Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Συναξαριστής Κυριακή 24/2/13


Κυριακὴ Τελώνου καὶ Φαρισαίου

Η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στην διδακτική παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, την οποία ο Κύριος διηγήθηκε, προκειμένου να διδάξει την αρετή της ταπεινώσεως και να στηλιτεύσει την έπαρση.

Ο ευαγγελιστής Λουκάς, με τρόπο λιτό, αλλά σαφέστατο, διέσωσε την παραβολή αυτή ως εξής:

«Εἶπε δὲ καὶ πρός τινας τοὺς πεποιθότας ἐφ᾿ ἑαυτοῖς ὅτι εἰσὶ δίκαιοι, καὶ ἐξουθενοῦντας τοὺς λοιπούς, τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. Λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται». (Λουκ.18,10-14).

Η τάξη των Φαρισαίων εκπροσωπούσε την υποκρισία και την εγωιστική αυτάρκεια και έπαρση. Τα μέλη της απόλυτα αποκομμένα από την υπόλοιπη ιουδαϊκή κοινωνία, αποτελούσαν, λαθεμένα, το μέτρο σύγκρισης της ευσέβειας και της ηθικής για τους Ιουδαίους. Αντίθετα οι τελώνες ήταν η προσωποποίηση της αδικίας και της αμαρτωλότητας . Ως φοροεισπράκτορες των κατακτητών Ρωμαίων διέπρατταν αδικίες, κλοπές, εκβιασμούς, τοκογλυφίες και άλλες ειδεχθείς ανομίες και γι' αυτό τους μισούσε δικαιολογημένα ο λαός. Δύο αντίθετοι τύποι της κοινωνίας, οι οποίοι εκπροσωπούσαν τις δύο αυτές τάξεις, ανέβηκαν στο ναό να προσευχηθούν. Ο πρώτος ο νομιζόμενος ευσεβής, έχοντας την αυτάρκεια της δήθεν ευσέβειάς του ως δεδομένη, στάθηκε με έπαρση μπροστά στο Θεό και άρχισε να απαριθμεί τις αρετές του, οι οποίες ήταν πραγματικές. Τις εξέθετε προκλητικότατα εις τρόπον ώστε απαιτούσε από το Θεό να τον επιβραβεύσει γι' αυτές. Για να εξαναγκάσει το Θεό έκανε και αήθη σύγκρισή του με άλλους ανθρώπους και ιδιαίτερα με τον συμπροσευχόμενό του τελώνη.
Αντίθετα ο όντως αμαρτωλός τελώνης συναισθάνεται τη δεινή του κατάσταση και με συντριβή και ταπείνωση ζητεί το έλεος του Θεού. Αυτή η μετάνοιά του τον δικαιώνει μπροστά στο Θεό. Γίνεται δεκτή η προσευχή του, σε αντίθεση με τον υποκριτή Φαρισαίο, ο οποίος όχι μόνο δεν έγινε δεκτή η προσευχή του, αλλά σώρευσε στον εαυτό του περισσότερο κρίμα, εξαιτίας της εγωπάθειάς του.Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας όρισαν να είναι αφιερωμένη η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου στη διδακτική αυτή παραβολή του Κυρίου για να συνειδητοποιήσουν οι πιστοί πως η υπερηφάνεια είναι η αγιάτρευτη ρίζα του κακού στον άνθρωπο, η οποία τον κρατά μακριά από την αγιαστική χάρη του Θεού και πως η ταπείνωση είναι το σωτήριο αντίδοτο της καταστροφικής πορείας, που οδηγεί τον άνθρωπο η εγωπάθεια.

Εὕρεσις Τιμίας κεφαλῆς τοῦ Ἁγίου Προφήτου, προδρόμου καὶ βαπτιστοῦ Ἰωάννη

Ὅταν ἀποκεφαλίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἡρώδη, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ἡ τίμια κεφαλὴ αὐτοῦ τοποθετήθηκε μέσα σὲ ἀγγεῖο ἀπὸ ὄστρακο καὶ κρύφθηκε στὴν οἰκία τοῦ Ἡρώδη. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης φανερώθηκε στὸ ὄνειρο δύο μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀναχωρήσει γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα μὲ σκοπὸ νὰ προσκυνήσουν τὸν τάφο τοῦ Κυρίου, ἀγγέλλοντας σὲ αὐτούς, ποῦ βρίσκεται ἡ τίμια κεφαλή του. Καὶ ἐκεῖνοι, ἀφοῦ τὴν βρῆκαν, τὴν εἶχαν μὲ τιμές. Ἀπὸ αὐτοὺς τὴν παρέλαβε κάποιος κεραμεὺς καὶ τὴν μετέφερε στὴν πόλη τῶν Ἐμεσηνῶν. Ὅταν ὅμως πέθανε, τὴν κληροδότησε στὴν ἀδελφή του. Καὶ ἀπὸ τότε διαδοχικὰ περιῆλθε σὲ πολλούς, γιὰ νὰ καταλήξει στὰ χέρια κάποιου ἱερομονάχου ἀρειανοῦ ποὺ ὀνομαζόταν Εὐστάθιος καὶ φύλαξε τὴν τίμια κάρα σὲ σπήλαιο. Ἀπὸ ἐκεῖ μεταφέρθηκε, ἐπὶ Οὐάλεντος (364 – 378 μ.Χ.), στὸ Παντείχιον τῆς Βιθυνίας μέχρι ποὺ ὁ Θεοδόσιος ὁ Μέγας (379 – 395 μ.Χ.) ἀνεκόμισε αὐτὴ στὸ Ἕβδομο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου ἀνήγειρε μέγα καὶ περικαλλέστατο ναό.
Βέβαια περὶ τῆς εὑρέσεως τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου ὑπάρχουν καὶ ἄλλες ἀντιφατικὲς παραδόσεις. Κατ’ ἄλλη ἐκδοχὴ ἡ τίμια κάρα εὑρέθηκε στὴν Ἔμεσα τὸ ἔτος 458 μ.Χ., ἐπὶ βασιλέως Λέοντος Α’ (457 – 474 μ.Χ.), ἐνῷ ἄλλοι δέχονται ὅτι αὐτὴ εὑρέθηκε τὸ ἔτος 760 μ.Χ. καὶ μεταφέρθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στὴν Ἔμεσα. Ἀπὸ ἐκεῖ μετακομίσθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐπὶ βασιλείας Μιχαὴλ Γ’ (842 – 867 μ.Χ.) καὶ πατριαρχίας Ἰγνατίου.
Περὶ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Τιμίου Προδρόμου βρίσκουμε εἰδήσεις καὶ σὲ διάφορους χρονογράφους. Ὁ Ζωναρᾶς ἀναφέρει ὅτι τὸ ἔτος 968 μ.Χ. ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς βρῆκε στὴν Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας«βόστρυχον τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου αἵματι περφυμένον», ποὺ μετακόμισε στὴν Κωνσταντινούπολη. Πέντε δὲ χρόνια νωρίτερα, κόμισε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὴ Βέροια τῆς Συρίας, περὶ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 963 μ.Χ., μέρος τοῦ ἱματίου τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Σύμφωνα μὲ ἄλλη μαρτυρία ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς βρῆκε στὴν Κρήτη«τὸ ἔνδυμα τοῦ Προφήτου ἐκ τριχῶν καμήλου τυγχάνον καὶ περὶ τὸν τράχηλον ἠμαγμένον».
Ἡ Σύναξη τῆς εὑρέσεως τῆς Τιμίας Κεφαλῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου ἐτελεῖτο στὸ Προφητεῖο του, ποὺ βρισκόταν στὴν τοποθεσία τὴν ὀνομαζόμενη Φωρακίου.

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Θεριστὴς ὁ ἐν Καλαβρίᾳ

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης γεννήθηκε περὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. στὸ Πάνορμο τῆς Σικελίας. Ἡ μητέρα του ἦταν αἰχμάλωτη Ὀρθόδοξη Χριστιανὴ στὸ παλάτι τοῦ τοπικοῦ μουσουλμάνου ἄρχοντος, ποὺ τὴν εἶχε ὡς σύζυγό του καὶ ὀνομαζόταν Καλλίστη.
Ὁ Ὅσιος μεγάλωνε σύμφωνα μὲ τὰ ἤθη τῶν Σαρακηνῶν. Μόνο ἡ μητέρα του τοῦ μιλοῦσε μυστικὰ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία γιὰ τὸν Χριστό. Ὅταν ἔφθασε σὲ ἡλικία 14 ἐτῶν, τοῦ φανέρωσε τὴν ἀληθινή του πατρίδα, τὴν Καλαβρία καὶ τὸν προέτρεψε νὰ μεταβεῖ ἐκεῖ γιὰ νὰ βαπτισθεῖ Ὀρθόδοξος. Στὴ συνέχεια ἡ εὐλαβὴς Καλλίστη ἀσπάσθηκε τὸ παιδί της καὶ τοῦ ἐπέδωσε τὸν Τίμιο Σταυρό, τὸν ὁποῖο φύλασσε κρυφὰ καὶ ἦταν ἡ μόνη της παρηγοριὰ στὶς θλίψεις τῆς ὁμηρίας. Ὁ Ὅσιος διέφυγε μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὴν καταδίωξη τῶν Ἀγαρηνῶν καὶ ἀποβιβάσθηκε στὴν ἀκτὴ τοῦ Στύλου, ὅπου καὶ βαπτίσθηκε ὑπὸ τοῦ Ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομά του. Στὴ συνέχεια ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἔφθασε σὲ ὑψηλὰ μέτρα ἀρετῆς καὶ ἁγιότητος.
Ὁ Ἰωάννης πήγαινε τακτικὰ στὴν Ἐκκλησία, προσκυνοῦσε τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ ζητοῦσε ἐξηγήσεις γιὰ τὶς ἅγιες εἰκόνες ποὺ ἔβλεπε. Βλέποντας δίπλα στὸν Χριστὸ τὸν Ἅγιο Προφήτη καὶ Βαπτιστὴ Ἰωάννη, ἐρώτησε: «Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Ἅγιος ποὺ εἶναι ντυμένος μὲ δέρμα καμήλας;». Τοῦ ἀπάντησαν: «Εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ὁ προφήτης ποὺ ἔζησε στὴν ἔρημο καὶ τρεφόταν μὲ ἀκρίδες καὶ ἄγριο μέλι. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ βάπτισε τὸν Χριστό μας στὸν ποταμὸ Ἰορδάνη. Νὰ τὸν μιμηθεῖς, γιατί ἔχεις τὸ ὄνομά του». Ἀκούγοντας τὸν βίο τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὁ Ἰωάννης γέμισε ὅλος ἀπὸ θεῖο πόθο καὶ παρακάλεσε τὸν Ἐπίσκοπο νὰ τοῦ δείξει ἕναν ἐρημικὸ τόπο ὅπου θὰ μποροῦσε νὰ σώσει τὴν ψυχή του. Ἐκεῖνος τότε τοῦ ὑπέδειξε ἕνα ἀρχαιότατο μοναστήρι σὲ μία δασώδη κοιλάδα, ἀνάμεσα στοὺς ποταμοὺς Ἄσση καὶ Στύλαρο. Αὐτὸς πῆγε ἐκεῖ καὶ βρῆκε δύο Ἁγίους μοναχούς, τὸν Ἀμβρόσιο καὶ τὸ Νικόλαο. Ἐκεῖνοι στὴν ἀρχὴ ἦταν ἀρνητικοὶ καὶ τὸν ἄφησαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ, μέχρι πού, θαυμάζοντας τὴν σταθερότητά του καὶ τὴν ἐπιμονή του, τὸν δέχθηκαν κοντά τους, γιὰ νὰ ἀρχίσει τὴν ἀγγελικὴ ζωὴ καὶ νὰ φθάσει σὲ ὕψη ἁγιότητος.
Κάποτε στὸ Ροβιάνο, ἀπὸ τὴ μεριὰ τοῦ Μοναστεράτσε, ἦταν ἕνας εὐεργέτης ποὺ κάθε χρόνο, μετὰ τὸ θερισμό, ἔδινε λίγο στὸ μοναστήρι. Τὸν μῆνα Ἰούνιο ὁ Ἰωάννης πῆγε νὰ τὸν βρεῖ, παίρνοντας μαζί του καὶ ἕνα μικρὸ παγοῦρι κρασί. Καθὼς διάβαινε ἀνάμεσα στὰ χωράφια, οἱ χωρικοὶ ἄρχισαν νὰ τὸν περιπαίζουν, ἀλλὰ ὁ πρᾶος Ἰωάννης τοὺς πλησίασε καὶ ἔδωσε σὲ ὅλους νὰ φᾶνε καὶ νὰ πιοῦνε. Ὅλοι ἔτρωγαν τὸ ψωμὶ καὶ ἔπιναν κρασί, ἀλλὰ τὸ ψωμὶ δὲν τελείωνε, οὔτε ἄδειαζε τὸ παγοῦρι. Μόλις τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ Ὅσιος γονατιστὸς εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ ὅταν ξαφνικὰ σκοτείνιασε ὁ οὐρανός, ἐνῷ ἦταν μεσημέρι καὶ μία μπόρα ἔπεσε στὸν κάμπο. Οἱ θεριστὲς ἔτρεξαν νὰ προστατευθοῦν. Μόνο ὁ Ἰωάννης ἔμεινε ἐκεῖ προσευχόμενος. Μόλις κόπασε ἡ βροχή, γύρισαν οἱ θεριστὲς γιὰ τὴν δουλειά τους καὶ βρῆκαν θερισμένα ὅλα τὰ στάχυα, δεμένα στὴν σειρὰ δεμάτια καὶ στεγνά. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε Θεριστής.
Ὁ Ὅσιος προεῖπε τὴν κοίμησή του, τὸ δὲ τίμιο λείψανο αὐτοῦ κατέστη πηγὴ θαυμάτων καὶ ἰάσεων παντοδαπῶν, ὥστε καὶ αὐτοὶ οἱ Φράγκοι κατακτητές, ἀνήγειραν μετὰ τοῦ πιστοῦ Ὀρθόδοξου λαοῦ μεγαλοπρεπὴ ναὸ πρὸς τιμήν του. Ἀπὸ τότε, ὅμως, ἄρχισε ὁ ἐκλατινισμὸς τῆς περιοχῆς καὶ ἔτσι οἱ τελευταῖοι Λατῖνοι μοναχοὶ ἐγκατέλειψαν τὴ μονὴ καὶ μετέβησαν στὸν Στῦλο φέρνοντας ἐκεῖ μαζί τους, ὅπου καὶ σῴζονται μέχρι σήμερα, τὰ τίμια λείψανα τοῦ Ὁσίου καὶ τῶν Ἁγίων Ἀμβροσίου καὶ Νικολάου, τῶν διδασκάλων αὐτοῦ.
Ἡ ἱστορία δὲν διέσωσε τὴν ἀκριβὴ ἡμερομηνία κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἀναπαύθηκε στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ. Ἡ παράδοση θέλει τὴν ἑορτὴ τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου αὐτὴ τὴν ἡμέρα, μαζὶ μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς εὑρέσεως τῆς Τιμίας κεφαλῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, γιατί ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἦταν ἕνας πρόδρομος τῆς σωτηρίας, ἕνας νέος πρόδρομος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.

Ὁ Ὅσιος Μποϊζὶλ ἐκ Σκωτίας, Ὁ Ἅγιος Ἐθελμπέρτος βασιλιὰς τῆς Ἀγγλίας και Ὁ Ὅσιος Ἔρασμος ἐκ Ρωσίας


Πηγή: www.synaxarion.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου