Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνική Γλώσσα

Τήν Τετάρτη 15 Ἰανουαρίου 2014, καί στό πλαίσιο τῶν ἐκδηλώσεων τοῦ Ο.Δ.Ε.Γ. Πειραιῶς πραγματοποιήθηκε ἐνώπιον ἐκλεκτοῦ ἀκροατηρίου στήν αἴθουσα Βαρώνου Κίμωνος Ράλλη τοῦ Πειραϊκοῦ Συνδέσμου, ὁμιλία τοῦ Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ μέ θέμα «Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνική Γλώσσα».Στόν π. Γεώργιο Μεταλληνό, ὀφείλουμε ἰδιαίτερες εὐχαριστίες, τόσο γιά τήν παρουσία του ὅσο και γιά τήν εὐγενῆ παραχώρηση τοῦ κειμένου τῆς ὁμιλίας του, τό οποῖο καί παραθέτουμε στό σύνολό του.

Ἑλληνική Γλῶσσα καί Ὀρθοδοξία
πρωτοπρ. π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός

Ὁμότ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

1. Ἡ Ὀρθοδοξία ἀποτιμᾶ μέ ρεαλισμό τόν ἀνθρώπινο λόγο, ἀναγνωρίζουσα τήν ἀποφασιστική του σημασία γιά τήν δόμηση καί λειτουργία τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας. Αὐτό δηλώνει σέ ἕνα ἐκπληκτικό γιά τήν ἀκρίβεια καί σαφήνειά του κείμενο ὁ Μ. Βασίλειος. Πρόκειται γιά τήν Ὁμιλία του «Εἰς τό πρόσεχε σεαυτῷ»1, πού ἀποτελεῖ ἐπιτομή τῆς ὀρθόδοξης ἀνθρωπολογίας: «Τήν τοῦ λόγου χρῆσιν δέδωκεν ἡμῖν ὁ κτίσας Θεός, ἵνα τάς βουλάς τῶν καρδιῶν ἀλλήλοις ἀποκαλύπτωμεν καί διά τό κοινωνικόν τῆς φύσεως, ἕκαστος τῷ πλησίον μεταδῶμεν, ὥσπερ ἐκ τινων ταμιείων τῶν τῆς καρδίας κρυπτῶν προφέροντες τά βουλεύματα»2.

Ὁ λόγος ἀποτελεῖ δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο καί συντελεῖ στή φανέρωση τῶν ἐνδομύχων σκέψεων γιά τήν πραγμάτωση τῆς κοινωνίας (ἐπικοινωνίας) μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἀνθρωπολογική κατοχύρωση τῆς σημασίας τοῦ λόγου δίνεται ἀπό τόν ἅγιο Πατέρα στή συνέχεια: «Εἰ μέν γάρ γυμνῇ τῇ ψυχῇ διεζῶμεν, εὐθύς ἄν ἀπό τῶν νοημάτων ἀλλήλοις συνεγινόμεθα. Ἐπειδή δέ ὑπό παραπετάσματι καλυπτομένη ἡμῶν ἡ ψυχή τάς ἐννοίας ἐργάζεται, ρημάτων δεῖται καί ὀνομάτων πρός τό δημοσιεύειν τά ἐν τῷ βάθει κείμενα». Ἡ συγκάλυψη τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα ἐπιβάλλει τήν χρήση τοῦ λόγου ὡς μέσου ἐκφράσεώς της.

Ἀλλά καί ἡ λειτουργία τοῦ λόγου περιγράφεται ἀπό τόν Μ. Βασίλειο: «Ἐπειδάν οὖν ποτε λάβηται φωνῆς σημαντικῆς ἡ ἔννοια ἡμῶν, ὥσπερ πορθμείῳ τινί τῷ λόγῳ ἐποχουμένη διαπερῶσα τόν ἀέρα, ἐκ τοῦ φθεγγομένου μεταβαίνουσα πρός τόν ἀκούοντα, ἐάν μέν εὕρῃ γαλήνην βαθεῖαν καί ἡσυχίαν, ὥσπερ λιμέσιν εὐδίοις καί ἀχειμάστοις, ταῖς ἀκοαῖς τῶν μανθανόντων ὁ λόγος ἐγκαθορμίζεται. Ἐάν δέ οἷον ζάλη τις τραχεῖα ὁ παρά τῶν ἀκουόντων θόρυβος ἀντιπνεύσῃ, ἐν μέσῳ τῷ ἀέρι διαλυθείς ὁ λόγος, ἐναυάγησε»4. Συνδέεται, ἔτσι, ἡ φυσική λειτουργία τοῦ ἀνθρωπίνου λόγου μέ τήν χρήση του στό ἐκκλησιαστικό κήρυγμα καί μεταφερόμεθα ἀπό τόν Μ. Βασίλειο στό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικής λατρευτικής πράξεως.

Ὑπόβαθρο, φυσικά, τῶν λόγων τοῦ Μ. Βασιλείου εἶναι ἡ ἀριστοτελική θεωρία περί «ἐνδιαθέτου» καί «προφορικοῦ» λόγου, τήν ὁποία διέσωσε στή χριστιανική διατύπωσή της ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός5. Ὁ λόγος ὁ προφορικός εἶναι κατά τόν Μ. Βασίλειο6, «νοῦς προπεμπόμενος», ὅπως ὁ ἐνδιάθετος εἶναι «λόγος ἐγκείμενος»7. Ἔτσι, δίδεται μιά σπουδαία ψυχολογική ἐρμηνεία τῆς «λογικῆς» λειτουργίας τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ πατερική διδασκαλία δέχεται ὁμόφωνα τήν μοναδικότητα καί ἱδιαιτερότητα τοῦ ἀνθρώπου ὡς πρός τά ζῶα, διότι, πέρα ἀπό ὅλα τά ἄλλα, μόνο τόν ἄνθρωπο προίκισε ὁ Θεός μέ τό χάρισμα τοῦ λόγου8. Στή φύση τῶν ζώων ἀπουσιάζει ὁ λόγος σέ ὅλες τίς ἐκδοχές του. Γι’ αὐτό ὁ ἄνθρωπος καλεῖται «λογικός» καί τά ζῶα «ἄλογα», καί εἶναι ὑποχείρια στόν ἄνθρωπο9. Οἱ ἄνθρωποι «διά λόγου τόν Θεόν ἀπεγνώκαμεν» καί «λόγῳ τόν Κτίστην γεραίρομεν»10. Ἀπό τήν καθημερινή χρήση δηλαδή, πού ἐπιβάλλει τό «κοινωνικόν» τοῦ ἀνθρώπου, ὁ λόγος αἴρεται στή σφαίρα τῆς θεογνωσίας και τῆς ὁμολογίας της, διά τῆς γραπτῆς ἤ προφορικῆς ἐκφράσεως τῶν ἐμπειριῶν της. «Λόγῳ θεογνωσία κηρύττεται», κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης11.

2.    Στήν ἁγιοπατερική παράδοση γίνεται σαφέστατα ἡ διάκριση ἀνάμεσα στή δύναμη τοῦ λόγου, μέ τήν ὁποία εἶναι ἐκ Θεοῦ ὁπλισμένος ὁ ἄνθρωπος καί στήν γλῶσσα ὡς «σημαντική» τοῦ λόγου. Τά ρήματα δηλαδή καί ὀνόματα, τά ὁποία δημιουργεῖ μέ τή λογική του δύναμη12 ὁ ἄνθρωπος13. Ὁ Θεός «πραγμάτων ἐστί δημιουργός, οὐ ρημάτων ψιλῶν»14. Ἡ γλῶσσα, ὡς σύνολο ρημάτων καί ὀνομάτων, καί ὁ μηχανισμός τῆς διασυνδέσεώς τους, εἶναι ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπου. Καμμιά ἀνθρώπινη γλῶσσα, συνεπῶς, δέν δημιούργησε ὁ Θεός, ὥστε νά μπορεῖ νά καυχηθεῖ κάποιος λαός, ὅτι ἡ γλῶσσα του εἶναι θεόσδοτη. Ὁ Τριαδικός Θεός δέν ἔχει ἀνάγκη ὀνομάτων ἤ ρημάτων, γιά νά κοινωνήσει μαζί μας15. Δέν ἀποκαλύπτεται, μιλώντας κάποια ἀνθρώπινη γλῶσσα. Φανερώνεται στόν ἄνθρωπο καί θεᾶται ἀπό τόν θεόπτη ἄνθρωπο, ὡς ἄκτιστη «δόξα» καί «βασιλεία», ὡς Φῶς ὑπερφυσικό καί ὑπερουράνιο. Ὁ ἄνθρωπος ἐκφράζει τή θεοπτική του ἐμπειρία μέ τήν γλῶσσα, πού χρησιμοποιεῖ, χωρίς πάλι νά μπορεῖ νά ταυτισθεῖ ποτέ ἡ θεοπτική ἐμπειρία μέ τά χρησιμοποιούμενα _γιά τήν ἔκφρασή της κτιστά ρήματα καί νοήματα. Θεολογοῦμεν, «ὡς ἄν ᾖ δυνατόν ἐξαγγεῖλαι διά τήν τῆς φύσεως ἡμῶν πτωχείαν»16. Ἐπειδή ὁ Θεός «ὑπερέχει πάντα νοῦν», κατά τόν Μ. Βασίλειο, προσεγγίζεται μέ τήν «καθαράν καρδίαν» (Ματθ. 5,8), διά τῆς σιωπῆς: «Ἐκεῖνο γάρ σιωπῶμεν, ὅ διά ρημάτων ἀδυνατοῦμεν ἐξαγγεῖλαι»17. Αὐτό ἐκφράζει θεόπνευστα ὁ ἅγιος Κοσμάς Μαϊουμᾶ στόν Κανόνα τῶν Χριστουγέννων: «Στέργειν μέν ἡμᾶς, ὡς ἀκίνδυνον φόβῶ, ῥᾶον σιωπῇ». («Ἐπειδή εἶναι ἀκίνδυνο, λόγῳ τοῦ (θείου) φόβου, εὐκολότερα λατρεύουμε τόν Θεό μέ τήν σιωπή (μας)»).

Ἡ ποικιλία ἐξ ἄλλου, τῶν ἀνθρωπίνων γλωσσῶν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς διαιρέσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ὅπως διδάσκει ἡ Γραφή μέ τή διήγηση γιά τόν Πύργο τῆς Βαβέλ (Γεν. Κεφ. 11). Συντελεῖται, ἔτσι, ἡ διάσπαση καί διάθλαση τῆς μιᾶς ἀνθρώπινης γλώσσας σέ πολλές καί οἱ ἄνθρωποι ὀνομάζουν τά πράγματα «κατά τήν ἐπιχωριάζουσαν ἐν ἑκάστῳ ἔθνει συνήθειαν»18. Ἀπό τήν ἐσωτερική-καρδιακή ἑνότητα ὁδηγήθηκε ἡ ἀνθρωπότητα στήν καρδιακή καί γλωσσική σύγχυση καί διαίρεση. Ἡ Πεντηκοστή, μέ τήν «τοῦ Πνεύματος ἐπιδημίαν», θά εἶναι ἡ ἐπανσύνδεση τῶν ἀνθρωπίνων καρδιῶν στήν «κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» καί σέ μία γλῶσσα, τήν γλῶσσα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐκφραζομένη ὡς «ἑνότητα τῆς πίστεως» καί κοινή δοξολογία. «Εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε (ὁ Θεός) καί συμφώνως δοξάζομεν τό Πανάγιον Πνεῦμα». Ἡ γλωσσική στις ἀνθρώπινες κοινωνίες ποικιλία μένει, ὡς καρπός τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά ἀποκαθίσταται ἡ ἐσωτερική ἑνότητα, τήν ὁποία προσπαθεῖ κατά τό δυνατό, νά ἐκφράσει ἡ ἀτελής καί πεπερασμένη ἀνθρώπινη (ὁποιαδήποτε) γλῶσσα.

3.    Ἀφοῦ καμμιά γλῶσσα δέν ἔχει θεία προέλευση, γι’ αὐτό καί καμμιά γλῶσσα δέν μπορεῖ νά διεκδικήσει γιά τόν ἑαυτό της τό χαρακτήρα τῆς ἱερῆς γλώσσας. Εἶναι γνωστή ἀπό τήν ἱστορία ἡ πλάνη τῶν Τριγλωσσιτῶν ἤ Πιλατιανῶν, τήν ὁποία ἀντιμετώπισε ὡς αἵρεση ἡ Ὀρθοδοξία στά πρόσωπα μεγάλων πατερικῶν μορφῶν της19. Ἡ πατερική παράδοση δέχεται τή σχετικότητα ὅλων τῶν γλωσσῶν στήν ἔκφραση τῶν ἐμπειριῶν τῆς θείας ἀποκάλυψης. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης διαλύει, ἔτσι, κάθε ἐθνικιστική θεώρηση τῆς ἑβραϊκῆς γλώσσας, μή δεχόμενος κατ’ ἀρχήν ατό ἐλάχιστο τήν ἱστορική προτεραιότητά της, ἀλλά καί τονίζοντας ὅτι χρησιμοποιήθηκε «εἰς τό νηπιώδες τῶν ἄρτι τῇ θεογνωσίᾳ προσαγομένων»20. Λόγω τῆς νηπιότητας τῶν ἀνθρώπων χρησιμοποιήθηκε παιδαγωγικά ἡ ἀπλή ἑβραϊκή, μέχρις ὅτου ὁ Λαός τοῦ Θεοῦ, ὡς Νέος Ἰσραήλ, χρησιμοποιήσει ὡς τελειότερη -ἀλλά πάντοτε ἀτελή- γλῶσσα τήν Ἑλληνική.

Στά ὅρια τῆς θείας συγκαταβάσεως νοεῖται καί ἡ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας. Τό γεγονός τῆς θείας σαρκώσεως ὑπῆρξε, ἄλλωστε, ἡ αὐτομετάφραση τοῦ Θείου Λόγου στήν ἀνθρώπινη «γλῶσσα», γιά τήν κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μαζί Του. Ὁ Θεός «αὐτεπάγγελτος», σαρκώνεται «δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν». Εἰσέρχεται μέσα στήν ἱστορική πραγματικότητα «ἐν σαρκί» καί κοινωνεῖ μαζί μας στή δική μας «γλῶσσα», διότι, ὅπως λέγει στόν νυκτερινό Του μαθητή Νικόδημο: «Εἰ τά ἐπίγεια εἶπον ὑμῖν καί οὐ πιστεύετε, πῶς ἄν εἴπω ὑμῖν τά ἐπουράνια πιστεύσετε;» (Ἰω. 3,12). Ὅπως παρατηρεῖ σχετικά, πάλι ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, «συμμετρεῖ ταῖς ἀνθρωπίναις ἀκοαῖς τήν ἑαυτοῦ φωνήν» ὁ Χριστός. Ἄν, τώρα, θέλαμε μιά ἄλλη συσχέτιση, ἡ Μεταμόρφωση στό Θαβώρ ἦταν ἡ (αὐτο)ερμηνεία τοῦ Θεανθρώπου, μέ τήν φανέρωση τῆς θεότητάς Του.

4.  Ὁ Ἱησοῦς Χριστός χρησιμοποιεῖ κατά τήν ἐπίγεια δράση Του τίς γλῶσσες τοῦ περιβάλλοντός Του (ἀραμαϊκή καί ἑλληνική), ὅπως καί οἱ Μαθητές καί Ἀπόστολοί Του. Ἄλλωστε, ἀπό τόν γ’ π.Χ, αἰώνα στήν ἰουδαϊκή διασπορά εἶχε ἐπικρατήσει ἡ ἑλληνιστική κοινή (πρβλ. τή Μετάφραση τῶν Ο’). Ἔτσι ἡ ἑβραϊκή παρέρχεται ὡς «σκιά» καί δίνει τή θέση της στήν Ἑλληνική Κοινή, πού γίνεται ἡ γλῶσσα τῆς Καινῆς, ἀλλά καί τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιά τήν Ἐκκλησία. Ἡ ἑλληνική γλῶσσα σέ ὅλες της τίς ἱστορικές μορφές καί μετά τήν ἀποστολική ἐποχή γίνεται ἡ γλῶσσα τῶν Πατέρων, διακονεῖ τό κήρυγμα τῆς ἀληθείας, στά ὅρια τῆς ἑλληνο-ρωμαϊκῆς Οἰκουμένης, καί μέσω αύτῆς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία στήν σωτηρία.

Ἡ ἑλληνική γλῶσσα, ὡς γλῶσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τοῦ μεγαλύτερου καί περισσότερο πρωτότυπου μέρους τῆς πατερικῆς παραδόσεως, γίνεται ἡ γλῶσσα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ἐντάσσεται στό θεῖο σχέδιο τῆς σωτηρίας. Κατά τήν εὐρύτατα γνωστή ἑρμηνεία, τό «πλήρωμα τοῦ χρόνου», ὡς ὁ «καιρός» τῆς θείας σαρκώσεως, δέν σχετίζεται μόνο μέ τό πανίερο πρόσωπο τῆς Δεσποίνης Μαρίας, ἀλλά καί μέ τίς ἱστορικές συνθῆκες, τήν πολιτειακή καί γλωσσική ἑνότητα τῆς έποχῆς, στό πλαίσιο τῆς PaxRomana καί τῆς linguafranca. Ἔτσι, στά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τή νηπιακή γλῶσσα, τήν ἑβραϊκή, συντελεῖται ἡ μετάβαση στή γλῶσσα τῆς ἀνθρωπίνης ἐνηλικιώσεως, τήν έλληνική, ἔξω ἀπό κάθε ἔννοια ἐθνι(κιστι)κῶν ἀνταγωνισμῶν ἤ σκοπιμοτήτων. Εὐαγγέλιο καί ἑλληνική γλῶσσα θά συνδεθοῦν ἀναπόσταστα, ὄχι ὡς γλῶσσα μόνο ἑνός ἔθνους, ἀλλά γλῶσσα ὅλης τῆς Οἰκουμένης. Αὐτή ἡ γλῶσσα γίνεται ἡ ἀνθρώπινη -ἱστορική- σάρκα τοῦ θείου «Λόγου», ἑνωμένη «ἀδιαίρετα», ἀλλά καί «ἀσύγχυτα» μαζί Του.

Αὐτή τήν διαχρονική σύνδεση Ὀρθοδοξίας καί Ἑλληνικότητας ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν γλῶσσα, κηρύσσοντας τήν ἀνάγκη γνώσεως τῆς Ἑλληνικῆς γιά τήν κατανόηση τοῦ Εὐαγγελίου ὡς Ὀρθοδοξίας. Ἀδελφοί μου -ἔλεγε στό κήρυγμά του- «νά σπουδάζετε τά παιδιά σας νά μανθάνουν τά ἑλληνικά, διότι καί ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι εἰς τήν ἑλληνικήν (γλῶσσαν)…». Καί σέ ἄλλο σημεῖο: «Πρέπει νά στερεώνετε σχολεῖα ἑλληνικά, νά φωτίζωνται οἱ ἄνθρωποι, διότι διαβάζοντας ἑλληνικά, τά ηὗρα, ὁπού λαμπρύνουν καί φωτίζουν τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου»21. Μή ξεχνάμε δέ, ὅτι ἑλληνικά ἐδῶ εἶναι ἡ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν Πατέρων καί ὄχι ἡ ἀπλουστευμένη ἑλληνική, τά Ρωμαίικα.

5.   Ἡ ἑλληνική γλῶσσα μέ τήν πρόσληψή της ἀπό τήν Ἐκκλησία, βαπτίζεται στό ἐκκλησιαστικό σῶμα, πεθαίνει καί ἀναγεννᾶται, καί γίνεται γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας, μέ μιά ἱδιαιτερότητα ὅμως, πού τήν διαφοροποιεῖ ἀπό τά Ἑλληνικά τοῦ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας κόσμου. Ἄν θέλαμε νά προσδιορίσουμε τά κύρια χαρακτηριστικά τῆς ἐκκλησιοποιημένης ἑλληνικῆς γλώσσας, θά μέναμε στά ἀκόλουθα σημεῖα:

α) Ἡ ἑλληνική, ὡς γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας-Ὀρθοδοξίας, εἶναι γλῶσσα διακονική καί ποιμαντική. Ὅπως σ’ ὅλους τούς χώρους, ἔτσι καί ἐδῶ, ἡ Ὀρθοδοξία δέν ὑποδουλώνεται στό πρόσλημμα. Τό βάρος πέφτει στό προσφερόμενο, στό μήνυμα τῆς ἀλήθειας καί ὄχι στό ἔνδυμά του. Οἱ Ἅγιοι, Πατέρες καί Μητέρες τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅσο καί ἄν κατέχουν τόν ἑλληνικό λόγο, εἶναι θεούμενοι καί ὄχι ἁπλῶς πεπαιδευμένοι. Εἶναι Πατέρες ὄχι ὡς «διδάσκαλοι τοῦ Γένους», ἀλλά ὡς μυσταγωγοί στή θεία, τήν «ἄνωθεν» σοφία, στόν τρόπο δηλαδή θεώσεως-σωτηρίας. Ἡ παιδεία, καί μαζί καί ἡ γλῶσσα, εἶναι γι’ αὐτούς ἕνα ἀπό τά ἀριστοτελικά «μέσα». Μέσα σ’ αὐτό τό πλαίσιο νοεῖται ὁ φοβερός ἐκεῖνος λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Οὔκουν ἀτιμαστέον τήν παίδευσιν, ἐπειδή οὕτω δοκεῖ τισιν»22, μέ τόν ὁποῖο ἀποστομώνει τούς «ὑπεράγαν ὀρθοδόξους», τούς Φιλισταίους τῆς παιδείας «συντηρητικούς» τῆς ἐποχῆς του. Γι’ αὐτό καί δέν θά διστάσει νά γράψει στόν Σταγείριο: «Ἀττικός σύ τήν παίδευσιν; ἀττικοί καί ἡμεῖς»23. Ἡ γλῶσσα ὅμως οὔτε σ’ αὐτόν, οὔτε σέ κανέναν ἄλλο Πατέρα, ἀπολυτοποιεῖται ἤ θεωρεῖται καθ’ αὐτήν, ὡς αὐτονομημένο μέγεθος καί ἀφορμή καυχήσεως.

Ὅπως ἡ χρήση τῆς τέχνης στήν ἐκκλησιαστική παράδοση δέν τήν καθιστᾶ μέσο αὐτοπροβολῆς ἤ κοσμικῆς διακρίσεως, ἔτσι καί ἡ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι γι’ αὐτήν παρά μέσον στήν ἐπιτέλεση τῆς ποιμαντικῆς καί ἱεραποστολικῆς της διακονίας. Στό χῶρο δέ εἰδικά τῆς ἱεραποστολῆς καταξιώνεται κάθε ἀνθρώπινη γλῶσσα, καί ἡ ἀτελέστερη καί ἁπλούστερη, καί γίνεται φορέας τοῦ μηνύματος τῆς σωτηρίας (κορεατικά-σουαχίλι). Ἡ Ὀρθοδοξία δέν ἱεροποίησε καμμιά γλῶσσα, ὅπως εἰπώθηκε παραπάνω. Οἱ ἅγιοί μας προσφέρουν «τῷ Λόγῳ τούς λόγους», «Λόγῳ πλέκοντες ἐκ λόγων μελωδίαν, ᾧ τῶν πρός ἡμᾶς ἥδεται δωρημάτων» (Ἰαμβικός κανόνας Χριστουγέννων).

β) Ἡ χρήση τῆς γλώσσας γίνεται στήν Ἐκκλησία (Ὀρθοδοξία) χωρίς ἰδεολογικές προκαταλήψεις- ἀκόμη καί καλλιτεχνικές. Γι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες δέν θηρεύουν τήν γλωσσική τελειότητα γιά προσωπική καταξίωση. Ἡ τελειότητα τῆς γλώσσας τῶν Μεγάλων Πατέρων εἶναι ἁπλῶς καρπός τῆς ὑψηλῆς παιδείας τους καί ὄχι ἀποτέλεσμα σκοπιμότητας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος κατακρίνει τό «κατεγλωττισμένον καί ἔντεχνον» καί ἐπαινεῖ «τό ἁπλοῦν καί εὐγενές» τοῦ λόγου24. Γι’ αὐτό καί τούς μεγαλύτερους αἱρετικούς τῆς ἐποχῆς του, τούς Εὐνομιανούς (ἀκραίους Ἀρειανούς), τούς ἀποκαλεῖ «κομψούς τῷ λόγῳ», διότι στήριζαν τήν «θεολογία» τους στήν ὡραιολογία καί τόν ἐξ αὐτῆς ἐντυπωσιασμό. Γενικά, γιά τήν πατερική παράδοση ὅλων τῶν αἰώνων ἰσχύει ἕνας ἀπαράβατος κανόνας, πού ἐφαρμόζει, ἄλλωστε, σ’ ὅλες τίς περιπτώσεις: Ὅποιος ἔχει νά πεῖ κάτι βαθύ καί ἀληθινό, τό λέει μέ κάθε ἁπλότητα καί σαφήνεια. Μόνο αὐτός, πού δέν ἔχει νά ἀρθρώσει λόγο σοφίας, προσπαθεῖ νά ἐντυπωσιάσει μέ τήν στριφνότητα τοῦ λόγου του καί τήν ἀκαταληψία.

Θά μποροῦσε νά παρατηρήσει κανείς ὅτι καί στήν πατερική παράδοση ἀπαντοῦν ἀρχαϊκές μορφές, ὅπως τά προσωδιακά μέτρα στήν ὑμνογραφία, ἤ τά Ἔπη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις ὅμως πάλι διακονεῖται ἡ ἐκκλησιαστική ἀλήθεια. Οὔτε, πάλι, πρόκειται γιά ἐπίδειξη γνώσεων, ὅπως ἔχει εἰπωθεῖ! Ὁ Γρηγόριος ἀντιμετωπίζει τά ἀντιχριστιανικά μέτρα τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (ἐμπόδιζε στούς Χριστιανούς τά κλασσικά γράμματα) ἤ τούς χρησιμοποιοῦντες παρόμοια γλωσσική μορφή Ἀπολλιναρίους (πατέρα καί υἱό), πού καθιστοῦσαν τήν γλῶσσα μέσο αἱρετικῆς προπαγάνδας. Κινεῖται, δηλαδή, στά ὅρια τῆς ποιμαντικῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά καί ἀργότερα, ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνός (+750) θά μᾶς δώσει τούς περίφημους Ἰαμβικούς Κανόνες του (Χριστούγεννα, Θεοφάνεια, Πεντηκοστή) και ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος (+638) τά Ἀνακρεόντειά του. Εῖναι ὅμως χαρακτηριστικό, ὅτι ἡ ἀρχαΐζουσα ποίηση τοῦ δευτέρου, ὅπως καί τοῦ Γρηγορίου, δέν πέρασε στήν ἐκκλησιαστική λατρεία, τοῦ πρώτου δέ οἱ Ἰαμβικοί Κανόνες -ἀληθινά ποιητικά ἀριστουργήματα- μπῆκαν στήν λατρεία, ἀλλ’ ὡς «δεύτεροι» Κανόνες τῶν ἀντιστοίχων ἑορτῶν, μέ πρώτους ἐκείνους, πού γράφτηκαν στήν τρέχουσα γλῶσσα καί μέ τά καθιερωμένα πιά ἐκκλησιαστικά τονικά (καί ὄχι προσωδιακά) μέτρα.

Τήν προτεραιότητα συνεπῶς, στήν ἐκκλησιαστική λειτουργική πράξη ἔχει «ἡ δύναμις τῶν ρημάτων», ἡ ἐγκλειομένη στά λόγια Χάρη, καί ὄχι τό ἔνδυμα, γλωσσικό ἤ μουσικό, ἡ μορφή. Τήν στάση δέ τῶν θεουμένων Πατέρων ἀπέναντι στήν γλῶσσα ἐκφράζει καθοριστικά ἕνα ἱστορικό ἀνέκδοτο, συνδεόμενο μέ τό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ἐπισκόπου Τριμυθοῦντος (τῆς Κύπρου). Συμμετεῖχε σέ μιά Θεία Λειτουργία στή Λήδρα, τήν σημερινή Λευκωσία. Ὁ ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τριφύλλιος ἦταν ἀρχαϊστής. Ἔτσι , στό κήρυγμά του τό γνωστό χωρίο τοῦ Εὐαγγελίου «ἆρον τόν κράββατόν σου καί περιπάτει» (Μάρκ. 2,10) τό μετέβαλε σέ «ἆρον τόν σκίμποδά σου καί περιπάτει». Τότε ὁ ἅγιος Σπυρίδων σηκώθηκε γιά νά ἐγκαταλείψει τήν σύναξη, λέγοντας, ὅτι δέν μπορεῖ νά ἀνεχθεῖ τό νά ντρέπεται κανείς νά χρησιμοποιήσει τήν γλῶσσα, πού δέν ντράπηκε ὁ ἴδιος ὁ Θεός, στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, νά χρησιμοποιήσει25. Καταλαβαίνει, λοιπόν κανείς, γιατί ἡ πατερική Ὀρθοδοξία μένει ἔξω ἀπό κάθε εἶδος γλωσσικῶν ἀγώνων καί ἀπό κάθε γλωσσικό μονισμό, πού ἐμπνέει ἡ ἀντορθόδοξη συντηρητικότητα.

γ) Ἡ ἐκκλησιαστική γλῶσσα ἔχει σαφήνεια καί ἁπλότητα Ὁ μή ἐγκλωβισμός της σέ ὁποιεσδήποτε τάσεις καί χρήσεις, συντελεῖ στό νά διατηρεῖ ἐκφραστική καθαρότητα. Ὡς ἱστορική σάρκα τοῦ «θείου λόγου» εἶναι καί αὐτή «χωρίς ἁμαρτίας», ὅπως ἡ «ἀνθρωπότητα (ἀνθρώπινη φύση) τοῦ Χριστοῦ. Ἀποφεύγεται ὁ ἐντυπωσιασμός πρός ὁποιαδήποτε κατεύθυνση. Ὁ λόγος τῆς Ὀρθοδοξίας πρέπει νά περνᾶ ἀπό τίς ἀκοές στήν καρδιά τῶν ἀκουόντων, ἀβίαστα καί ἄμεσα. Γι’ αὐτό καί ἡ (πατερική) Ὀρθοδοξία ἀπευθύνεται στήν γλῶσσα (ἀπό κάθε ἄποψη) κάθε ἀνθρώπου. Συγκαταβαίνει αὐτή, κατά τό θεῖο παράδειγμα, στό ἐπίπεδο τοῦ ἀνθρώπου καί δέν ἀδιαφορεῖ γιά τήν προσληπτική του δύναμη. Τό κάλλος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου, βγαίνει ἀβίαστα ἀπό τό στόμα τοῦ ἀληθινοῦ ποιητῆ. Καί αὐτό τό ζεῖ κανείς στά μοναστήρια καί τίς σκῆτες, ὅπως τῆς ἁγιορειτικῆς πολιτείας, συζητώντας μέ τούς Γέροντες καί ἀκούοντας τόν εὔχυμο λόγο τους, πού κινεῖται στά ἀπέραντα ὅρια τῆς Χάρης. Ἐδῶ ἀκριβῶς, ἀνακύπτει τό πρόβλημα τῶν μεταφράσεων στήν Λατρεία. Ἡ «κατανόηση» δέν εἶναι καρπός τῆς μεταφράσεως (μεταγλωττίσεως) τῶν κειμένων, ἀλλά λειτουργικῆς ἐμπειρίας (πρβλ. τούς «φιλακόλουθους» τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη) καί ἐμπειρικῆς, τοὐλάχιστον, θεολογικῆς γνώσης. Ἄν λείπουν αὐτές οἱ προϋποθέσεις καί ὁ σοφότερος πανεπιστημιακός φιλόλογος, δέν θά μπορεῖ νά συλλάβει τό «ἀπόθετον κάλλος», τό θεολογικό νόημα τοῦ κειμένου.

δ) Ὑπάρχει μιά λανθασμένη ἐντύπωση, καλλιεργουμένη ἰδιαίτερα σέ ἐθνικιστικούς κύκλους, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία ὀφείλει τήν αἴγλη της στήν ἑλληνική γλῶσσα καί φιλοσοφία, λησμονώντας ὅτι ἡ ἑλληνικότητα στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι μέγεθος αὐθυπόστατο, ἀλλά «μέσο» καί ὄργανο, μεταπλασσόμενο μέσα στήν ἁγιοπνευματική Χάρη. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, συνοψίζοντας ὅλη τήν σχετική πατερική στάση, ἐπισημαίνει κατηγορηματικά: «Κἄν τις τῶν Πατέρων τά αὐτά τοῖς ἔξω φθέγγηται, μᾶλλον ἐπί τῶν ρημάτων μόνον, ἐπί δέ τῶν νοημάτων πολύ τό μεταξύ». (Καί ἄν κανείς ἀπό τούς Πατέρες λέγει τά ἴδια μέ τούς φιλοσόφους, ἡ σχέση σταματᾶ στίς λέξεις, στά σημαινόμενα ὅμως ἀπ’ αὐτές ὑπάρχει μεγάλη ἀπόσταση-διαφορά)26. Ὁ ἑλληνικός λόγος ἀκόμη, ὅπως καί ἡ ἄφθαστη, στά μέτρα τοῦ κόσμου, ἑλληνική φιλοσοφία, ἀποφορτίζονται νοηματικά καί ἀναφορτίζονται, προσαρμοζόμενα στά ἐκκλησιαστικά μέτρα καί στίς ποιμαντικές ἀνάγκες. Ἔτσι γίνεται λόγος τῆς Ἐκκλησίας, ἐκκλησιαστικός.

Ἕνα κλασσικό παράδειγμα εἶναι οἱ γλωσσικές ἀτέλειες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου. Ποιός φιλόλογος λ.χ. θά δεχόταν ποτέ τήν γνωστή ἐκείνη φράση τῆς Ἀποκαλύψεως: «ὁ ὤν καί ὁ ἦν καί ὁ ἐρχόμενος» (Ἀποκ. 1,8); Τί εἶναι φιλολογικά αὐτό τό «ὁ ἦν»; Ὁ συγγραφέας ὅμως τῆς Ἀποκαλύψεως μένει ἔξω ἀπό τούς φιλολογικούς κανόνες. Δέν εἶναι ἄγνοια τῆς γλώσσας ἐδῶ, ἀλλά ἐκκλησιοποίηση τῆς γλώσσας. Μόνο αὐτή ἡ ἀδόκιμη μορφή «ὁ ἦν» (ἀντί «ὁ ὤν») ἐκφράζει τήν διαχρονική διάρκεια, ἤ μᾶλλον τήν ὑπερχρονικότητα σ’ αὐτό, πού τό ἀνθρώπινο μυαλό ἀντιλαμβάνεται ὡς παρελθόν.

Τήν ἴδια εὐτολμία -γιά νά σταθοῦμε στά σημαντικότερα παραδείγματα- δείχνει καί ἡ χρήση ἀπό τούς Πατέρες τοῦ δ’ αἰώνα τοῦ ὅρου «ὁμοούσιος». Δέν ὑπῆρχε περισσότερο διαβεβλημένος θεολογικά ὅρος ἀπό αὐτόν, ἀφοῦ χρησιμοποιήθηκε ἀπό φοβερούς αἱρετικούς, ὅπως οἱ Γνωστικοί, ὁ Σαβέλλιος καί ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατέας, πρόδρομοι τοῦ Ἀρείου. Καί ὅμως αὐτός ὁ τόσο κακόηχος ὅρος γίνεται ἐκκλησιαστικός κατ’ ἐξοχήν γιά τή διατύπωση τῆς σχέσεως τῶν ἁγιοτριαδικῶν Προσώπων. Ποιά οὐσιαστική μεταλλαγή καί ἀνανοηματοδότηση δέχεται ὁ ὅρος «ὁμοούσιος» στήν πατερική ἐκκλησιαστική γλῶσσα; Προηγουμένως (Σαβέλλιος) σήμαινε: μιά οὐσία καί ἕνα πρόσωπο. Θεός ὄχι τριαδικός, ἀλλά μονοπρόσωπος. Τά πρόσωπα δέν εἶναι παρά μάσκες- προσωπεῖα τοῦ ἑνός στήν οὐσία του θείου προσώπου. Στήν γλῶσσα ὅμως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Συμβόλου ὁ ὅρος σημαίνει: Τά τρία θεῖα Πρόσωπα κατέχουν ὁμοῦ τή μία θεία ούσία. Μία ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, τρία τά Πρόσωπα τῆς Θεότητας. Ἀνατινάζεται, ἔτσι, κυριολεκτικά ἡ παλαιά νοηματοδότηση τοῦ ὅρου. Ἡ λέξη βαπτίζεται, πεθαίνει καί ξαναγεννιέται ὡς «καινή κτίση».

6.  Στήν συνάφεια ὅμως αὐτή ἀνακύπτει ἕνα ἐρώτημα: Τί γίνεται μέ τίς μεταφράσεις; Εἰπώθηκε παραπάνω, ὅτι στήν Ὀρθοδοξία δέν νοοῦνται ἱερές γλῶσσες. Ἡ Πεντηκοστή βεβαιώνει ἀναντίρρητα, ὅτι κάθε γλῶσσα γίνεται δεκτή στήν διακονία τοῦ Εὐαγγελίου, μέ τίς παραπάνω προϋποθέσεις. Ὅσο καί ἄν τό πρωτότυπο (κάθε πρωτότυπο) εἶναι ἀναντικατάστατο -αὐτό εἶναι φιλολογικός νόμος- κάθε μετάφραση γίνεται ἐκκλησιαστικά δεκτή στό ποιμαντικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μεταφορά ἀπό τό πρωτότυπο στή μετάφραση εἶναι ἕνα εἶδος μετενσαρκώσεως τοῦ «θείου λόγου» στήν συγκεκριμένη ἀνθρώπινη πραγματικότητα, κάτι πού ποτέ δέν μπορεῖ νά ἀρνηθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία. Τό ἀναντικατάστατο ὅμως τοῦ ἑλληνικοῦ πρωτοτύπου συναρτᾶται μέ τόν πλοῦτο καί τήν πλαστικότητα τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου, ὅπως θά παρατηρήσει ὁ πρῶτος Γενάρχης τῆς ὑπόδουλης Ρωμηοσύνης, Γεννάδιος Σχολάριος. «Ἡ τῶν Ἑλλήνων φωνή πολύ εὐρυχωροτέρα τῆς Λατίνων καί σαφεστέρα…»27. Ἀρκεῖ νά σκεφθοῦμε, ὅτι τό θεολογικό πρόβλημα τοῦ Filioque ὀφείλεται καί σ’ αὐτή τήν στενότητα τῆς Λατινικῆς γλώσσας ((procedere=γεννᾶσθαι+ἐκπορεύεσθαι).

Στήν Ἐκκλησία δέν μποροῦμε, συνεπῶς, νά μιλοῦμε γιά «ἐθνικές» γλῶσσες, ἀλλά γιά γλῶσσα ἐκκλησιαστική, ὑπερεθνική, πού ὑπερβαίνει γενικά ὅλες τίς καθιερωμένες χρήσεις καί ὅλα τά αὐτονόητα. Αὐτό ἰσχύει καί γιά τή θέση τῆς Ἑλληνικῆς στή ζωή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ὅλες οἱ μορφές τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου καταφάσκονται ἐκκλησιαστικά, ἀνάλογα μέ τίς ποιμαντικές ἀνάγκες. Ἡ Ἑκκλησία χρησιμοποίησε τήν κοινή (ἑλληνιστική) γλῶσσα στήν Καινή Διαθήκη. Ἀργότερα ὅμως οἱ Πατέρες θά γίνουν ἀττικότεροι, ἀνάλογα μέ τήν σχολική τους παιδεία καί τήν γλῶσσα τοῦ περιβάλλοντός τους. Τό πατερικό ὅμως κήρυγμα εἶναι πάντοτε σέ γλῶσσα ἁπλούστερη καί εὐληπτότερη. Καί στό σημεῖο αὐτό ἡ πατερική προσαρμοστικότητα εἶχε μιά συγκεκριμένη αἰτία: τήν αἱρετική πρόκληση. Πρῶτοι οἱ Γνωστικοί καί τά ἀπόκρυφα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης χρησιμοποίησαν λαϊκότερη γλωσσική μορφή, ἀποβλέποντας στή διάδοσή τους.

Αὐτό θά ἐπαναληφθεῖ καί στά νεώτερα χρόνια. Ὅταν οἱ δυτικές προπαγάνδες ἄρχισαν νά χρησιμοποιοῦν ἁπλούστερη γλωσσική μορφή, ἡ Ἐκκλησία καταφεύγει καί αὐτή στόν δημώδη λόγο, γιά νά ἐνισχύσει τό πλήρωμα καί ἀποκρούσει τόν κίνδυνο. Τόν 16ον αἰώνα, οἱ δυτικοί αἱρετικοί, Παπικοί καί Προτεστάντες, χρησιμοποιοῦσαν στήν προπαγάνδα τους μεταφράσεις. Ἡ Ἐθναρχία τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν βρῆκε τήν χρυσή τομή: ἡ λατρεία διατηρεῖ τήν γλωσσική μορφή της ( πρωτότυπο), τό κήρυγμα ὅμως γίνεται σέ ἁπλή γλωσσική μορφή ( δημοτική)28. Κλασσικό παράδειγμα σ’ αὐτή τήν «συγκατάβαση» πάλι ὁ Πατροκοσμᾶς. Κατεῖχε ὑψηλή παιδεία γιά τήν ἐποχή του. Στό κήρυγμά του ὅμως χρησιμοποιεῖ τόν γλωσσικό κώδικα τοῦ μέσου Ρωμηοῦ, πλουτίζοντάς τον μέ ἐκφράσεις ἀπό τό Εὐαγγέλιο καί τήν λατρεία, προσιτές ὡς ἀκούσματα στό λαϊκό αἰσθητήριο. Ὁ «δημοτικισμός» ὅμως τοῦ Πατροκοσμᾶ δέν εἶναι τεχνητός, ὅπως ἐκείνος τοῦ Ψυχάρη, ἀλλά φυσικός καί ἀβίαστος. Δέν βιάζει, ἄλλωστε, τήν γλῶσσα, γιά νά καταλήξει σέ κάποια «φτειαχτή» μορφή της. Πρόκειται γιά ἕνα «ἐθνικό δημοτικισμό», χωρίς ταξικό χαρακτήρα. Στόχος του δέν ἦταν ἡ δημαγωγία, ἀλλ’ ὁ φωτισμός τοῦ Λαοῦ στήν ὁλότητά του. Ὁ πατερικός δέ αὐτός δρόμος τοῦ Πατροκοσμᾶ ἦταν καί ἡ αἰτία τῆς ἐπιτυχίας του, σ’ ἀντίθεση μέ ἄλλους κήρυκες τῆς ἐποχῆς του, πού κλεισμένοι στά γλωσσικά τείχη τους, δέν μπόρεσαν νά πλησιάσουν τόν Λαό καί ν’ ἀγγίξουν τήν ψυχή του. Καί αὐτό ἐπαναλαμβάνεται σέ κάθε ἐποχή.

7.     Ὁ Πατροκοσμᾶς, πιστεύω, λειτουργεῖ ἐκκλησιαστικά καί γι’ αὐτό γιά μᾶς καί «ἐθνικά», καί σέ μιά ἄλλη κατεύθυνση. Διασώζει τήν συνέχεια τοῦ ἑλληνικου-ἐκκλησιαστικοῦ λόγου, ἀποκρούοντας τόν μονισμό τῶν Προπαγανδῶν, πού ἔρχονταν ἀπό τήν Δύση. Ἀκόμη ἄνοιξε ἕνα δρόμο, πού προφυλάσσει ἀπό τήν πόλωση, τεχνητή ὁπωσδήποτε, ἀνάμεσα στήν δημοτική καί καθαρεύουσα, πού μᾶς ἐπέβαλαν ἀπό τά γραφεῖα τους ὁ Κοραῆς καί ὁ Ψυχάρης, ἄγευστοι καί οἱ δύο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐλευθερίας.

Τό ἔργο αὐτό τῆς διακοπῆς τῆς συνέχειας τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου ἀσκοῦσαν μέ τόν δικό τους τρόπο καί οἱ προτεσταντικές μεταφράσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς τόν 19ον αἰ. Ἐφάρμοζε, μάλιστα, ἡ Βιβλική Ἑταιρεία (B.F.B.S.) μιά κακόβουλη τακτική, πού δυστυχῶς συνεχίζεται ὥς σήμερα. Γιά νά ἀποσπάσουν τήν ἄδεια τῶν Ἑλληνικῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ἀρχῶν, στήν πρώτη ἔκδοση δημοσίευαν τήν μετάφραση μαζί μέ τό πρωτότυπο. Στις ἐπανεκδόσεις ὅμως ἀφαιροῦσαν τό πρωτότυπο, ἀφήνοντας μόνη τήν μετάφραση. Καλλιεργοῦσαν, ἔτσι, στόν ἑλληνικό Λαό τήν συνείδηση, ὅτι ἡ νεοελληνική μετάφραση εἶναι τό ἁγιογραφικό κείμενο. Γιά τήν Παλαιά Διαθήκη, ἐξ ἄλλου, καταφεύγοντας στό «πρωτότυπο» ἑβραϊκό, ἀπέρριπταν σιωπηρά καί στήν πράξη τό κείμενο τῆς Μεταφράσεως τῶν Ο’ , πού ναί μέν δέν εἶναι τό πρωτότυπο γιά μεγάλο ἀριθμό παλαιοδιαθηκικῶν βιβλίων, εἶναι ὅμως τό παραδοσιακό κείμενο τῆς Ἐκκλησίας, ἤδη ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες. Ἡ πρακτική αὐτή συνεχίζεται, δυστυχῶς, ἀπό τήν Βιβλική Ἑταιρεία ὥς σήμερα, ὑποθάλπεται δέ καί ἀπό ἐκκλησιαστικά πρόσωπα, τά ὁποία συνευδοκοῦν στήν κυκλοφορία τῆς Μεταφράσεως χωρίς τό πρωτότυπο γιά λόγους οἰκονομίας, λησμονώντας ὅμως, ὅτι γιά τόν Ἑλληνισμό ἡ παραθεώρηση τοῦ πρωτοτύπου τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι πρόβλημα ἐθνικό, διότι ἀναιρεῖται ἡ συνέχεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί ἡ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου, πού γέννησε τήν νεοελληνική γλωσσική μορφή.

Οἱ ἐπιχειροῦντες καινοτομίες στήν Λατρεία, ὅποιοι καί ἄν εἶναι, εἴτε παρασυρόμενοι, εἴτε ἐν γνώσει τους, συμπράττουν μέ τούς ὀπαδούς καί «πράκτορες» τῶν ξένων προπαγανδῶν, συμβάλλοντας στήν διάσπαση τῆς ἱστορικῆς συνέχειας τῆς γλώσσας μας. Ἡ κίνηση αὐτή εἶναι μία ὄψη τοῦ «χωρισμοῦ Ἐκκλησίας-Πολιτείας», ἡ ὁποία στήν οὐσία εἶναι ἡ βούληση γιά ἀποσύνδεση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό ὅλες τίς δομές τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου. Τό κύριο ἐπιχείρημά τους εἶναι, ὅτι δέν ὑπάρχει συνέχεια στό Ἔθνος μας, ἀφοῦ εἶναι Νεοελληνικό Ἔθνος, ἀλλά καί στήν Ἐκκλησία μας , διότι εἶναι Νεοελληνική Ἐκκλησία. (Αὐτό διατεινόταν ὁ Θεόκλητος Φαρμακίδης τόν 19° αἰώνα). Ἡ λατρεία μας ὅμως ἀποδεικνύει τήν διπλή αὐτή συνέχεια. Εἶναι μάλιστα, τραγικό νά ἀπορρίπτουμε οἱ Ἕλληνες τήν κιβωτό τῆς γλώσσας καί τοῦ πολιτισμοῦ μας, πού εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική λατρεία, μέ τήν παιδαριώδη ψευδαίσθηση ὅτι, ἄν μεταφρασθοῦν τά κείμενα τῆς λατρείας, θά συρρεύσει ὁ κόσμος -καί μάλιστα οἱ Νέοι- στήν λατρεία. Δέν εἶναι ἡ γλωσσική μορφή τοῦ λατρειακοῦ λόγου, πού ἀπομακρύνει τόν σημερινό ἄνθρωπο ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλ’ ἡ ἀσυνέπεια, ἡ ἀπουσία γνησιότητας καί ἀγωνιστικότητας καί ἡ σύμπραξή μας μέ τίς δυνάμεις τῆς Νέας Ἐποχῆς (πολιτικά καί θρησκευτικά), πού καταπιέζουν τόν ἄνθρωπο καί ἀλλοτριώνουν τήν κοινωνία.

8.   Γίνεται λοιπόν κατανοητή ἡ ἀκόλουθη ἀλήθεια. Ἡ Ἐκκλησία-Ὀρθοδοξία σώζει καί στό θέμα τῆς γλώσσας τόν Ἑλληνισμό καί ὄχι ὁ Ἑλληνισμός τήν Ὀρθοδοξία. Ἡ Ἐκκλησία γίνεται ὁ κυματοθραύστης τῶν ἐπιβουλῶν ἐναντίον τῆς γλώσσας μας. Διότι ὄχι μόνον καταφάσκει καί συντηρεῖ τήν ἑλληνική γλῶσσα σ’ ὅλη τήν ἱστορική της διαχρονία, ἀλλά καί διασώζει καί μεταδίδει τά ἀκούσματα τοῦ καθαροῦ ἑλληνικοῦ λόγου. Δέν εἶναι γλῶσσα, πού διδάσκεται μέσω τῶν κειμένων, ἀλλά ζωντανή ἐκκλησιαστική γλῶσσα, πού λαλεῖται καί ψάλλεται στήν ἐκκλησιαστική λατρεία. Ἡ πορεία τοῦ Ἔθνους μας σήμερα, μέσα στήν χοάνη τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης, πείθει ἀναντίρρητα, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μέ ὅλη τήν ζωή καί κίνησή της εἶναι ὁ χῶρος, στόν ὁποίο θά σωθεῖ ἤ μπορεῖ νά σωθεῖ ἡ γλῶσσα μας. Καί αὐτό τό διαπιστώνει κανείς ἀκόμη καί σέ σπουδαστές τῆς Θεολογίας ἤ Φιλολογίας: μόνον ἐκεῖνοι, πού ἔχουν ἄμεση ἐπαφή μέ τήν λατρεία καί τήν γλῶσσα της, χειρίζονται ἄνετα τόν ἑλληνικό λόγο. Συμβαίνει δηλαδή αὐτό, πού διαπιστώνεται στήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας. Ἄνθρωποι μικρῆς σχολικῆς παιδείας, ὥς τόν Μακρυγιάννη, στό γραπτό τους λόγο φανερώνουν τήν σχολική ἀνεπάρκειά τους. Στόν προφορικό τους ὅμως λόγο διασώζουν τήν ζωντανή ἑλληνική γλῶσσα, ἔξω ἀπό κάθε καλούπι καί ἰδεολογική δέσμευση. Αὐτό σημαίνει, ὅτι μόνο στήν ἐκκλησιαστική λατρεία θά παρέχεται ἡ δυνατότητα ἄμεσης ἐπαφής καί κοινωνίας μέ τόν «ἕλληνα λόγο», τήν γλωσσική μας παράδοση. Διότι ἡ ἐκκλησιαστική λατρεία θά διασώζει τά ἀκούσματα τοῦ αύθεντικοῦ ἑλληνικοῦ λόγου μέσα στήν ἀκατάλυτη συνέχειά του.


 Βιβλιογραφική Σημείωση

 Εἰδικές μελέτες γιά τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλῶσσας εἶναι οἱ ἀκόλουθες: Κ.Γ.Μπόνη, Ἡ γλῶσσα τῶν Πατέρων καί τῶν ἐκκλησιατικῶν συγγραφέων, Ἀθῆναι 1970. Χρ. Μπούκη, Ἡ γλῶσσα τοῦ Γρηγορίου Νύσσης ὑπό τό φῶς τῆς φιλοσοφικῆς ἀναλύσεως, Θεσσαλονίκη 1970. Α. Δ. Δελήμπαση, Ἡ γλῶσσα τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι 1975. Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου, Θεολογία καί γλῶσσα, Κατερίνη 1988. Σ’ αὐτές βρίσκει κανείς καί τήν λοιπή βιβλιογραφία.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Τό κείμενο στήν Ἑλληνική Πατρολογία τοῦ Migne (PG. 31 197 C-217 B). Πρβλ. Κ.Γ.Μπόνη, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου εἰς τό «Πρόσεχε σεαυτῷ», Λόγος ἐπί τῇ ἑορτῇ τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, Ἐν Ἀθῆναις 1958.

2.   PG 31, 197C. Πρβλ. Γρηγόριο Νύσσης, PG 45,1041. («Ὁ Θεός, πού μᾶς ἔπλασε, μᾶς ἔδωσε τήν χρήση τοῦ λόγου, γιά νά φανερώνουμε ὁ ἕνας στόν ἄλλο τίς σκέψεις τῶν καρδιῶν (μας) καί, λόγῳ τῆς κοινωνικότητας τῆς φύσης (μας), νά μεταδίδουμε ὁ καθένας στόν πλησίον, προσφέροντας σάν μέσα ἀπό κάποια ταμεῖα τίς σκέψεις ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας»).

3.    PG 31, 197 CD. («Διότι, ἄν ζούσαμε μέ γυμνή ἀπό τό σῶμα ψυχή, ἀμέσως θά ἐπικοινωνούσαμε μεταξύ μας μέ τίς σκέψεις (μας). Ἐπειδή ὅμως ἡ ψυχή μας σκέπτεται, καλυπτομένη μέ τό παραπέτασμα τοῦ σώματος, ἔχει ἀνάγκη ἀπό λόγια καί λέξεις, γιά νά ἀνακοινώσει αὐτά, πού βρίσκονται στό βάθος της»).

4.    Στό ἴδιο. («Ὅταν, λοιπόν, ἡ σκέψη ἐκφρασθεῖ μέ τήν φωνή, μεταβαίνει ἀπό τόν ὁμιλητή σ’ αὐτόν, πού ἀκούει, διασχίζοντας τόν ἀέρα, μεταφερόμενη μέ τόν λόγο σάν πορθμεῖο. Καί ἄν μέν βρεῖ ἄκρα γαλήνη καί ἡσυχία, σάν σέ γαλήνια καί ἀχείμαστα λιμάνια, ἀγκυροβολεῖ ὁ λόγος στίς ἀκοές τῶν ἀκροατῶν. Ἄν ὅμως, σάν κάποια σφοδρή θύελλα, ὁ θόρυβος τῶν ἀκροατῶν πνεύσει ἀντίθετα, τότε ναυαγεῖ ὁ λόγος, διαλυόμενος στόν ἀέρα»).

5.      Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως B (21) 35

6.   Βλ. Κ.Γ. Μπόνη, ὅπ.π., σ. 13 ἑ.

7.  Βλ. πατερικά παράλληλα στοῦ Α.Δ. Δελήμπαση, Ἡ γλῶσσα τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι 1975, σ. 14 ἑ.ἑ.

8.   Ἱερός Χρυσόστομος, PG 47,428.

9.   Γρηγόριος Νύσσης, PG 44,1305.

10. Γρηγόριος Νύσσης, PG 44, 1345.

11. Στό ἴδιο.

12. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45,989.

13. Βλ. Γένεση 2,19 ἑ.

14. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45,1005.

15. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45,1041.

16. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 964.

17. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 1108.

18. Ἰωάννης Δαμασκηνός, PG 94, 940.

19. Γιά τό ζήτημα βλ. στοῦ Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Μαθήματα Λειτουργικῆς, Ἐν Ἀθῆναις 1986, σ. 345 ἑ.ἑ.

20. PG 45, 997. Πρβλ. Α.Δ. Δελήμπαση, ὅπ.π., σ. 32 ἑ.

21. Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου (ἐπισκ.), Κοσμᾶς ὁ Αἱτωλός, Ἀθῆναι 1977, σ. 204, 285.

22.  Ἐπιτάφιος εἰς τόν Μ. Βασίλειον, κεφ. ΙΑ’.

23. PG 37,308.

24. Α.Δ. Δελήμπαση, όπ. π., σ. 36-37.

25. Σωζομενοῦ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, PG 67, 889: « Συνάξεως δέ ἐπιτελουμένης, ἐπιτραπείς Τριφύλλιος διδάξαι τό πλήθος, ἐπεί τό ρητόν ἐκεῖνο παράγειν εἰς τό μέσον ἐδέησε, τό, «ἆρόν σου τόν κράββατον καί περιπάτει», σκίμποδα ἀντί τοῦ κραββάτου μεταβολών τό ὅνομα, εἶπε. Καί ὁ Σπυρίδων ἀγανακτήσας’ οὐ σύ γε, ἔφη, ἀμείνων τοῦ κραββάτου εἰρηκότος, ὅτι ταῖς αὐτοῦ λέξεσιν ἐπαισχύνῃ κεχρῆσθαι; Καί τοῦτο εἰπών ἀπεπήδησε τοῦ ἱερατικοῦ θρόνου, τοῦ δήμου ὁρῶντος».

26.Περί τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων Α’ ,1,11.

27.PG 160,698.

28.Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Τό Ζήτημα τῆς Μεταφράσεως τῆς Ἁγιας Γραφῆς εἰς τήν Νεοελληνικήν κατά τόν 10′ αἰ., Ἀθῆναι 20042, σ. 43 ἑπ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου