧ ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.


Η δακτυλογράφηση του κειμένου έγινε από την Πρεσβυτέρα Μαρία Σ. για το Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
  • Πηγή το βιβλίο: Μαργαρίται.: Ήτοι λόγοι διάφοροι του εν αγίοις πατρός ημών Ιωάννου, αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, του Χρυσοστόμου, Και ετέρων Αγίων Πατέρων, παρά Διαφόρων Διδασκάλων πεζευθέντες εις απλήν γλώσσαν, προς κοινήν των ευσεβών και ορθοδόξων Χριστιανών ωφέλειαν / Συλλεχθέτες Παρά του οσιωτάτου εν Μοναχοίς, Κυρίου, Παχωμίου του εκ της Πόλεως Τουρνάβου, ήτοι εκ της Μητροπόλεως Λαρίσσης, του εν τω Αγίω Όρει μονάζοντος. Νυν δε μετ' επιμελείας μετατυπωθέντες. (1675) Διαβάστε ολόκληρο το βιβλίο στην ΑΝΕΜΗ


Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον      www.egolpion.com

Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ

Ἦταν ἀρχικὰ εἰδωλολάτρης καὶ ὀνομαζόταν Πλακίδας. Ἦταν ἀρχιστράτηγος στὸ ρωμαϊκὸ στρατὸ ἐπὶ αὐτοκρατορίας Τραϊανοῦ.

Ὅταν ὁ Χριστὸς παρουσιάσθηκε μπροστὰ του μιὰ μέρα στὸ δάσος μὲ τὴν μορφὴ ἐλαφιοῦ, ὁ Εὐστάθιος πίστεψε καὶ βαπτίσθηκε μαζὶ μὲ τὴν σύζυγό του Θεοπίστη καὶ τὰ παιδιὰ τους, Ἀγάπιο καὶ Θεόπιστο.

Μόλις πληροφορήθηκε ὁ αὐτοκράτορας ὅτι ὁ ἀξιωματικός του ἔγινε χριστιανός, τὸν ἀπέμπεψε ἀπὸ τὸ στρατὸ καὶ τὸν ἐξόρισε μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του. Μάλιστα, στὸν δρόμο γιὰ τὴν ἐξορία ὁ Εὐστάθιος χωρίσθηκε ἀπὸ τὴν σύζυγό του καὶ τὰ παιδιά του.

Ἔπειτα ἀπὸ κάποια χρόνια, ὁ Τραϊανὸς χρειάσθηκε ξανὰ τὴν πολύτιμη προσφορὰ τοῦ Εὐσταθίου καὶ τὸν ἀνακάλεσε στὸ στράτευμά του. Οἱ πολεμικὲς ἱκανότητες τοῦ Ἁγίου χάρισαν στὸν αὐτοκράτορα μεγάλες νίκες. Μάλιστα ὁ Εὐστάθιος σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐκστρατεῖες του βρῆκε ξανὰ τὴν οἰκογένειά του, ἡ ὁποία ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια εἶχε περάσει πολλὲς κακουχίες.

Λίγο καιρὸ ἀργότερα ὁ Ἀνδριανός, διάδοχος τοῦ Τραϊανοῦ, ζήτησε ἀπὸ τὸν Εὐστάθιο νὰ παραστεῖ σὲ θυσία ποὺ θὰ γινόταν σὲ εἰδωλολατρικοὺς θεούς. Ὁ Εὐστάθιος ἀρνήθηκε καὶ ὁ αὐτοκράτορας διέταξε νὰ τὸν θανατώσουν, κλείνοντάς τον σὲ πυρακτωμένο χάλκινο βόδι.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἀγρευθεῖς οὐρανόθεν πρὸς εὐσέβειαν ἔνδοξε, τῇ τοῦ σοὶ ὀφθέντος δυνάμει, δι’ ἐλάφου Εὐστάθιε, ποικίλους καθυπέστης πειρασμούς, καὶ ἤστραψας ἐν ἄθλοις ἱεροῖς, σὺν τῇ θείᾳ σου συμβίω καὶ τοῖς υἱοῖς, φαιδρύνων τοὺς βοῶντάς σοι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δείξαντί σε ἐν παντί, Ἰὼβ παμμάκαρ δεύτερον.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῆς ἀνδρείας τοῦ Ἰὼβ ἔμψυχον ἄγαλμα
Καὶ τῶν Μαρτύρων κοινωνόν καὶ ἀκροθίνιον
Ἐπαξίως εὐφημοῦμέν σε Ἀθλοφόρε.
Ὡς ὁ Παῦλος γὰρ θεόκλητος γενόμενος
Ἐμεγάλυνας τὸν Λόγον δι’ ἀθλήσεως·
Ὅθεν κράζομεν, χαίροις Μάρτυς Εὐστάθιε.

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

«Ύμνος στον ουρανό» (ποιήμα)



Απέραντε κι αρχοντικέ μου ουρανέ!

Συ, που στέκεις και χαίρεις από ψηλά

πάντα με μαγνητίζεις και με ταξιδεύεις μακρυά.

Είτε είσαι φωτεινός, είτε σε πλήρη απουσία φωτός.

Είτε νεφέλες τριγυρνούν, είτε άστρα σε κοσμούν.

Συ, που γαλήνη φέρεις στη ψυχή μου κι ενυπάρχεις στο «γιατί» μου˙

στο «γιατί» να μη μπορώ να σε αγγίξω κι ένα σύννεφό σου να κρατήσω,

ένα τόξο σου ουράνιο να ψηλαφίσω κι ένα άστρο να χαρίσω.

Συ, που τίποτε δεν έχω να σου κρύψω κι έρχομαι εις σε να σου τα ψιθυρίσω.

Συ, που με κάθε στάλα μού λυτρώνεις το μυαλό

και με ένα κοίταγμα με υψώνεις ως το κυανό.

Που υποκλίνεσαι ευλαβικά στον Κύριό μου,

και χαμηλώνεις στοργικά σε κάλεσμα δικό μου.

Χαίρε, ουρανέ αρχοντικέ!

Προστάτη μου και κόσμε!


Δήμητρα Γ. Σαρρή
φοιτήτρια τμήματος Θεολογίας, Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Ο σκοπός της Αγίας Γραφής

Τού π. Ι. Ρωμανίδη


Εφ’ όσον η Αγία Γραφή δεν αποβλέπει στο να κάνη επιστήμη και να διδάξη επιστημονικές γνώσεις, τότε ποιος είναι ο σκοπός της;

Βεβαίως, οι θεόπνευστοι συγγραφείς τόσο της Αγίας Γραφής όσο και των πατερικών κειμένων, χρησιμοποιούν τον περιβάλλοντα κόσμο, αποδέχονται τις επιστημονικές και ιστορικές γνώσεις της εποχής τους, αλλά αποβλέπουν στην καθοδήγηση των ανθρώπων, για να φθάσουν στο ύψος της Πεντηκοστής και να αποκτήσουν γνώση και εμπειρία του Θεού.

Η Αγία Γραφή δεν διαβάζεται για να ερευνούμε τις λέξεις για να κατανοηθή ο Θεός. Η Αγία Γραφή είναι ένα βοήθημα για να οδηγήση τον άνθρωπο στην θέωση, οπότε εκεί θα απόκτηση την γνώση του Θεού. Πρέπει να διακρίνουμε το νόημα της Αγίας Γραφής από τις λέξεις. Το νόημα έχει μεγάλη σημασία για την σωτηρία.

«Ποιος είναι ο σκοπός της Αγίας Γραφής; να την διαβάζουμε σαν φιλόσοφοι και να ψειρίζουμε τις λέξεις και με τα νοήματα τα δικά μας να κατανοήσουμε τον Θεό και να εμβαθύνουμε στο τι θέλει να πη η Καινή Διαθήκη; Ή ο σκοπός της Καινής Διαθήκης είναι να καταργηθή στην εμπειρία της Θεώσεως;».

«Το νόημα είναι το βοήθημα, το οποίο χρειάζεται για να μπορή να φθάση κανείς στην θέωση. Δηλαδή είναι ο δείκτης που μπορεί να οδηγήση τον άνθρωπο στην εμπειρία της Θεώσεως. Γι’ αυτό, η Αγία Γραφή και η πατερική θεολογία και η θεολογία των Συνόδων δεν μπορούν ποτέ να χρησιμοποιηθούν από οποιαδήποτε φιλοσοφία.

Ο μοναδικός σκοπός της γλώσσης της Αγίας Γραφής, των Πατέρων και των Συνόδων είναι να χρησιμοποιούνται ως πνευματικά μέσα, μέσω των οποίων οδηγείται κανείς, υπό την καθοδήγηση Πνευματικού Πατρός, στα στάδια της τελειώσεως. Δεν έχουν κανένα άλλον σκοπό».
Χρησιμοποιούμε τα ρήματα και τα νοήματα της Αγίας Γραφής ασκητικώς για να φθάσουμε στην θέωση.

«Μερικοί νόμιζαν, μέχρι σήμερα, ότι οι θετικές επιστήμες αντιβαίνουν στην Αγία Γραφή. Αυτή η συζήτηση πρέπει να σταματήση μια και καλή, εφ’ όσον πάρουμε ως νόμο τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά και καταλάβουμε τι είναι τα νοήματα τα θεόπνευστα, ποιος είναι ο σκοπός αυτός των νοημάτων. Και οι Πατέρες της Εκκλησίας μάς λένε ότι ο σκοπός τών νοημάτων δεν είναι να μάς αποκαλύψουν τα μυστήρια των κτισμάτων, εφ’ όσον το μόνο που μας εξυπηρετούν τα θεόπνευστα νοήματα είναι να τα χρησιμοποιούμε ασκητικώς, για να έχουμε την εμπειρία της Θεώσεως.

Επομένως, ο σκοπός των νοημάτων της Αγίας Γραφής είναι καθαρώς ασκητικός όχι επιστημονικός· δεν είναι να ανιχνεύσουμε από τα νοήματα της, από τι συντίθεται η ύλη και τα ουράνια σώματα και πώς λειτουργεί η δομή του σύμπαντος».

Επειδή η ασκητική συνδέεται με την θεραπευτική η οποία αποβλέπει στην θέωση του ανθρώπου, γι’ αυτό ο σκοπός της Αγίας Γραφής είναι θεραπευτικός, αποβλέπει στην θεραπεία του ανθρώπου, για να φθάση από το κατ' εικόνα στο καθ' ομοίωση.

«Η ουσία της Αγίας Γραφής είναι η θεραπευτική αυτή αγωγή που αναποφεύκτως προκαλεί και τα αποτελέσματα που θα ήθελε κανείς από την Αγία Γραφή».

Η Αγία Γραφή περιλαμβάνει κατηχητικά και θεραπευτικά βιβλία που έχουν θεόπνευστα ρήματα και νοήματα, επειδή κάνουν ορθή διάγνωση της πνευματικής καταστάσεως και μας θεραπεύουν, δηλαδή μας οδηγούν στην θέωση. Δεν είναι ρήματα και νοήματα φιλοσοφικά, αλλά κατ' εξοχήν θεολογικά.
«Στον φωτισμό έχουμε νοερά λατρεία. Στην Αγία Γραφή έχουμε την ερμηνεία του φωτισμού και της Θεώσεως, όταν όμως έλθη η θέωση, η ερμηνεία καταργείται, γιατί έχουμε την πραγματικότητα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι καταργείται η Αγία Γραφή, ως κατηχητικό βιβλίο, ως θεραπευτικό βιβλίο, ως θεόπνευστο. Όπως δεν καταργούνται ούτε τα πατερικά συγγράμματα, ούτε οι αποφάσεις των Συνόδων. Όλα αυτά έχουν μόνιμη σημασία για την Εκκλησία και δεν μπορεί να αντικατασταθούν. Δεν αντικαθίστανται, αλλά υπερβαίνει κανείς αυτά, μόνο εκείνος όμως που φθάνει στην Θέωση και μόνο κατά την διάρκεια της Θεώσεως. Και, όταν επανέλθη στον φωτισμό, πάλι προσεύχεται αδιαλείπτως, πάλι κάνει την λογική λατρεία, πάλι λειτουργεί, πάλι ερμηνεύει την Αγία Γραφή, πάλι κατηχεί, πάλι διδάσκει. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η Αγία Γραφή, τα πατερικά συγγράμματα και οι αποφάσεις των Συνόδων είναι τα Σύμβολα της πίστεως».

Από πλευράς μεθοδολογίας, τα ρητά και τα νοήματα της Αγίας Γραφής αποβλέπουν στο να θεραπεύουν τους πνευματικά ασθενείς. Η Αγία Γραφή διδάσκει πώς θα θεραπευθούμε, πώς θα ελευθερωθούμε από τα πάθη, πώς θα φύγη ο παλαιός Αδάμ, ο παλαιός άνθρωπος από μέσα μας.

Πηγή: Σεβ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου: "Εμπειρική Δογματική".

Επιμέλεια θέματος: Ιωάννης Κωνσταντέλλης-GreekPress.gr/eu/net

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

Το χάπι της αγάπης «Αγάπη χωρίς την Αλήθεια δεν στέκει…»



Ο Οικουμενισμός είναι θανάσιμος εχθρός της Ορθοδοξίας. Το ρεύμα του Οικουμενισμού προσπαθεί να επιτύχει μια εξωτερική συγκόλληση της Ορθοδοξίας με τον Παπισμό και τις Προτεσταντικές Ομολογίες.
Στην ψεύτικη αυτή ένωση, καλούμεθα ν’ απορρίψουμε την Πίστη μας και να παραδεχθούμε κατ’ αρχάς το «Πρωτείο» και το «αλάθητο» του Πάπα. Να παραδεχθούμε δηλαδή την «αίρεσιν των αιρέσεων», όπως είπε ο Σέρβος δογματολόγος π. Ιουστίνος Πόποβιτς.
Οι δύο όμως αυτές κακοδοξίες του παπισμού, το πρωτείο και το αλάθητο διαστρέφουν το Δόγμα της Εκκλησίας, αφού ο Πάπας κηρύσσεται σαν το μοναδικό στόμα του Αλαθήτου…
Μας καλούν ν’ αρνηθούμε μ’ αυτόν τον τρόπο τον γίγαντα της Ορθοδοξίας τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό και όλους τους υπερασπιστές της Ορθοδοξίας, τον Μέγαν Φώτιον, τον Άγ. Γρηγόριο Παλαμά, τον ισαπόστολο Αγ. Κοσμά τον Αιτωλό, τον θαυματουργό Αγ. Νεκτάριο, που αγωνίστηκαν εναντίον του παπισμού προασπίζοντες την Ορθοδοξία. Μας καλούν να καταπατήσουμε όλες τις αποφάσεις και τα δόγματα των Οικουμενικών Συνόδων.
Και μας καλεί σ’ αυτό το θανάσιμο ολίσθημα στις ημέρες μας δυστυχώς και ο Οικουμενικός Πατριάρχης με τους μοντέρνους θεολόγους του Φαναρίου! Οι «Ορθόδοξοι» Οικουμενιστές περιφρονούν  τόσο πολύ τα δόγματα της Ορθοδόξου Πίστεως, ώστε ν’ ακούμε τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα να διακηρύττει, ότι η φοβερή αίρεση του «Φιλιόκβε», που διαστρέφει το Δόγμα της Αγίας Τριάδος, δεν αποτελεί εμπόδιο για την Ένωση, αλλά είναι απλό έθιμο! Και όμως την αίρεση αυτή την χαρακτήρισε «βλάσφημη και θεομάχο φωνή» ο Μέγας Φώτιος.
Η ένωση, στην οποία μας καλούν οι Οικουμενιστές με μειδιάματα, με φιλοφρονήσεις και συμπροσευχές, είναι αδύνατος, διότι αυτό για την Ορθοδοξία θα εσήμαινε προδοσία της Πίστεως.
Και όμως μας καλούν σ’ αυτό εν ονόματι της αγάπης. Επεστράτευσαν και την αγάπη. Το επιβάλλει η αγάπη, λέγουν. Κάνουν λόγο, δι’ ένα διάλογο αγάπης, στον οποίο παραμερίζεται πέρα ως πέρα η Ορθόδοξος Πίστη και το Δόγμα. Αγάπη ναι, αλλά και Αλήθεια. Πρώτα η Αλήθεια και έπειτα η αγάπη. Αγάπη χωρίς την Αλήθεια δεν στέκει. Έπειτα εκείνοι δεν μετανοούν. Θέλουν να μας προσηλυτίσουν και να μας απορροφήσουν σαν τον λύκο του Αισωπείου μύθου. Αξίζει να αναφερθεί για να καταλάβει ο αναγνώστης το είδος της αγάπης τους:
Ο λύκος, λέγει, είχε πια γεράσει και δεν μπορούσε να τρέξει για να πιάσει το αρνί και να το φάει. Γι’ αυτό άλλαξε τακτική και έλεγε στο αθώο αρνί:
- Γιατί, καλό μου αρνάκι, να ζούμε μακριά και χωρισμένοι; Πρέπει να ξεχάσουμε τα παλιά. Έλα εδώ να ζούμε πια αγαπημένοι, αδελφωμένοι και να γίνουμε ένα.
- Βεβαιότατα, του απάντησε εκείνο. Αν έλθω μαζί σου, ασφαλώς θα γίνουμε ένα, γιατί θα με φας. Θα είμαι στην κοιλιά σου και δεν θα είμαστε τότε δύο, αλλά ένα!

Πηγή: «Ο Οικουμενισμός χωρίς Μάσκα», Αρχιμ. Χαραλ. Δ. Βασιλοπούλου, εκδ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» (σελ. 177-178)

ΤΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (Συνέχεια ἀπό τό προηγούμενο)

† Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ IΕΡΕΜΙΑΣ 

 ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ

ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ

ΚΑΤΗΧΗΣΗ

  ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ-ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ

Δημητσάνα - Μεγαλόπολη, Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

Μάθημα  9ον

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ (Γιά τόν λαό)

Ἀναφερόμενοι στό ἀκατανόητο τοῦ Θεοῦ οἱ ἅγιοι Πατέρες καλοῦν τόν Θεό «ἄρρητον», «ἀνεκδιήγητον», «ἀπερίγραπτον»·1 καί λέγουν ὅτι ὅλα τά ὀνόματα πού ἀποδίδει ἡ Ἁγία Γραφή στόν Θεό, ὅπως τό Γιαχβέ2 (ὁ Ὑπάρχων), τό Ἐλωχίμ (πληθυντικός τοῦ Ἐλόαχ, ὁ Δυνατός), τό Ἀδωναΐ (Κύριος), τό Θεός, τό Κύριος κ.ἄ. δέν ἐκφράζουν καθόλου τήν οὐσία Του, τήν φύση Του, ἀλλά «τά περί τήν φύσιν» ἤ σημαίνουν τήν ἀναφορά Του μέ τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο3 καί εἶναι ὀνόματα μᾶλλον ἀρνητικά παρά θετικά.4 Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι δέν θά μπορέσουμε ποτέ νά βροῦμε ἕνα ὄνομα, πού νά ἀνταποκρίνεται στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ·5 ἔχουμε «ἀνωνυμία» τοῦ Θεοῦ· αὐτή δέ ἡ «ἀνωνυμία» εἶναι αἰτία τῶν πολλῶν ὀνομασιῶν πού ἀποδίδουμε στόν Θεό. Ἔτσι ἔχουμε «πολυωνυμία» τοῦ Θεοῦ.6 
Ἀνακεφαλαιώνουμε τά παραπάνω μέ τά ὅσα ὡραῖα λέει σχετικῶς ὁ Ἀνδροῦτσος στήν Δογματική του σ. 33-34: «Κατά τήν πίστιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὁ Θεός εἶνε ἀκατάληπτος καί τῷ νῷ ἡμῶν ἀχώρητος· οὕτω δέ ἀδύνατον μέν νά μορφώσωμεν πλήρη τῆς οὐσίας αὐτοῦ ἔννοιαν, ἀδύνατον δέ νά ἐξευρεθῶσι κατηγορούμενα ἀποδιδόντα τό πλήρωμα τῆς θείας οὐσίας, καί ὀνόματα ἐκφράζοντα σύνολον τό περιεχόμενον τοῦ ὑπερκοσμίου ὄντος. Ἡ ἐπιστημονική λοιπόν γνῶσις τοῦ Θεοῦ εἶνε ἀδύνατος, οἱ δέ λόγοι προφανεῖς. Ἡ ἐπιστημονική γνῶσις ἔχει ὡς ἀφετηρίαν τά κατ᾽ αἴσθησιν ὄντα, καί τούτων τάς παραστάσεις ἐπεξεργαζομένη δι᾽ ἀφαιρέσεως καί ἀποχωρίσεως τοῦ τυχαίου μορφοῖ τήν ἔννοιαν αὐτῶν, τήν ἀποδιδοῦσαν πιστῶς καί ἀντιστοίχως τήν οὐσίαν αὐτῶν, διερευνᾷ δέ καί τάς ἄλλας αὐτῶν σχέσεις κατά τάς κατηγορίας τοῦ ποσοῦ, τοῦ ποιοῦ, τῆς ἐνεργείας καί τῆς ἀλληλεπιδράσεως, τάς ἀπό τοῦ πεπερασμένου κόσμου ἀπηρυσμένας καί ἐν τῷ πεπερασμένῳ κόσμῳ ἰσχυούσας. Τό κριτήριον ἅμα καί ὁ γνώμων τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως εἶνε ἡ αὐστηρά αὐτῆς ἀπόδειξις, ἤτοι ἡ κατοχύρωσις αὐτῆς διά λόγων ἐπιβαλλόντων αὐτήν ἀναγκαστῶς εἰς πάντα. Ἀλλά μήν ὁ Θεός εἶνέ τι ὑπερκείμενον τῆς κατ᾽ αἴσθησιν ἀντιλήψεως καί καθόλου τῆς σφαίρας τῶν πεπερασμένων ὄντων, εἰς ἥν ἰσχύουσιν αἱ εἰρημέναι κατηγορίαι. Εἶνε φανερόν, ὅτι ὁ Θεός, ὡς ὑπεραισθητόν καί ἄπειρον, δέν εἶνε ὑποκείμενον ἐπιστημονικῆς γνώσεως· οὔτε λοιπόν δύναται νά ἀποδειχθῇ ἐπιστημονικῶς ἡ ὕπαρξις καί ἡ οὐσία αὐτοῦ, ὡς ἀποδεικνύει τις τάς μαθηματικάς, τάς φυσικάς καί τάς ἱστορικάς προτάσεις, οὔτε νά μορφωθῇ ὁρισμός αὐτοῦ τέλειος, ἤ ἀντίστοιχον ὄνομα, οὔτε νά διευκρινισθῇ ἡ ἔννοια αὐτοῦ περιγραφικῶς, ὡς διευκρινίζονται αἱ ἁπλαῖ ἔννοιαι καί τά γενικώτερα εἴδη, τά καθιστῶντα οὕτως ἐμφανές σύνολον τό θετικόν αὐτῶν περιεχόμενον. Ἄλλως δέ εἰς τήν ἐπιστημονικήν περί Θεοῦ γνῶσιν ἀντιβαίνει ἡ ἔννοια τῆς πίστεως, ἧς εἶνε ὑποκείμενον ὁ Θεός. Ἐάν ἡ ὕπαρξις καί ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ ἀποδεικνύονται δι᾽ ἐπιστημονικῆς ὁδοῦ, καθ᾽ ὄν λόγον τά μαθηματικά καί αἱ λοιπαί ἀλήθειαι, εἶνε φανερόν, ὅτι ἡ εἰς αὐτήν πίστις, ἥν θεσπίζει ἡ Ἐκκλησία, εἶνέ τι περιττόν καθ᾽ ἑαυτό, ἤ τό πολύ παροδικόν, μόνον τοῖς ἀμορφώτοις ἀνθρώποις ἰδιάζον. Ὅτι ὁ Θεός δέν δύναται δι᾽ ἐπιστημονικῆς ὁδοῦ νά ἐπιγνωσθῇ, ἐμφαίνει μέν ἡ Γραφή, διαπτύσσουσι δέ οἱ ἱεροί Πατέρες καί δή οἱ τοῦ δ´ καί τοῦ ε´ αἰῶνος. Ἡ μέν Ἁγία Γραφή καλεῖ τόν Θεόν ἀόρατον ἐν ἀπροσίτῳ οἰκοῦντα φωτί (Α´ Ἰωάν. 4,12. Α´ Τιμ. 6,16), τήν ἄμεσον τῆς οὐσίας αὐτοῦ γνῶσιν παραπέμπουσα εἰς τήν πέραν τοῦ τάφου ζωήν, ἔνθα ὀψόμεθα αὐτόν καθώς ἐστι (Α´ Ἰωάν. 3,2)· σύνολος δέ ὁ χορός τῶν Πατέρων ἐκδέχεται τόν Θεόν ἀκατάληπτον ἀποφαινόμενος περί αὐτοῦ ὅ,τι ἐν κεφαλαίῳ παρετήρησεν ὁ ἱερός Δαμασκηνός εἰπών: «ἄπειρον τό θεῖον καί ἀκατάληπτον· καί τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτόν, ἡ ἀπειρία καί ἀκαταληψία» (Ἔκδ. Ὀρθ. Πίστ. 1,4). Καθόσον δέ τό ὄνομα εἶνε ἡ ἔκφρασις τῆς ἐννοίας, ἔννοια δέ ἀντίστοιχος τῆς θείας οὐσίας δέν ὑπάρχει, καλοῦσιν οἱ ἱεροί Πατέρες τόν Θεόν «ἀνώνυμον, πολυώνυμον καί ὑπερώνυμον».7 
Ἀλλά ἐνῶ μερικοί αἱρετικοί ὑποστήριξαν τό ὑπερβολικό ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἐντελῶς καταληπτός ἀπό ἐμᾶς, ἄλλοι ὑποστήριξαν τό ἀκριβῶς ἀντίθετο. Ἔχουμε ὑπόψη τούς Μαρκιωνῖτες καί ἄλλους παρόμοιους συγχρόνους τους αἱρετικούς πού δίδασκαν ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἐντελῶς ἄγνωστος8 σέ μᾶς· καί στήριζαν αὐτήν τους τήν πλάνη σ᾽ αὐτά τά λόγια τοῦ Κυρίου: «Οὐδείς ἐπιγινώσκει τόν Υἱόν εἰ μή ὁ Πατήρ, οὐδέ τόν Πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μή ὁ Υἱός» (Ματθ. 11,27).9 Τά ἑξῆς ἔγραψε ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος ἀποκρούοντας αὐτή τήν πλάνη: «Ὁ Σωτήρας δέν εἶπε καθόλου ὅτι εἶναι ἀπόλυτα ἀδύνατο νά γνωρίσουμε τόν Θεό· εἶπε μόνο ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά τό πετύχει αὐτό χωρίς τήν ρητή θέληση τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά διδαχτεῖ ἀπ᾽ Αὐτόν, χωρίς τήν ἀποκάλυψή Του: Οὐδέ τόν Πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μή ὁ Υἱός καί ᾧ ἐάν βούληται ὁ Υἱός ἀποκαλύψαι. Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ Θεός θέλησε νά Τόν γνωρίσουμε, καί ὁ Υἱός μᾶς Τόν ἀποκάλυψε, ἔχουμε ὡς πρός αὐτό τίς ἀπαραίτητες γνώσεις. Διαφορετικά θά ἦταν μάταιη ἡ ἔλευση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ κάτω στήν γῆ. Θά φαινόταν ὅτι θά ἐρχόταν νά μᾶς ἔλεγε κατά κάποιον τρόπο: «Μή ζητᾶτε τόν Θεό· γιατί δέν μπορεῖτε καθόλου νά Τόν γνωρίσετε, δέν μπορεῖτε νά Τόν βρῆτε».10 
Οἱ ἅγιοι Πατέρες, πού ἀκολουθοῦν τόν Εἰρηναῖο καί ἀσχολήθηκαν μέ τό νά ἀποκρούσουν τόν Εὐνόμιο καί τούς ὀπαδούς του, λέγουν τό ἴδιο. Λέγοντας ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκατάληπτη στόν ἄνθρωπο δέν ἀμφισβήτησαν ποτέ τήν δυνατότητα τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ· ἀντίθετα, δίδαξαν ὅτι, ἄν καί δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε τόν Θεό στήν οὐσία Του, ὅμως μποροῦμε νά Τόν γνωρίσουμε στά ἔργα του· στήν δημιουργία Του καί στήν Πρόνοιά Του,11 στήν ὁρατή φύση12 καί στήν συνείδησή μας13 καί κυρίως στήν ὑπερφυσική θεία ἀποκάλυψη·14 στίς θεῖες ἐνέργειες· ὅλα τά κτίσματα εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δημιουργικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ (λέγοντες «θεῖες ἐνέργειες» νοοῦμε τόν ἴδιο τόν Θεό στήν δραστηριότητά Του καί στήν αὐτοαποκάλυψή Του). Ἀκόμη λέγουν οἱ Πατέρες, ὅτι, ἄν καί μεταξύ ὅλων τῶν ὀνομάτων πού ἀποδίδονται στόν Θεό δέν ὑπάρχει ἕνα, πού αὐτό μόνο νά ἐκφράζει τήν οὐσία Του, ὅμως λαμβανόμενα ὅλα συνολικά ἤ θεωρούμενα καθένα χωριστά, μᾶς δίνουν περί τοῦ Θεοῦ μιά ἐπαρκῆ ἔννοια, τόσο οἱ ἀρνητικές, ὅσο καί οἱ θετικές ὀνομασίες·15 τέλος, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι, ἄν μᾶς εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο νά γνωρίσουμε τόν Θεό, τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, θά ἦταν μάταιο, ὅπως μάταιη θά ἦταν καί ἡ πίστη μας πού θά ἔφερνε κατ᾽ εὐθεῖαν στόν ἀθεϊσμό.16 Ἡ γνώση ὅμως πού ἔχουμε τώρα γιά τόν Θεό, λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὑπερασπιστές τῆς ὑγιοῦς ὀρθόδοξης διδασκαλίας, αὐτή ἡ γνώση, συγκριτικά μέ τήν γνώση πού θά ἔχουμε στήν μέλλουσα ζωή, στήν Βασιλεία Του, εἶναι σάν τήν γνώση ἑνός μικροῦ παιδιοῦ συγκρινόμενη μέ τήν γνώση ἑνός μεγάλου ἀνθρώπου· εἶναι μιά γνώση ἀτελής, σκιώδης, γνώση μέ εἰκόνες καί σύμβολα·17 μιά γνώση πού ἔχει τήν πίστη γιά θεμέλιο καί γιά τέλος.18
Στούς αἱρετικούς πού ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἐντελῶς ἄγνωστος σέ μᾶς, πρέπει νά προσθέσουμε καί τόν δυτικό Βαρλαάμ. Αὐτός, πραγματικά, ἔλεγε, «Τό θεῖον ὑπέρ ἐπιστήμην τέ ἐστι καί νοῦν καί δόξαν, αἴσθησίν τε πᾶσαν καί διάνοιαν καί ἐπαφήν καί γνῶσιν». «Ἀλλ᾽ ὅμως ἡ Γραφή καί ἡ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρουν ὅτι εἶναι δυνατή, ὑπό ὡρισμένας προϋποθέσεις καί ἔστω μερικῶς καί ἀτελῶς, ἡ προσέγγισις, ἡ γνῶσις, ἀκόμη δέ καί ἡ θεωρία ἤ θέα τοῦ Θεοῦ καί ὅτι ὑπῆρξαν ἀπόστολοι καί ἅγιοι, οἵτινες ἔφθασαν εἰς τό ὕψος τῆς τελειότητος ταύτης κατά τήν παροῦσαν ζωήν» (Φαράντος).19 Τήν πλάνη τοῦ Βαρλαάμ καί τῶν ὀπαδῶν του πολέμησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (βλ. παρακάτω).
Παραθέτουμε δυό πατερικές περικοπές σχετικές μέ τό θέμα πού μελετᾶμε. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέει στήν πρώτη παράγραφο τοῦ πρώτου κεφαλαίου τοῦ ἔργου του «Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως»: «Ἄρρητον οὖν τό θεῖον καί ἀκατάληπτον. “Οὐδείς γάρ ἐπιγινώσκει τόν Πατέρα εἰ μή ὁ Υἱός, οὐδέ τόν Υἱόν εἰ μή ὁ Πατήρ” (Ματθ. 11,27). Καί τό Πνεῦμα δέ τό Ἅγιον οὕτως οἶδε τά τοῦ Θεοῦ, ὡς τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου οἶδε τά ἐν αὐτῷ. (Α´ Κορ. 3,11). Μετά δέ τήν πρώτην καί μακαρίαν φύσιν οὐδείς ἔγνω ποτέ τόν Θεόν, εἰ μή ᾧ αὐτός ἀπεκάλυψεν, οὐκ ἀνθρώπων μόνον ἀλλ᾽ οὐδέ τῶν ὑπερκοσμίων δυνάμεων καί αὐτῶν φημι τῶν Χερουβίμ καί Σεραφίμ. Οὐκ ἀφῆκε μέντοι ἡμᾶς ὁ Θεός ἐν παντελεῖ ἀγνωσίᾳ· πᾶσι γάρ ἡ γνῶσις τοῦ εἶναι Θεόν ὑπ᾽ αὐτοῦ φυσικῶς ἐγκατέσπαρται. Καί αὐτή δέ ἡ κτίσις καί ἡ ταύτης συνοχή τε καί κυβέρνησις τό μεγαλεῖον τῆς θείας ἀνακηρύττει φύσεως. Καί διά νόμου δέ καί προφητῶν πρότερον, ἔπειτα δέ καί διά τοῦ μονογενοῦς αὐτοῦ Υἱοῦ, Κυρίου δέ καί Θεοῦ καί σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατά τό ἐφικτόν ἡμῖν τήν ἑαυτοῦ ἐφανέρωσε γνῶσιν. (Σοφ. Σολ. 13,5). Πάντα τοίνυν τά παραδεδομένα ἡμῖν διά τε νόμου καί προφητῶν καί ἀποστόλων καί εὐαγγελιστῶν δεχόμεθα καί γινώσκομεν καί σέβομεν οὐδέν περαιτέρω τούτων ἐπιζητοῦντες· ἀγαθός γάρ ὤν ὁ Θεός παντός ἀγαθοῦ παρεκτικός ἐστιν οὐ φθόνῳ οὐδέ πάθει τινί ὑποκείμενος· “Μακράν γάρ τῆς θείας φύσεως φθόνος τῆς γε ἀπαθοῦς καί μόνης ἀγαθῆς”. Ὡς οὖν πάντα εἰδώς καί τό συμφέρον ἑκάστῳ προμηθούμενος, ὅπερ συνέφερεν ἡμῖν γνῶναι ἀπεκάλυψεν, ὅπερ δέ οὐκ ἐδυνάμεθα φέρειν, ἀπεσιώπησε. Ταῦτα ἡμεῖς στέρξωμεν καί ἐν αὐτοῖς μείνωμεν μή μεταίροντες ὅρια αἰώνια μηδέ ὑπερβαίνοντες τήν θείαν παράδοσιν» (Παροιμ. 22,28).
Πολύ ἀξιόλογα πάλι εἶναι αὐτά τά μέ ἁπλᾶ φυσικά παραδείγματα λόγια τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἰεροσολύμων, πού δέχονται μέν τό ἀκατάληπτο τοῦ Θεοῦ, ἀναιροῦν ὅμως καί τήν αἵρεση τῆς παντελοῦς ἀγνωσίας του: «Ἀλλ᾽ ἐρεῖς τις· Εἰ ἀκατάληπτός ἐστιν ἡ ὑπόστασις ἡ θεία καί τί σύ περί τούτων διηγῇ; Ἆρα οὖν ἐπειδή πάντα τόν ποταμόν ἐκπιεῖν ἀδυνατῷ, μηδέ τό συμφέρον ἐμαυτῷ ἐμμέτρως λάβω; Ἆρα ἐπειδή πάντα τόν ἥλιον τῇ τῶν ὀμμάτων καταστάσει χωρῆσαι οὐ δύναμαι, μηδέ πρός τήν ἐμαυτοῦ χρείαν αὔταρκες ἐμβλέψω; Ἤ καί ἐπειδή εἰς παράδεισον μέγαν εἰσελήλυθα καί πᾶσαν τήν τῶν ἀκροδρύων ὑπόστασιν φαγεῖν οὐ δύναμαι, βούλει με πεινῶντα τελείως ἐξελθεῖν;» (Κατήχησις στ´ § Ε´ MPG 33,545).
Σύμφωνα μέ ὅλα τά παραπάνω ὁ Θεός εἶναι καί ἄγνωστος ἀλλά και γνωστός καί κρυμμένος κι ὅμως ἀποκαλυμμένος. Πῶς συμβαίνει αὐτό; Ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση κάνει μιά διάκριση ἀνάμεσα στήν οὐσία, τήν φύση τοῦ Θεοῦ ἤ τήν ἐσωτερική ὕπαρξή Του καί στίς ἐνέργειές Του, τίς λειτουργίες ἤ τίς πράξεις τῆς δύναμής Του. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκατάληπτη· οἱ ἐνέργειές Του ὅμως εἶναι καταληπτές καί δι᾽ αὐτῶν γνωρίζουμε τόν Θεό. Εἶναι πολύ ἰσχυρά τά λόγια αὐτά τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: «Ἡμεῖς ἐκ τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τόν Θεόν... Αἱ γάρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν».20 
Ἡ διάκριση αὐτή οὐσίας καί ἐνέργειας στόν Θεό εἶναι ἀναγκαία· γιατί, ἄν δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ διάκριση, πῶς θεοῦται ὁ ἄνθρωπος πετυχαίνοντας ἔτσι τόν σκοπό του; Θεοῦται συμμετέχοντας στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ; Αὐτό δέν εἶναι ποτέ δυνατόν. Πέφτουμε στήν πλάνη τοῦ πανθεϊσμοῦ, ἄν τό ποῦμε αὐτό. Ὁ ἄνθρωπος θεοῦται διά τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, διά τῶν ὁποίων, ὅπως εἴπαμε, καί γνωρίζουμε τόν Θεό. Τήν διάκριση αὐτή δέν μπόρεσαν νά κάνουν διάφοροι αἱρετικοί, παλαιότερα ὁ Εὐνόμιος καί ἀργότερα ὁ πολέμιος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, δυτικός Βαρλαάμ.
Ὁ μέν Εὐνόμιος ταύτιζε τήν θεία ἐνέργεια μέ τήν θεία οὐσία καί ἔτσι ἔλεγε ὅτι μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά γνωρίσει τήν θεία οὐσία (βλ. ὑποσημείωση 5). Ὁ δέ Βαρλαάμ δέν παραδεχόταν ἄκτιστες ἐνέργειες στόν Θεό, τίς δέ διηγήσεις περί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο (θαύματα, θεογνωσίες, θεοπτίες) τίς θεωροῦσε ἀποκυήματα ἀρρωστημένης ἤ δαιμονιώδους φαντασίας ἤ σύμβολα πού «γίνονται καί ἀπογίνονται» («γινόμενά τε καί ἀπογινόμενα), ἤτοι πού ὑπεμφαίνουν κάτι τό παροδικό καί τά ἴδια εἶναι «ἀνυπόστατα», ὅπως ἔλεγε. Τέλος πάντων, κατά τόν Βαρλαάμ, οἱ θεοπτίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι φαινόμενα «κτιστά» καί «φαινομενικά»· πραγματική θεοπτία δέν ὑπάρχει.21 Ἔτσι ὁ Βαρλαάμ, μή παραδεχόμενος ἄκτιστες ἐνέργειες στόν Θεό, κήρυττε τό ἄγνωστον τοῦ Θεοῦ. Στήν ἄποψη ὅμως τοῦ Βαρλαάμ, ὅτι ὁ Θεός στερεῖται φυσικῶν ἐνεργειῶν, ἀντιτείνει ὁ Παλαμᾶς ὅτι ὁ Βαρλαάμ μᾶς εἰσάγει «Θεόν τινα ἀνενέργητον», πού σημαίνει «Θεόν ἀνύπαρκτον». Ἄν δέ «μηδεμίαν δύναμιν ἤ ἐνέργειαν φυσικήν» ἔχει ὁ Θεός, τότε πῶς ἀποκαλύπτεται Αὐτό σέ μᾶς καί πῶς ἐμεῖς γνωρίζουμε «ὡς ἔστι τις φύσις ἄκτιστος»;22 
Παραθέτουμε ἐδῶ μιά ὡραία περικοπή τοῦ καθητητοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδου ἀπό σχετική μελέτη του περί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μέ μιά γλυκύτατη περικοπή λόγου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου σχετική μέ τό θέμα μας: «Ὁ Ὀρθόδοξος γνωρίζει ὅτι εἶδεν ἄκτιστον θείαν δόξαν καί βασιλείαν, ἀλλ᾽ οὐχί ἄκτιστον θείαν οὐσίαν καί ἐκ τῆς ἐμπειρίας ταύτης γνωρίζει ὅτι διακρίνεται πραγματικῶς ἄν καί ἀδιαστάτως ἡ θεία ἐνέργεια τῆς θείας οὐσίας καί δέχεται ὡς μυστήριον τήν διάκρισιν καί τήν χαρακτηρίζει ὡς ἀκατάληπτον. Οὕτω βλέπομεν τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Θεολόγον νά ἀφορμᾶται ἐκ τῆς προσωπικῆς αὐτοῦ ἐμπειρίας τῆς θεοπτίας, ἵνα θεμελιώσῃ ἐναντίον τῶν Εὐνομιανῶν τήν διάκρισιν μεταξύ τῆς γνωστῆς εἰς τήν Ἁγίαν Τριάδα θείας οὐσίας καί τῆς θείας μεγαλειότητος καί μεγαλοπρεπείας τῆς εἰς ἡμᾶς φθανούσης. «Τί τοῦτο ἔπαθον, ὦ φίλοι καί μύσται καί τῆς ἀληθείας συνερασταί; Ἔτρεχον μέν, ὡς Θεόν καταληψόμενος καί οὕτως ἀνῆλθον ἐπί τό ὄρος καί τήν νεφέλην διέσχον, εἴσω γενόμενος ἀπό τῆς ὕλης καί τῶν ὑλικῶν καί εἰς ἐμαυτόν, ὠς οἶόν τε, συστραφείς. Ἐπεί δέ προσέβλεψα, μόλις εἶδον Θεοῦ τά ὀπίσθια· καί τοῦτο τῇ πέτρᾳ σκεπασθείς, τῷ σαρκωθέντι δι᾽ ἡμᾶς Λόγῳ. Καί μικρόν διακύψας, οὐ τήν πρώτην τε καί ἀκήρατον φύσιν καί ἑαυτῇ, λέγω δή τῇ Τριάδι, γινωσκομένην καί ὅση τοῦ πρώτου καταπετάσματος εἴσω μένει καί ὑπό τῶν χερουβίμ συγκαλύπτεται, ἀλλ᾽ ὅση τελευταία καί εἰς ἡμᾶς φθάνουσα. Ἡ δέ ἐστιν, ὅσα ἐμέ γινώσκειν, ἡ ἐν τοῖς κτίσμασι καί τοῖς ὑπ᾽ αὐτοῦ προβεβλημένοις καί διοικουμένοις μεγαλειότης ἤ, ὡς ὁ θεῖος Δαβίδ ὀνομάζει, μεγαλοπρέπεια. Ταῦτα γάρ Θεοῦ τά ὀπίσθια, ὅσα μετ᾽ ἐκεῖνον ἐκείνου γνωρίσματα...» (Θεολογικός Λόγος Β´, 3).23 
Τέλος, λέγομε συμπερασματικά σχετικά μέ τό θέμα πού μελετᾶμε, τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ: Τό θέμα ἔχει μιά δίπλευρη ἀντιμετώπιση: Ἀπό τήν μιά μεριά ὁ Θεός εἶναι ἄγνωστος καί ἀπό τήν ἄλλη μεριά γνωστός· εἶναι ἄρρητος ἀλλά καί ρητός. Αὐτό προέρχεται ἀπό τήν «διπλόη» τῆς Φύσης24 Του, πού εἶναι ἀφ᾽ ἑνός μέν ἀπόκρυφη, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ φανερή. Ὁ Θεός εἶναι ἄγνωστος καθ᾽ Ἑαυτόν, κατά τήν οὐσία Του, ἀλλά εἶναι γνωστός ἀπό τίς ἐνέργειές Του. Εἶναι ἐπιγραμματική αὐτή ἡ διατύπωση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού ἔκανε σέ διάλογό του μέ τόν ἀντίπαλό του Νικηφόρο Γρηγορᾶ: «Τοῦ Θεοῦ τό μέν ἄγνωστόν ἐστι τό δέ γνωστόν, καί τό μέν ἄρρητον τό δέ ρητόν· ἄγνωστός ἐστιν ὁ Θεός ἐκ τῶν κατ᾽ αὐτόν, γνωστός δέ ἐκ τῶν περί αὐτόν φυσικῶν ἐνεργειῶν».
Αὐτή τήν «διπλόη» τοῦ Θεοῦ τήν ἐκφράζουν πολύ ὡραῖα αὐτά τά δύο χωρία τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννου, πού φαίνονται ἀπό πρώτη ὄψη σάν ἀντιφατικά: «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε» (1,18) καί «Ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν Πατέρα» (14,9). Καί ὁ μακαριστός καθηγητής Χρήστου ὑπομνηματίζει ὡραῖα: «Κανείς δέν βλέπει τόν Θεό, ἀλλά βέβαια αὐτός πού βλέπει τόν Χριστό, βλέπει καί τόν Θεό. Κανείς δέν μπορεῖ νά συλλάβη τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὅποιος κατορθώσει νά διεισδύσει στίς θεῖες ἐνέργειες, ὅπως ἐκδηλώνονται στό ἔργο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, βλέπει τόν Θεό. Δέν εἶναι ἀντιφατικές οἱ ἐκφράσεις τοῦ Ἰωάννη στά δύο αὐτά χωρία· εἶναι ἁπλῶς δηλωτικές τῆς διπλῆς ὄψεως τῆς θείας φύσεως».25 
Λόγω τῆς «διπλόης» αὐτῆς τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀκαταληψίας Του δηλαδή ἀπό τήν μιά μεριά καί τῆς προσέγγισής Του ἀπό τήν ἄλλη, ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἀφ᾽  ἑνός μέν ἱερό δέος καί θαυμασμό πρός τόν Θεό, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ ἀγάπη καί ἕλξη πρός Αὐτόν. Πραγματικά· ὅσο ὁ Θεός μένει ἀκατάληπτος, προκαλεῖ ἱερό δέος· ὅσο κατανοεῖται καί μᾶς ἕλκει πλησίον Του, μᾶς γεμίζει μέ ἀγάπη καί γλυκύτητα. Αὐτά τά δύο τά ἐκφράζει πολύ ὡραῖα αὐτός ὁ σύντομος λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: Ἡ φύση τοῦ Θεοῦ, λέει, ἔχει δύο ὄψεις «ἵνα τῷ ληπτῷ μέν ἕλκῃ, τῷ δέ ἀλήπτῳ θαυμάζηται»!26 
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. «Ἄρρητος» (Ἰουστῖνος, Ἀπολογία πρώτη MPG 6,421, «ἀνώνυμος» (Μάξιμος, Λόγος Η´. MPG 91,772), «ἀκατονόμαστος» (Γρηγόριος Θεολ., Θεολογικός τέταρτος: «Τό θεῖον ἀκατονόμαστον». ΒΕΠ 59,262,12), «ἀνονόμαστος» (Τατιανός, Πρός Ἕλληνας, 4. MPG 6,813. Βλ. καί Θεοφίλου, Πρός Αὐτόλυκον 3.4. MPG 6, 1023.4), «ἄφραστος» (Γρηγόριος Νύσσης, Κατά Εὐνομίου Λόγος ΙΒ´), «ἀνέκφραστος» (Εὐσέβιος, Εὐαγγ. ἀπόδειξις Δ´, 1. ΒΕΠ 27, 140.38), «inenarrabilis» (ἀνέκφραστος. Εἰρηναῖος Κατά Αἱρέσεων IV, 20,6), «ineffabilis» (ἄφατος. Αὐγουστῖνος, εἰς Ψαλμόν 85 § 12) κ.ἄ.
2. Περί τῆς ἐννοίας τοῦ θείου αὐτοῦ ὀνόματος βλ. φυλλάδιό μας, Πρώτη ἐπιστολή πρός Χιλιαστάς, Ἄμφισσα Ἰανουάρ. 1980. Βλ. καί παρακάτω τήν ὑποσημείωση 3.
3. «Ἕν μέν οὐδέν ἐστιν ὄνομα ὅ πᾶσαν ἐξαρκεῖ τήν τοῦ Θεοῦ φύσιν περιλαβόν, ἱκανῶς ἐξαγγεῖλαι» (Μέγας Βασίλειος, Κατά Εὐνομίου λόγος Α´ ΒΕΠ 52, 170.37-38). – «Χρή τοίνυν ἕκαστος τῶν ἐπί Θεοῦ λεγομένων οὐ, τί κατ᾽ οὐσίαν ἐστί, σημαίνειν οἴεσθαι, ἀλλ᾽ ἤ, τί οὐκ ἔστι, δηλοῦν ἤ σχέσιν τινά πρός τί τῶν ἀντιδιαστελλομένων ἤ τι τῶν παρεπομένων τῇ φύσει ἤ ἐνέργειαν» (Ἰωάννης Δαμασκηνός, Ἔκδοσις ἀκριβής... 9. Περί τῶν ἐπί Θεοῦ λεγομένων. Ἔκδοσις Πουρνάρα σ. 70). – Καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέει γιά τά «ὀνόματα» τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα γιά τό «Ὤν»: «Ὅσον δ᾽ οὖν ἐκ τῶν ἡμῖν ἐφικτῶν, ὁ μέν ὤν καί ὁ Θεός, μᾶλλόν πως τῆς οὐσίας ὀνόματα· καί τούτων μᾶλλον ὁ ὤν· οὐ μόνον ὅτι τῷ Μωϋσεῖ χρηματίζων ἐπί τοῦ ὄρους καί τήν κλῆσιν ἀπαιτούμενος, ἥ τίς ποτε εἴη, τοῦτο προσεῖπεν ἑαυτόν, “Ὁ ὤν ἀπέσταλκέ με” τῶ λαῷ κελεύσας εἰπεῖν· ἀλλ᾽ ὅτι καί κυριωτέραν ταύτην εὑρίσκομεν. Ἡ μέν γάρ τοῦ Θεοῦ, κἄν ἀπό τοῦ θέειν ἤ αἴθειν, ἠτυμολόγειται τοῖς περί ταῦτα κομψοῖς, διά τό ἀεικίνητον καί δαπανηρόν τῶν μοχθηρῶν ἕξεων – καί γάρ “πῦρ καταναλίσκον” ἐντεῦθεν λέγεται – ἀλλ᾽ οὖν τῶν πρός τι λεγομένων ἐστι καί οὐκ ἔφετος· ὥσπερ καί ἡ Κύριος φωνή, ὄνομα εἶναι Θεοῦ καί αὐτή λεγομένη· “Ἐγώ γάρ, φησί, Κύριος ὁ Θεός σου· τοῦτό μου ἐστιν ὄνομα”· καί “Κύριος ὄνομα αὐτῷ”. Ἡμεῖς δέ φύσιν ἐπιζητοῦμεν, ᾖ τό εἶναι καθ᾽ ἑαυτό και οὐκ ἄλλῳ συνδεδεμένον· τό δέ ὄν ἴδιον ὄντως Θεοῦ καί ὅλον, μήτε τῷ πρό αὐτοῦ, μήτε τῷ μετ᾽ αὐτόν, οὐ γάρ ἦν ἤ ἔσται, περατούμενον ἤ περικοπτόμενον. Τῶν δ᾽ ἄλλων προσηγοριῶν αἱ μέν τῆς ἐξουσίας· εἰσί προφανῶς, αἱ δέ τῆς οἰκονομίας καί ταύτης διττῆς» (Θεολογικός τέταρτος, ΙΗ´. ΙΘ´. ΒΕΠ 59,262.26-263.1-2). – Γιά τό «Ὤν» πάλι λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Δοκεῖ μέν οὖν κυριώτερον πάντων τῶν ἐπί Θεοῦ λεγομένων ὀνομάτων εἶναι τό ὤν, καθώς αὐτός χρηματίζων τῷ Μωσεῖ ἐπί τοῦ ὄρους φησίν· “Εἶπον τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ· ὁ ὤν ἀπέσταλκέ με”. Ὅλον γάρ ἐν ἑαυτῷ συλλαβών ἔχει τό εἶναι οἶόν τι πέλαγος οὐσίας ἄπειρον καί ἀόριστον». Στήν συνέχεια ὁ ἅγιος Πατέρας ἐτυμολογεῖ τό ὄνομα «Θεός» ἤ ἀπό τό «αἴθειν» (δηλ. «καίειν», γιατί ὁ Θεός εἶναι «πῦρ καταναλίσκον») ἤ ἀπό τό «θεᾶσθαι», ἐπειδή ὁ Θεός «ἀλάθητός ἐστι καί πάντων ἐπόπτης» (Ἔκδοσις ἀκριβής... 9. Ἔκδοσις Πουρνάρα σ. 70). – Βλ. καί Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου Περί θείων Ὀνομάτων  κεφ. V. VI (MPG 3,593 ἑξ.)· Ἐπιφανίου Κατά αἱρέσεων 69 (MPG 42,201 ἑξ.)· Ἀμβροσίου Ὑπόμνημα στόν ψαλμ. 43 καί Ἱερωνύμου Ἐπιστολή 136.
4. Θεοφίλου Πρός Αὐτόλυκον 1,3-4 (MPG 6,1028-1029). Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου Περί θείων ὀνομάτων κεφ. 1 § 5 (MPG 3,624 ἑξ.). Ἰωάν. Δαμασκηνοῦ Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως Α´ § 4. Καί ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος λέει: «Deus ineffabilis est; facilius dicimus quid non sit, quam quid sit» (Ὑπόμνημα στόν Ψαλμ. 85 § 12).
5. «Ὄνομα γάρ τῷ ἀρρήτῳ Θεῷ οὐδείς ἔχει εἰπεῖν· εἰ δέ τις τολμήσειεν εἶναι λέγειν, μέμηνε τήν ἄσωτον μανίαν» (Ἰουστῖνος, Ἀπολογία Α´, 11. ΒΕΠ 3,195. Βλ. καί Β´ Ἀπολ. 6,1. ΒΕΠ 3, 203 καί Ἀριστείδου Ἀπολογία 1. ΒΕΠ 3, 134.28 ἑξ.). Ἡ ἴδια ἰδέα λέγεται καί ἀπό τόν Χρυσόστομο στήν β´ ὁμιλία του στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή (MPG 63,19 ἑξ. «... Καί τί θαυμαστόν εἰ ἐπί Θεοῦ ὅπου γε οὐδέ ἐπί ἀγγέλου εὕροι τις ἄν ὄνομα τῆς οὐσίας δηλωτικόν; Τάχα δέ οὐδέ ἐπί ψυχῆς· οὐ γάρ μοι δοκεῖ τοῦτο τό ὄνομα παραστατικόν εἶναι τῆς οὐσίας αὐτῆς, ἀλλά τοῦ ψύχειν» στ. 23)· ὁμοίως λέει καί ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος (στήν ἑρμηνεία στόν Ψαλμ. 35), Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (Θεολογικός τέταρτος ΙΖ´ ΒΕΠ 59,12 ἑξ.). Ἰδιαίτερα βλ. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου Περί θείων ὀνομάτων 1,6. MPG 3,596: «Τοῦτο γοῦν εἰδότες οἱ θεολόγοι καί ὡς ἀνώνυμον αὐτήν (τήν Θεότητα) ὑμνοῦσι καί ἐκ παντός ὀνόματος. Ἀνώνυμον μέν ὡς ὅταν φασί τήν θεαρχίαν αὐτήν ἐν μιᾷ τῶν μυστικῶν τῆς συμβολικῆς θεοφανείας ὁράσεων ἐπιπλῆξαι τῷ φήσαντι· Τί τό ὄνομά σου; Kαί ὥσπερ ἀπό πάσης αὐτόν θεωνυμικῆς γνώσεως ἀπάγουσαν φάναι τό· καί ἵνατί ἐρωτᾶς τό ὄνομά μου; Καί τοῦτ᾽ ἔστι θαυμαστόν. Ἤ οὐχί τοῦτο ὄντως ἐστί θαυμαστόν ὄνομα τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα, τό ἀνώνυμον, τό παντός ὑπεριδρυμένον ὀνόματος ὀνομαζομένου, εἴτε ἐν τῷ ὀνόματι τούτῳ, εἴτε ἐν τῷ μέλλοντι; Πολυώνυμον δέ, ὡς ὅταν αὖθις αὐτήν εἰσάγωσι φάσκουσαν· Ἐγώ εἰμι ὁ ὤν· ἡ ζωή, τό φῶς, ὁ Θεός, ἡ ἀλήθεια, καί ὅταν αὐτοί τῶν πάντων αἴτιον οἱ θεόσοφοι πολυωνύμως ἐκ πάντων τῶν αἰτιατῶν ὑμνῶσιν, ὡς ἀγαθόν, ὡς καλόν, ὡς σοφόν, ὡς ἀγαπητόν, ὡς Θεόν θεῶν, ὡς Κύριον κυρίων, ὡς Ἅγιον ἁγίων, ὡς αἰώνιον, ὡς ὄντα, ὡς...». (Βλ. καί κεφ. Ζ´ § 1 MPG 3, 865).
6. Βλ. Θεοφίλου, Πρός Αὐτόλυκον 1,3-4. Γρηγορίου Θεολόγου Ὕμνος πρός τόν Θεόν, Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Εὐνομίου. Λόγος XII.
7. Βλ. καί Π. Τρεμπέλα Δογματική τόμ. 1, σ. 150 ἑξ. Ἰ. Καρμίρη Σύνοψις τῆς Δογματικῆς Διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας σ. 15.16 τοῦ ἰδίου Πανεπιστημιακαί παραδόσεις Ὀρθοδόξου Δογματικῆς (σημειώσεις φοιτητῶν) σ. 102 ἑξ. Π. Χρήστου Τό Μυστήριον τοῦ Θεοῦ σ. 32 ἑξ. (κεφάλαιον 2 Ἡ ὑπερβατικότης τοῦ Θεοῦ) καί Πρωτοπρ. Ἰ. Ρωμανίδου Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας τόμ. Α´ σ. 74 ἑξ.
8. Μεταξύ τῶν εἰδωλολατρῶν πολλοί πίστευαν περί τοῦ Θεοῦ ὅτι εἶναι ἐντελῶς ἄγνωστος. Γνωστό εἶναι τό ἐπεισόδιο μεταξύ τοῦ Ἱέρωνος καί τοῦ Σιμωνίδη. Ὁ τύραννος τῶν Συρακουσῶν Ἱέρων ζήτησε ἀπό τόν μεγάλο ποιητή νά τοῦ πεῖ, «Τί εἶναι ὁ Θεός». Καί ὁ Σιμωνίδης ζήτησε μιά μέρα διάστημα νά σκεφτεῖ στό ἐρώτημα· μετά τήν παρέλευση τῆς μιᾶς ἡμέρας ζήτησε τρεῖς ἡμέρες καιρό καί μετά τήν παρέλευση καί αὐτοῦ τοῦ καιροῦ ζήτησε προθεσμία ἕξι ἡμερῶν· καί ἀφοῦ πέρασαν οἱ ἕξι μέρες ζήτησε νέα προθεσμία δώδεκα μερῶν· τέλος ὁ Σιμωνίδης ἀπάντησε στόν τύραννο: «Ὅσο περισσότερο σκέπτομαι τό ἐρώτημά σου τόσο περισσότερο μοῦ φαίνεται σκοτεινό» (Cicero, De natura deorum 1,22. Βλ. ἐπίσης Πλάτωνος, Τίμαιος).
9. Εἰρηναίου Κατά αἱρέσεων 1,27.1. 3,24.2. 4,20.6.
10. Εἰρηναίου Κατά αἱρέσεων 4,6.4.
11. Βλ. τούς δέκα λόγους τοῦ Θεοδωρήτου Περί Προνοίας, MPG 83,556-774.
12. «Οὕτω διεκόσμησε τήν κτίσιν ὁ Θεός, ὥστε καί μή ἀμώμενον αὐτόν τῇ φύσει, ὅμως ἐκ τῶν ἔργων γιγνώσκεσθαι» (Ἀθανάσιος, Λόγος κατά Ἑλλήνων, MPG 25,4 ἑξ.). «Πᾶσιν ἡ γνῶσις τοῦ εἶναι Θεόν ὑπ᾽ αὐτοῦ φυσικῶς ἐγκατέσπαρται καί αὐτή δέ ἡ κτίσις καί ἡ ταύτης συνοχή τε καί κυβέρνησις τό μεγαλεῖον τῆς θείας ἀνακηρύττει φύσεως» (Κύριλλος Ἀλεξανδρ. Περί τῆς Ἁγίας καί ὁμοουσίου Τριάδος, MPG 75,9 ἑξ.). Οὗτως ὁ ἐκ Θεοῦ λόγος καί πᾶσι σύμφυτος καί πρῶτος ἐν ἡμῖν νόμος καί πᾶσι συνημμένος, ἐπί Θεόν ἠμᾶς ἀνήγαγεν ἐκ τῶν ὁρωμένων (Γρηγόριος Θεολόγος. Λόγος 28, κ. 16). Καί ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέει «ἐκ τῶν κτισμάτων» «καί ἀπό τῶν ὁρωμένων» ἀνάγεται ὁ ἄνθρωπος «εἰς τά ἀόρατα τοῦ Θεοῦ» νοῶν «τήν θείαν δύναμιν καί ἐνέργειαν ἐκ τῶν ἐνεργημάτων» αὐτῶν (Α´ 603. Γ´ 293). Ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης μάλιστα δεικνύει τάς τρεῖς ὁδούς διά τῶν ὁποίων θά φθάσουμε ἀπό τά δημιουργήματα στήν γνώση τοῦ Θεοῦ: «Ἐν τῇ πάντων ἀφαιρέσει καί ὑπεροχῇ καί ἐν τῇ πάντων αἰτίᾳ» (Περί θείων ὀνομάτων VII), δηλαδή: Τήν «Via negationis», πού συνίσταται στό νά ἀπορρίψουμε ἀπό τόν Θεό ὅλες τίς ἀτέλειες πού παρατηροῦμε στά δημιουργήματα· τήν «via causalitatis», κατά τήν ὁποία ἀποδίδουμε στόν Θεό ὡς αἰτία τίς τελειότητες ὅλων τῶν δημιουργημάτων καί τήν «via eminentiae», κατά τήν ὁποία ἀποδίδουμε στόν Θεότίς τελειότητες στόν ὑπέρτατο βαθμό. Ὅμως ἡ κτίση πλήν ἀπό μερικούς ὑπαινιγμούς γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καί γιά μερικές ἰδιότητές Του δέν μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει περισσότερο στήν σχέση μας μέ τόν Θεό (βλ. Μ. Φαράντου, Ἡ περί Θεοῦ ὀρθόδοξος Διδασκαλία σ. 511 ἑξ.).
13. «Εἷς μέν θεογνωσίας τρόπος ὁ διά τῆς κτίσεως ἁπάσης, ἕτερος δέ οὐκ ἐλάττων ὁ τοῦ συνειδότος» (Χρυσόστομος, Περί Ἄννης ὁμιλία Α´. Εἰς Ἅπαντα... 31, 703Β σ. 112).
14. Ἀθανάσιος, Κατά Ἑλλήνων, 25,4 ἑξ. κ.ἄ.
15. Ὁ Μ. Βασίλειος ἀφοῦ εἶπε ὅτι «Ἕν μέν οὐδέν ἐστιν ὄνομα ὅ πᾶσαν ἐξαρκεῖ τήν τοῦ Θεοῦ φύσιν περιλαβόν» λέει στήν συνέχεια: «Πλείω δέ καί ποικίλα κατ᾽ ἰδίαν ἕκαστον σημασίαν, ἀμυδράν μέν παντελῶς καί μικροτάτην, ὡς πρός τό ὅλον, ἡμῖν γε μήν ἐξαρκοῦσαν τήν ἔννοιαν συναθροίζειν. Ἐν τοίνυν τοῖς περί Θεοῦ λεγομένοις ὀνόμασι, τά μέν, τῶν προσόντων τῷ Θεῷ δηλωτικά ἐστι· τά δέ, τό ἐναντίον, τῶν μή προσόντων. Ἐκ δύο γάρ τούτων, οἱονεί χαρακτήρ τις ἡμῖν, ἐγγίνεται τοῦ Θεοῦ, ἐκ τε τῆς τῶν ἀπεμφαινόντων ἀρνήσεως, καί ἐκ τῆς τῶν ὑπαρχόντων ὁμολογίας» (Ἀνατρεπτικός ἀπολογητικοῦ Εὐνομίου Α´. ΕΠΕ 10,74.14 ἑξ.). Ἡ ἴδια ἰδέα ἐκφράζεται ἀπό τόν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη (Περί θείων ὀνομάτων κεφ. 4), τόν Θεοδώρητο (Λόγος Β´ Περί ἀρχῶν) καί τόν Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό (Ἔκδοσις ἀκριβής... Α´, 9).
16. «...Πολύ πρό τούτων ἡ ὑπέρ ταῦτα καί ἐξ ἧς ταῦτα φύσις ἄληπτός τε καί ἀπερίληπτος· λέγω δέ, οὐχ ὅτι ἔστιν, ἀλλ᾽ ἥτις ἐστίν. Οὐ γάρ κενόν ὅ δογματίζομεν· μή πάλιν τήν εὐγνωμοσύνην ἡμῶν ἀθεΐας λάβῃς ἀρχήν καί συκοφαντίας καί κατεπαρθῇς ὡς ὁμολογούντων τήν ἄγνοιαν» (Γρηγορίου Θεολ. Θεολογικός δεύτερος, Ε´ ΒΕΠ 59,221.28-35).
17. Βλ. Χρυσοστόμου Περί ἀκαταλήπτου Α´, MPG 48,702 ἑξ. Παραθέτουμε μία ὡραία περικοπή: «Καί σκόπει μοι τήν τοῦ Παύλου σύνεσιν· οὐ γάρ εἶπε, μέρος γινώσκομεν, ἀλλ᾽ Ἐκ μέρους γινώσκομεν, δηλῶν ὅτι τοῦ μέρους μέρος κατέχομεν. Τάχα ἐπιθυμεῖτε ἀκοῦσαι, καί πόσον μέρος κατέχομεν, καί πόσον ἀπολέλειπται, καί πότερον τό πλέον ἤ τό ἔλαττον κατέχομεν. Οὐκοῦν ἵνα μάθῃς ὅτι τό ἔλαττον κατέχεις, καί οὐχ ἁπλῶς τό ἔλαττον, ἀλλ᾽ ὡς ἄν εἴποι τις τό ἑκατοστόν ἤ τό μυριοστόν, ἄκουσον τῶν ἑξῆς· μᾶλλον δέ πρίν ἤ τήν ἀποστολικήν ὑμῖν ἀναγνῶναι φωνήν, ὑπόδειγμα ἐρῶ δυνάμενον ὑμῖν παραστῆσαι, ὡς ἐξ ὑποδείγματος δυνατόν, πόσον ὑπολέλειπται, καί πόσον ἐστίν ὅ κατέχομεν νῦν. Πόσον τοίνυν ἐστί τό μέσον τῆς μελλούσης ἡμῖν δοθήσεσθαι γνώσεως καί τῆς παρούσης νῦν; Ὅσον ἀνδρός τελείου πρός παῖδα θηλάζοντα τό μέσον· τοσαύτη γάρ τῆς μελλούσης γνώσεως πρός τήν παροῦσαν ἡ ὑπεροχή. Καί ὅτι τοῦτό ἐστιν ἀληθές, καί τοσοῦτον ἐκείνη ταύτης μείζων ἐστίν, αὐτός λεγέτω πάλιν ὁ Παῦλος. Εἰπών γάρ, Ἐκ μέρους γινώσκομεν, καί βουλόμενος δεῖξαι ἐκ πόσου μέρους, καί ὅτι τό βραχύτατον νῦν κατέχομεν, ἐπήγαγεν· Ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δέ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τά τοῦ νηπίου· νηπίου μέν ἕξει τήν παροῦσαν γνῶσιν, ἀνδρός δέ τελείου τήν γνῶσιν τήν μέλλουσαν παραβάλλων. Καί οὐκ εἶπεν, ὅτε ἤμην παῖς· παῖς γάρ καί ὁ δωδεκαετής λέγεται· ἀλλ᾽ Ὅτε ἤμην νήπιος, τόν ὑπομάζιον καί ἔτι γαλακτοτροφούμενον καί θηλάζοντα ἡμῖν ἐμφαίνων. Ὅτι γάρ ἡ Γραφή τοῦτόν φησι νήπιον, ἄκουσον τοῦ ψαλμοῦ λέγοντος· κύριε ὁ Κύριος ἡμῶν, ὡς θαυμαστόν τό ὄνομά σου ἐν πάσῃ τῇ γῇ· ὅτι ἐπήρθη ἡ μεγαλοπρέπειά σου ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν· ἐκ στόματος νηπίων καί θηλαζόντων κατηρτίσω τόν αἶνον. Ὁρᾷς ὅτι τόν νήπιον πανταχοῦ τόν θηλάζοντα καλεῖ; Εἶτα τῷ πνεύματι προορῶν τῶν μελλόντων ἀνδρῶν τήν ἀναισχυντίαν οὐχί τῷ ἑνί παραδείγματι τούτῳ μόνον ἠρκέσθη, ἀλλά καί δευτέρῳ καί τρίτῳ τοῦτο βέβαιον ἡμῖν ἐποίησε. Καθάπερ γάρ ὁ Μωυσῆς πρός Ἰουδαίους ἀποστελλόμενος τριῶν σημείων ἐλάμβανεν ἀπόδειξιν, ἵνα, ἐάν ἀπιστήσωσι τῷ προτέρῳ, τῆς τοῦ δευτέρου φωνῆς ἀκούσωσι, ἄν δέ καί ταύτης καταφρονήσωσι, τό τρίτον αἰσχυνθέντες καταδέξωνται τόν προφήτην· οὕτω καί οὗτος τρία τίθησιν ὑποδείγματα· ἕν μέν τό τοῦ παιδίου, λέγων. Ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐφρόνουν· δεύτερον τό τοῦ ἐσόπτρου· καί τρίτον τό τοῦ αἰνίγματος. Εἰπών γάρ, Ὅτε ἤμην νήπιος, ἐπήγαγε· Βλέπομεν νῦν δι᾽ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι. Ἰδού γάρ δεύτερον ὑπόδειγμα τῆς παρούσης ἀσθενείας, καί τοῦ ἀτελῆ τήν γνῶσιν εἶναι· τρίτον πάλιν τό Ἐν αἰνίγματι. Καί γάρ τό παιδίον ὁρᾷ μέν πολλά καί ἀκούει καί φθέγγεται, τρανόν δέ οὐδέν οὔτε ὁρᾷ, οὔτε ἀκούει, οὔτε φθέγγεται· καί φρονεῖ μέν, οὐδέν δέ διηρθρωμένον. Οὕτω καί ἐγώ οἷδα μέν πολλά, οὐκ ἐπίσταμαι δέ αὐτῶν τόν τρόπον. Ὅτι μέν γάρ πανταχοῦ ἔστιν ὁ Θεός οἶδα, καί ὅτι ὅλως ἔστι πανταχοῦ οἶδα· τό δέ πῶς οὐκ οἶδα· ὅτι ἄναρχός ἐστι καί ἀγέννητος καί ἀΐδιος, οἶδα· τό δέ πῶς οὐκ οἶδα· οὐ γάρ δέχεται λογισμός εἰδέναι πῶς οἷόν τε οὐσίαν εἶναι, μήτε παρ᾽ ἑαυτῆς μήτε παρ᾽ ἑτέρου τό εἶναι ἔχουσαν. Οἶδα ὅτι ἐγέννησεν Υἱόν, τό δέ πῶς ἀγνοῶ· οἶδα ὅτι τό Πνεῦμα ἐξ αὐτοῦ, τό δέ πῶς ἐξ αὐτοῦ οὐκ ἐπίσταμαι· βρώματα ἐσθίω, τό δέ πῶς μερίζονται εἰς φλέγμα, εἰς αἷμα, εἰς χυμόν, εἰς χολήν, ἀγνοῶ. Ταῦτα ἅπερ βλέπομεν καθ᾽ ἑκάστην ἡμέραν ἐσθίοντες ἀγνοοῦμεν, καί τήν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ πολυπραγμονοῦμεν;
Ποῦ τοίνυν εἰσίν οἱ το πᾶν ἀπειληφέναι τῆς γνώσεως λέγοντες, οἱ πρός τό βάραθρον τῆς ἀγνωσίας καταπεσόντες; Οἱ γάρ κατά τό παρόν λέγοντες ἀπειληφέναι τό πᾶν, εἰς τό μέλλον ἐρήμους ἑαυτούς τῆς παντελοῦς καθιστῶσι γνώσεως. Ἐγώ μέν γάρ ὁ λέγων, ὅτι ἐκ μέρους γινώσκω, κἄν εἴπω, ὅτι καταργεῖται ἡ γνῶσις αὕτη, πρός τό βέλτιον καί τελειότερον ὁδεύω, καταργηθείσης τῆς μερικῆς καί γενομένης τελειοτέρας· ἐκεῖνος δέ ὁ λέγων παντελῆ καί ὁλόκληρον καί τελείαν ἔχειν τήν γνῶσιν, εἶτα ὁμολογῶν αὐτήν καταργεῖσθαι ἐν τῷ μέλλοντι, ἔρημον ἑαυτόν ἀποφαίνει τῆς γνώσεως, ταύτης μέν καταργουμένης, ἑτέρας δέ τελειοτέρας οὐκ ἐπεισαγομένης· εἴπερ αὕτη ἐστί κατ᾽ αὐτούς ἡ τελεία» (Εἰς Ἅπαντα... 1,446. D ἑξ.).
18. Βλ. Χρυσοστόμου Ὁμιλία ΙΑ´ εἰς Φιλιππησίους § 2 ἑξ. MPG 62,265 ἑξ. Κλήμ. Ἀλεξ. Στρωματεῖς βιβλ. Ζ´ κεφ. 10. ΒΕΠ 8,270.33 ἑξ. Ἀθανασίου Ἐπιστολή Α´ πρός Σεραπίωνα κεφ. 20 MPG 26,577 (Εἶναι ὡραῖο αὐτό πού γράφεται στό κεφάλαιο αὐτό: «Ἡ Θεότης οὐκ ἐν ἀποδείξει λόγων, ὥσπερ εἴρηται, παραδίδοται, ἀλλ᾽ ἐν πίστει καί εὐσεβεῖ λογισμῷ μετ᾽ εὐλαβείας») Αὐγουστίνου Ἐπιστολή 120 πρός Consentium.
19. Ἡ περί Θεοῦ Ὀρθόδοξος Διδασκαλία σ. 481.
20. Ἐπιστολή 234, 1 ΒΕΠ 55,283. Βλ. Ἐπισκόπου Καλλίστου Γουέαρ. Ὁ Ὀρθόδοξος Δρόμος (Ἐκδόσεις «Ἑπτάλοφος») σ. 27 ἑξ. Π. Χρήστου, Τό Μυστήριο τοῦ Θεοῦ, σ. 50 ἑξ.
21. Βλ. Μ. Φαράντου, Ἡ περί Θεοῦ Ὀρθόδοξος Διδασκαλία σ. 482 ἑξ. – π. Ἰ. Ρωμανίδη, Ρωμαῖοι ἤ Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τόμ. 1 σ. 120 ἑξ.
22. Βλ. Μ. Φαράντου, Ἡ περί Θεοῦ Ὀρθόδοξος διδασκαλία σ. 505 (ὅπου καί οἱ παραπομπές τῶν χωρίων).
23. Ρωμαῖοι ἤ Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τόμ. 1, σ. 122-123.
24. Ἡ λ. «φύση» γιά τόν Θεό πρέπει νά χρησιμοποιεῖται μέ ἐπιφύλαξη, γιατί, ὅπως ἡ ἀντίστοιχη λατινική λέξη «natura», ἔχει τήν ἔννοια τῆς προέλευσης, τῆς γέννησης, πού δέν πρέπει νά νοεῖται γιά τόν ἄκτιστο Θεό. Χρησιμοποιεῖται ὅμως ἡ λέξη στήν θεολογία μας ἀπό τήν ἐποχή τῶν Πατέρων (βλ. Παναγ. Χρήστου, Τό Μυστήριο τοῦ Θεοῦ, σ. 29.
25. Στό βιβλίο του Τό Μυστήριο τοῦ Θεοῦ σ. 31.
26. Λόγος 38,7. MPG 36,317C.
 
Πηγή:  http://katanixis.blogspot.com/2014/09/blog-post_8.html