Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Κυριακή 14 Απριλίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΣΙΝΑΪΤΗΣ: Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΤΗΣ «ΚΛΙΜΑΚΟΣ»

 

      ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

         Η Δ΄ Κυριακή των Νηστειών είναι αφιερωμένη σε μια μεγάλη ασκητική, πατερική  και πνευματική μορφή της Εκκλησίας μας, στον άγιο Ιωάννη το Σιναΐτη, ο οποίος μας είναι καλλίτερα γνωστός ως άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, από το ομώνυμο περισπούδαστο σύγγραμμά του. Η προβολή και η τιμή του αγίου αυτού άνδρα κατά την Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή κρίθηκε επιβεβλημένη από τους Πατέρες. Το περίφημο σύγγραμμά του, θεωρήθηκε ως εξαιρετικό μέσο πνευματικής καθοδήγησης για τους αγωνιζόμενους πιστούς. Αλλά και η οσιακή του μορφή αποτελεί παράδειγμα αγώνα κατά των ψυχοκτόνων  παθών μας αυτή την ιερή περίοδο.   

     Γεννήθηκε στην Παλαιστίνη, κατ’ άλλους στη Συρία, περί το 523 από πλούσια, ευγενή και ευσεβή οικογένεια. Οι γονείς του φρόντισαν να του δώσουν σπουδαία εκπαίδευση. Περισσότερο όμως φρόντισαν να του μεταδώσουν τη δική τους ευσέβεια και πίστη στο Θεό. Κοντά σε πνευματικούς δασκάλους σπούδασε σε βάθος τη θεολογία της Εκκλησίας μας. Του άρεσε να μελετά με πάθος τις άγιες Γραφές και τα συγγράμματα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας.  Από πολύ μικρός αγαπούσε την άσκηση και γι’ αυτό νέος όντας αποσύρθηκε στην έρημο του Σινά, κοντά στον φημισμένο ερημίτη και πνευματικό δάσκαλο Μαρτύριο και εκάρη μοναχός. Έζησε κοντά στον άγιο ασκητή τέσσερα χρόνια διδασκόμενος τις αρετές και τους τρόπους επίτευξης της προσωπικής κάθαρσης, σημειώνοντας τεράστια πνευματική πρόοδο. Η φήμη του δεν άργησε να διαδοθεί ώστε στο ερημητήριό του έτρεχε πλήθος μοναχών και λαϊκών να τον συμβουλευθούν. Μάλιστα είχε αποκτήσει και τη φήμη του θαυματουργού, ο οποίος με την προσευχή του έκανε πολλά θαύματα. Εκεί έζησε για δεκαεννιά χρόνια. Κατόπιν εγκαταβίωσε στη Μονή του Θωλά. Όταν κοιμήθηκε ο ηγούμενος της σεβάσμιας Μονής της Αγίας Αικατερίνης Σινά, οι μοναχοί τον ανάδειξαν ηγούμενο, όπου τους ποίμανε για λίγα χρόνια και γι’ αυτό πήρε και την ονομασία Σιναΐτης. Η νοσταλγία όμως της ερημικής ζωής τον οδήγησε να αφήσει την Μονή και να φύγει ξανά στην έρημο, όπου έμεινε ως την κοίμησή του, ασκούμενος, προσευχόμενος και συγγράφοντας τα περισπούδαστα βιβλία του «Κλίμαξ» και «Λόγος προς τον Ποιμένα». Κοιμήθηκε το 606 και η Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 30 Μαρτίου, ημέρα της κοίμησής του και ιδιαιτέρως την Δ΄ Κυριακή των Νηστειών.   

      Ήταν σοφός άνθρωπος και προπαντός μεγάλος ασκητής, εφάμιλλος του μεγάλου Αντωνίου, αγίου Ευθυμίου και αγίου Σάββα. Γύρω από τον μεγάλο αυτό δάσκαλο ασκητή συγκεντρώθηκαν πολλές χιλιάδες μοναχοί, παίρνοντας από αυτόν μαθήματα πνευματικού αγώνα. Για να μπορούν οι μοναχοί να έχουν καταγραμμένες τις σοφές διδαχές και παραινέσεις του, τις κατέγραψε στα προαναφερόμενα συγγράμματά του.

       Η «Κλίμαξ», που σημαίνει σκάλα, είναι το πρώτο και σπουδαίο σύγγραμμά του, διότι το περιεχόμενό του, ως νοητή σκάλα, ανεβάζει κλιμακωτά τον ασκούμενο άνθρωπο στην κορυφή των αρετών. Περιέχει τριάντα λόγους σε αντίστοιχες αρετές. Αρχίζει από τις αρετές, οι οποίες εύκολα αποκτώνται και έχουν κυρίως πρακτικό χαρακτήρα, και προχωρεί στις δύσκολες και υψηλές αρετές, οι οποίες έχουν θεωρητικό χαρακτήρα. Ο άγιος Ιωάννης αποδεικνύεται βαθύτατος γνώστης της ανθρώπινης ψυχής, όταν η επιστήμη της ψυχολογίας ήταν άγνωστη και ως έννοια. Με θαυμαστό τρόπο, ανατέμνει την ανθρώπινη ψυχή και προσπαθεί να εντοπίσει τις αμαρτωλές έξεις της και τις καταβολές, ώστε να την θεραπεύσει και να τη θωρακίσει από την ψυχοκτόνο δράση της αμαρτίας και του κακού. Γνωρίζει πως στην ανθρώπινη ψυχή υπάρχουν βαθμίδες κάθαρσης από τα πάθη και επίσης βαθμίδες απόκτησης των αρετών. Γι’ αυτό και ιεραρχεί με καταπληκτικό τρόπο την κάθαρση

και την απόκτηση αρετών, ώστε να γίνεται με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο. Έστω για παράδειγμα: αρχίζει με τις αρετές της μετάνοιας, της υπακοής, της μνήμης του θανάτου, για να αποκολλήσει τον άνθρωπο από την αμαρτία και προχωρεί σε υψηλές αρετές, όπως τις διακρίσεως, της ησυχίας, της απάθειας, της ταπεινοφροσύνης κλπ. Οι απόκτηση των αρετών είναι έτσι ταξινομημένες στο ιερό σύγγραμμα, ώστε η κάθε αρετή να προϋποθέτει την προηγούμενη και αυτή να είναι προϋπόθεση για την επόμενη! Μεγαλύτερη ηθική τελειότητα από αυτή δεν έχει γραφεί ακόμη ως τώρα!

     Η «Κλίμαξ» είναι γραμμένη σε υπέροχη λόγια και κομψή ελληνική γλώσσα, καλοδουλεμένη και με μελωδικότητα. Έχει διαύγεια σκέψεων, γλαφυρότητα, παραστατικότητα, πλούτο εκφράσεων, επιτυχημένες παρομοιώσεις, ζωηρές εικόνες, ώστε να παρουσιάζει τον ιερό συγγραφέα της ως έναν σπάνιο χειριστή της ελληνικής γλώσσας και σκέψεως.

      Αλλά και το δεύτερο μικρό του σύγγραμμα «Λόγος  προς τον Ποιμένα», είναι μια βαθυστόχαστη πραγματεία – οδηγό για όσους έχουν επωμισθεί την ευθύνη να ποιμαίνουν ανθρώπινες ψυχές.        

      Τα υπέροχα κεφάλαια του βιβλίου της «Κλίμακος» είναι ένα από τα προσφιλή και ωφέλημα αναγνώσματα των πιστών αυτή την κατανυκτική περίοδο. Ανήκει στα λεγόμενα νηπτικά κείμενα και απευθύνεται τόσο στους μοναχούς, όσο και στους κοσμικούς και συμπληρώνει τον θαυμαστό πλούτο της εκκλησιαστικής μας γραμματείας. Όσοι αισθανόμαστε την ανάγκη να αγωνιστούμε κατά των παθών μας, την κάθαρση του κακού εαυτού μας και την πνευματική μας πρόοδο, είναι ενδεδειγμένο να εντάξουμε τα συγγράμματα του αγίου Ιωάννου στα αναγνώσματά μας. Οι σοφές παραινέσεις του μεγάλου πνευματικού δασκάλου θα αποτελέσουν πολύτιμο πνευματικό οδηγό για κλιμακωτή κατάκτηση αρετών, ώστε να αξιωθούμε να υποδεχτούμε τον Αναστάντα Κύριο, καθαροί από τους ρύπους της αμαρτίας και τη φθορά του κακού.

 

 

Σάββατο 13 Απριλίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ ΡΩΜΗΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ  Θεολόγου – Καθηγητού

       Το παλαίφατο και σεβάσμιο Πατριαρχείο της Ρώμης, πριν καταληφτεί από τους αιρετικούς Φράγκους (1009) και αποσχιστεί από την Μία και αδιαίρετη Εκκλησία (1054), έχει να επιδείξει μια πλειάδα αγίων παπών, ομολογητών της Ορθοδόξου Πίστεως. Υπήρξε για αιώνες ο θεματοφύλακας της σώζουσας αλήθειας. Ένας από αυτούς τους αγίους πάπες υπήρξε και ο άγιος Μαρτίνος Επίσκοπος Ρώμης ο θαυματουργός, ο οποίος έδωσε τη ζωή του για την σώζουσα ορθόδοξη πίστη.

      Γεννήθηκε στις αρχές του 7ου αιώνα, στην πόλη Τόδι Ομβρικής, της κεντρικής Ιταλίας και έζησε στην εποχή που βασίλευε ο αυτοκράτορας Ηράκλειος (610-641), ο οποίος, όπως είναι γνωστό υποστήριζε την αίρεση του Μονοθελητισμού. Έζησε επίσης στα χρόνια του Κώνστα Β΄ (641-668), ο οποίος ακολούθησε την εκκλησιαστική πολιτική των προκατόχων του και μάλιστα έγειρε διωγμό κατά των Ορθοδόξων. Ο Κώνστας μάλιστα, μετά το θάνατο του αιρετικού Πατριάρχη Σεργίου, ευνοούμενο του Ηράκλειου, ανέβασε στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως τον αιρετικό Πατριάρχη Παύλο Β΄ (641-653), θερμό υπέρμαχο του Μονοθελητισμού.

        Η αίρεση αυτή ήταν η φυσική μετεξέλιξη της φοβερής αιρέσεως του Μονοφυσιτισμού, η οποία δεν δεχόταν τις δύο θελήσεις του Χριστού, διδάσκοντας ότι είχε μόνο μία θέληση, την θεία. Ταυτόχρονα υπήρχε και άλλη αίρεση ο Μονοενεργητισμός, ο οποίος δίδασκε πως ο Χριστός είχε μόνο μια ενέργεια, τη θεία. Και οι δύο αυτές αιρέσεις είχαν σοβαρότατες επιπτώσεις στην περί σωτηρίας διδασκαλία της Εκκλησίας, διότι αρνούνταν την ανθρώπινη φύση του Χριστού, η οποία είχε απορροφηθεί από τη θεία. Αλλά, αν ο Χριστός δεν ήταν αληθινός Θεός και άνθρωπος, δεν επιτέλεσε τη σωτηρία. Ότι η σωτηρία μας παραμένει ένα θεωρητικό σχήμα, όπως θεωρητική είναι και η ένωσή μας με το Χριστό.   

      Δε γνωρίζουμε πολλά στοιχεία για την νεανική του ηλικία. Προφανώς ανήκε σε επιφανή οικογένεια και μάλλον έλαβε σοβαρή μόρφωση.  Επρόκειτο για πιστό και συνετό άνδρα, του οποίου η φήμη έφτασε ως την Επισκοπή της Ρώμης η οποία τον όρισε αποκρισάριο (απεσταλμένο) του πάπα στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί έζησε από κοντά τα προβλήματα που δημιούργησε στην Εκκλησία η νέα αίρεση. Ο Μαρτίνος ήταν Ορθόδοξος και αντιτάχτηκε εξ’ αρχής κατά της αίρεσης του Μονοθελητισμού.

      Τον Ιούνιο του 649 εκλέχτηκε Επίσκοπος Ρώμης και έθεσε ως πρώτη προτεραιότητά του την αντιμετώπιση του Μονοθελητισμού. Απέστειλε επιστολή στον αιρετικό Πατριάρχη Παύλο, προσπαθώντας, με συμβουλές αγάπης, να τον επαναφέρει στην Ορθοδοξία. Έστειλε επίσης και μια πλειάδα μορφωμένων Ρωμαίων κληρικών, ειδικών στην αντιμετώπιση των αιρέσεων, στη Βασιλεύουσα, προκειμένου να διαφωτίσουν τον κλήρο και το λαό, για την πλάνη της αιρέσεως και τις φοβερές συνέπειές της για τη σωτηρία.

       Μάταια όμως. Η αίρεση του Μονοθελητισμού είχε την στήριξη της πολιτικής εξουσίας. Ο Πατριάρχης Παύλος, όχι μόνο δεν μεταστράφηκε, αλλά στράφηκε εναντίον των απεσταλμένων του Μαρτίνου. Απευθύνθηκε στον αυτοκράτορα και ζήτησε την τιμωρία τους. Τους συνέλαβαν, τους βασάνισαν αλύπητα και τους έστειλαν εξορία σε διάφορα νησιά.

      Ο Μαρτίνος, μπροστά σε αυτή την κατάσταση συγκάλεσε Σύνοδο στη Ρώμη, την λεγόμενη Α΄ Σύνοδο του Λατερανού (649), στην οποία πήραν μέρος 105 Επίσκοποι από την Ιταλία, τη Σικελία και την Αφρική και η οποία καταδίκασε την αίρεση του

Μονοθελητισμού και καθαίρεσε τους Πατριάρχες Σέργιο και Παύλο. Κατόπιν έστειλε τις αποφάσεις της Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη.    

      Ο αυτοκράτορας Κώνστας οργίστηκε από τις ενέργειες του Μαρτίνου και γι’ αυτό θέλησε να του κλείσει το στόμα. Έστειλε άνδρες στη Ρώμη, με επικεφαλής στρατιωτικό διοικητή, για να τον συλλάβουν και να τον πάνε δεμένο στη Κωνσταντινούπολη. Όμως οι Χριστιανοί της Ρώμης πληροφορούμενοι την άφιξη του αποσπάσματος, κύκλωσαν το Πατριαρχείο, περιφρουρώντας τον Επίσκοπό τους. Διαμήνυσαν στους άνδρες του αποσπάσματος, πως θα χυνόταν αίμα αν τολμούσαν να πλησιάσουν και να βάλουν χέρι στον Μαρτίνο. Εκείνοι φοβήθηκαν, ότι θα προκαλούνταν στάση στη Ρώμη και γι’ αυτό έφυγαν άπρακτοι για την Βασιλεύουσα.

       Ο Κώνστας και οι άλλοι παλατιανοί περίμεναν να βρουν την κατάλληλη ευκαιρία να τον συλλάβουν, χωρίς να προκληθεί αναστάτωση και στάση του πιστού λαού. Πληροφορήθηκαν ότι ο Μαρτίνος είχε αρρωστήσει βαριά και είχε πέσει στο κρεβάτι. Έστειλαν τότε τον στρατιωτικό Θεόδωρο, με την ακολουθία του στη Ρώμη. Εισήλθαν με δόλο στο επισκοπείο, όπου τον απήγαγαν μαζί, με το κρεβάτι του και τον φυγάδευσαν κρυφά από τη Ρώμη. Μαζί του συνέλαβαν και τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, θερμό υπέρμαχο της Ορθοδοξίας και σφοδρό πολέμιο του Μονοθελητισμού, ο οποίος είχε καταφύγει, διωκόμενος στη Ρώμη. Τους οδήγησαν αρχικά στη Νάξο και κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας σκόπευε να τον θανατώσει, αλλά με την παρέμβαση του Πατριάρχη Παύλου επετράπη η θανάτωσή του  και αποφασίστηκε να εξορισθεί. Μετά από απειλές, εξευτελισμούς και φυλακίσεις, τον έστειλε τον Μαρτίνο εξορία στη Χερσώνα της Κριμαίας. Από τις ταλαιπωρίες του και την πίκρα του κοιμήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου του 655. Ποίμανε την Εκκλησία της Ρώμης για έξι χρόνια και υπερασπίστηκε με πάθος και σθένος την ορθόδοξη πίστη. Για την προσήλωσή του στην Ορθοδοξία έδωσε τη ζωή του. Ο θάνατος τον βρήκε αγωνιζόμενο στις επάλξεις. Μαζί του στην Χερσώνα είχαν εξορισθεί και άλλοι δύο Επίσκοποι, οι οποίοι και αυτοί πέθαναν εκεί από τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες. 

      Αργότερα, οι Χριστιανοί της Ρώμης αναζήτησαν τα τίμια λείψανα του αγίου Μαρτίνου και τα μετέφεραν στη Ρώμη, τα οποία επιτελούσαν άπειρα θαύματα, προσδίνοντάς του τον χαρακτηρισμό του θαυματουργού. Ανακηρύχτηκε άγιος και ομολογητής. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Απριλίου.

      Η διαφύλαξη της σώζουσας πίστης της Εκκλησίας μας υπήρξε έργο τιτάνιο των ομολογητών Πατέρων της Εκκλησίας μας. Η ορθόδοξη πίστη έφτασε ως εμάς μέσω απίστευτων ταλαιπωριών των Πατέρων. Ένας από αυτούς είναι και ο άγιος Μαρτίνος.    

               

 

Παρασκευή 5 Απριλίου 2024

ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Η ΜΥΡΟΒΛΥΤΙΣΣΑ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

       Στα αγιολόγια της Εκκλησίας μας υπάρχουν άγιοι οι οποίοι αγίασαν ομού με μέλη των βιολογικών τους οικογενειών. Μια τέτοια αγία είναι και η οσία Θεοδώρα η εν Θεσσαλονίκη, η οποία μόνασε και αγίασε με την κόρη της Θεοπίστη. Οι δύο αυτές οσιακές μορφές λαμπρύνουν το πλούσιο αγιολογικό μωσαϊκό της Εκκλησίας των Θεσσαλονικέων.

       Η αγία Θεοδώρα γεννήθηκε στην Αίγινα το 812 από ευσεβείς γονείς. Ο πατέρας της ήταν πρεσβύτερος. Δυστυχώς η μητέρα της πέθανε, λίγο μετά τον τοκετό της, γι’ αυτό αναγκάστηκε ο πατέρας της να τη δώσει για ανατροφή σε μια ευλαβή ανάδοχό του και εκείνος ασπάσθηκε, μετά τη χηρεία του, το μοναχικό βίο. Η Θεοδώρα ανατράφηκε με ευλάβεια, από την ευσεβή ανάδοχο κόρη, απέκτησε φόβο Θεού και στολίστηκε με σπάνιες αρετές. Επίσης ήταν στολισμένη και με σπάνιο σωματικό κάλλος.

     Όταν μεγάλωσε, η ευσεβής θετή μητέρα της την αρραβώνιασε με έναν νέο, περιζήτητο στο νησί. Όμως ένα τρομερό γεγονός της άλλαξε τη ζωή. Βάρβαροι Σαρακηνοί πειρατές εισέβαλλαν στην Αίγινα και λεηλάτησαν τους κατοίκους, σκοτώνοντας πολλούς. Μεταξύ αυτών και τον αδελφό. Έτσι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Θεσσαλονίκη, με τον μνηστήρα της, όπου θα ήταν πιο ασφαλείς.

      Μετά από καιρό, όταν έφτασε σε ηλικία γάμου, παντρεύτηκαν και έφεραν στον κόσμο μια κόρη, τη Θεοπίστη και στη συνέχεια άλλα δύο παιδιά τα οποία πέθαναν σε βρεφική ηλικία. Ο χαμός των παιδιών τους τους γέμισε θλίψη, αλλά η ευσεβής Θεοδώρα δεν καταβλήθηκε. Έχοντας μεγάλη πίστη και ηρωικό φρόνημα, στήριζε το σύζυγό της. Μάλιστα του πρότεινε να αφιερώσουν την τότε εξάχρονη κόρη τους, την στο Θεό. Όντως την αφιέρωσαν στην Ιερά Μονή Αγίου Λουκά.

      Ύστερα από καιρό ένα άλλο δυσάρεστο πλήγμα δέχτηκε η Θεοδώρα. Ο σύζυγός της ασθένησε και πέθανε. Όντας 25 ετών, πήρε την απόφαση να ενδυθεί το μοναχικό σχήμα. Πήγε στην Ιερά Μονή Αγίου Στεφάνου, στην πόλη της Θεσσαλονίκης, όπου ήταν ηγουμένη μια συγγένισσά της, ονόματι Άννα, ζητώντας την να την δεχτεί στη Μονή. Η ηγουμένη ήταν εγνωσμένης αγιότητας και είχε αναδειχθεί ομολογητής και είχε βασανισθεί, ως υπέρμαχος των Ιερών Εικόνων (βρισκόμαστε στην εποχή της εικονομαχίας). Όταν αντίκρισε τη νεαρή χήρα εξέφρασε τους δισταγμούς της, φοβούμενη πως κάποια στιγμή θα μετάνιωνε για την απόφασή της και θα εγκατέλειπε το μοναχικό βίο. Αλλά, μπροστά στις θερμές παρακλήσεις της Θεοδώρας ενέδωσε, τη δέχτηκε και την ενέταξε στην αδελφότητα της Μονής, υποβάλλοντάς την σε διάφορες δοκιμασίες για να πεισθεί για την ακλόνητη απόφασή της.

      Η Θεοδώρα επέδειξε πρωτοφανή ζήλο και υπακοή. Εκτελούσε με προθυμία κάθε διακόνημα, όσο ταπεινό και κοπιαστικό ήταν. Καλλιεργούσε σχέσεις αγάπης με την υπόλοιπη αδελφότητα και καταγίνονταν στον προσωπικό πνευματικό της αγώνα. Νήστευε, αγρυπνούσε, μελετούσε πνευματικά και ψυχωφελή βιβλία και συμμετείχε στα Ιερά Μυστήρια με ευλάβεια και ταπείνωση. Εξομολογούνταν ανελλιπώς για να αποκρούει τους πειρασμούς του διαβόλου, ο οποίος  πάσχισε, με δόλιους λογισμούς να την αποσπάσει από τον πνευματικό της αγώνα και να την απομακρύνει από τη Μονή, να την επαναφέρει ξανά στον κόσμο. Όμως εκείνη έμεινε εδραία στην απόφασή της. Είχε αποκτήσει σε μεγάλο βαθμό την αρετή της ταπεινοφροσύνης, θεωρώντας τον εαυτό της ως τον πλέον αμαρτωλό άνθρωπο του κόσμου. Συχνά εξέφραζε την γνώμη της ότι ήταν η πιο άχρηστη μοναχή στη Μονή. Στοχαζόταν τις τιμωρίες της κολάσεως και έκλαιε πικρά για τα δεινά που την περίμεναν!

      Μετά από χρόνια, όταν είχε κοιμηθεί η ηγουμένη της Μονής Αγίου Λουκά, η οποία είχε δεχθεί την κόρη της Θεοπίστη και εκείνη πήρε την απόφαση να πάει να

μονάσει μαζί με τη μητέρα της τη Θεοδώρα. Έτσι ζήτησε να τη δεχτούν στη Μονή Αγίου Στεφάνου. Η ηγουμένη τη δέχτηκε και μάλιστα την έβαλε να συγκατοικεί στο ίδιο κελί με την κατά σάρκα μητέρα της.     

       Μητέρα και κόρη, ως πνευματικές αδελφές πια, μοιραζόταν την προσευχή και την άσκηση και ζούσαν αγγελικό βίο. Αλλά ο διάβολος, ο οποίος μισεί θανάσιμα τους ανθρώπους που προκόβουν πνευματικά, θέλησε να τις προσβάλει, ξύπνησε μέσα στην ψυχή της Θεοδώρας το μητρικό ένστικτο, το οποίο επισκίασε την πνευματική τους σχέση. Αυτό το παρατήρησε η ηγουμένη και ανησύχησε. Μάλιστα κάποια μέρα βρήκε τη Θεοδώρα να φροντίζει τα ενδύματα της κόρης της, τη ρώτησε: «Θεοδώρα, τίνος είναι το κορίτσι αυτό;».  Την επέπληξε και της υπενθύμισε το λόγο του Κυρίου πως «ό φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ έμέ ουκ έστι μον άξιος και ό φιλών υίόν η θυγατέρα υπέρ έμέ ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ.10,37). Για να τις προφυλάξει τις χώρισε και τους απαγόρευσε να έχουν καμιά συναναστροφή. Εκείνες υπάκουσαν και για δεκαπέντε χρόνια δεν αντάλλαξαν κουβέντα, αν και συζούσαν στην ίδια Μονή, εργάζονταν και γευμάτιζαν μαζί.

      Αργότερα η Θεοδώρα ασθένησε βαριά και η ηγουμένη Άννα, κατόπιν παρακλήσεων των άλλων μοναζουσών, έδωσε την άδεια στην Θεοπίστη να συνομιλήσει μαζί της. Διαπίστωσαν πως πλέον είχε εκλείψει εντελώς η συγγενική σχέση τους και έβλεπε η μια την άλλη ως αδελφή εν Χριστώ, σαν τις άλλες μοναχές της αδελφότητας.

       Η Θεοδώρα είχε φθάσει ήδη στο πεντηκοστό έκτο έτος της ηλικίας της και είχε ωριμάσει πνευματικά σε μεγάλο σημείο. Επίσης και η ηγουμένη Άννα είχε  φθάσει σε προχωρημένη ηλικία και έπασχε από γεροντική άνοια, μη μπορώντας πια να ασκήσει τη διακονία της ηγουμένης στη Μονή. Τότε ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης όρισε ως ηγουμένη της Μονής την Θεοπίστη. Η κατά σάρκα μητέρα της αξιώθηκε να γίνει υποτακτικός της κόρης της. Αυτό το δέχτηκε με μεγάλη χαρά και εκτελούσε με υπακοή και αγόγγυστα τις εντολές της. Μάλιστα η νέα ηγουμένη της ανέθεσε το δύσκολο διακόνημα, να γηροκομεί την άρρωστη πρώην ηγουμένη Άννα και να υπομένει με καρτερία και ηρεμία τις δυστροπίες της.

       Μετά από δεκαεννέα χρόνια και όντας η Θεοδώρα εβδομήντα πέντε χρονών, απαλλάχτηκε από όλα τα διακονήματά της. Αυτό όμως τη στεναχώρησε και γι’ αυτό εξακολουθούσε κρυφά να υπηρετεί τιε αδελφές. Κοιμήθηκε ειρηνικά το 892, αφού κάλεσε όλη την αδελφότητα να την αποχαιρετίσει και να ζητήσει συγχώρεση. Η ψυχή της φτερούγισε στον ουρανό και το γερασμένο και ρυτιδιασμένο πρόσωπό της έλαμψε σαν τον ήλιο και το δωμάτιο πληρώθηκε από ουράνια ευωδία. Το λάδι από το κανδήλι του τάφου της μεταβλήθηκε σε μύρο και ξεχείλιζε, χαρίζοντας ιάματα σε πλήθος ασθενών, όσοι χρίονταν από αυτό. Γι’ αυτό και της δόθηκε η προσωνυμία «Μυροβλύτισσα». Η περιώνυμη Θεσσαλονίκη αξιώθηκε να έχει δύο αγίους μυροβλύτες, τον Δημήτριο και τη Θεοδώρα. Το 893 έκαναν την εκταφή βρήκαν το ιερό σκήνωμά της άφθορο να ευωδιάζει. Το εναπέθεσαν σε πολύτιμη λάρνακα και μετονόμασαν την Ιερά Μονή Αγίου Στεφάνου, σε Ιερά Μονή Αγίας Θεοδώρας της Μυροβλύτισσας, η οποία έμελλε να καταστεί σημαντικό πνευματικό κέντρο. Σήμερα λειτουργεί ως ανδρική Μονή και στεγάζει το Κέντρο Αγιολογικών Μελετών της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. 

     Στα 1430, όταν οι αλλόθρησκοι Οθωμανοί κυρίευσαν τη Θεσσαλονίκη, άνοιξαν τη λάρνακα της αγίας και κομμάτιασαν το σκήνωμά της. Οι Χριστιανοί μπόρεσαν να συναρμολογήσουν τα κομμάτια, προς προσκύνηση και αγιασμό των πιστών.

    Η μνήμη της τιμάται στις 5 Απριλίου και στις 3 Αυγούστου, ημέρα μετακομιδής του Ιερού Λειψάνου της και στις 29 Αυγούστου η μνήμη της αγίας Θεοπίστης.  

Πέμπτη 4 Απριλίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΘΕΩΝΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

       Η Θεσσαλονίκη υπήρξε κοιτίδα ανάδειξης αγίων. Εκατοντάδες είναι οι Θεσσαλονικείς άγιοι οι οποίοι κοσμούν τα ιερά συναξάρια. Ένας από αυτούς είναι και ο άγιος Θεωνάς, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Μια όντως σημαντική προσωπικότητα, η οποία σημάδεψε την πόλη τον 16ο αιώνα.

       Δεν έχουμε επαρκείς πληροφορίες για την νεανική του ηλικία, ούτε γνωρίζουμε επακριβώς τον τόπο γεννήσεώς του. Γεννήθηκε στα τέλη του 15ου αιώνα, σύμφωνα με παράδοση, στη Λέσβο και γι’ αυτό είχε την ονομασία Λέσβιος. Πιθανόν να πήρε την ονομασία αυτή, επειδή διετέλεσε πνευματικός στη νήσο, στο Πλωμάρι, στην αρχή της ιερατικής του διακονίας. Δεν γνωρίζουμε ούτε τα ονόματα των γονέων του, αλλά εικάζουμε ότι ήταν ευσεβείς άνθρωποι.

       Έχουμε την πληροφορία ότι ο Θεωνάς αναχώρησε νέος για το Άγιον Όρος και εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στη Σκήτη του Αγίου Ονουφρίου της Ιεράς Μονής Ιβήρων. Εκεί άρχισε τον προσωπικό του αγώνα για κάθαρση των παθών του. Προσευχόταν με τις ώρες, αγρυπνούσε και νήστευε. Μάλιστα επειδή αγαπούσε την ησυχία και τη σιωπή, έπαιρνε λίγα τρόφιμα και αποσύρονταν σε ερημικό μέρος, όπου προσεύχονταν αδιάκοπα για όλο τον κόσμο και τελευταία για τον εαυτό του. Ιδιαίτερα προσευχόταν για το σκλαβωμένο γένος μας, το οποίο στέναζε κάτω από την δυναστεία των αλλοθρήσκων Οθωμανών.

        Εκεί γνωρίστηκε με έναν ενάρετο γέροντα τον (μετέπειτα άγιο) Ιάκωβο, του οποίου έγινε μαθητής και υποτακτικός. Κοντά στον Ιάκωβο έμαθε τα μυστικά της εν Χριστώ ζωής. Κάθε μέρα ανέβαινε προοδευτικά την πνευματική τελειότητα. Είχε νεκρώσει τον εαυτό του για τον κόσμο και ζούσε ως άγγελος.

       Στα 1518 ο Γέροντας Ιάκωβος κάλεσε τους μαθητές του, στους οποίους αποκάλυψε όραμά του, σύμφωνα με το οποίο τον καλούσε ο Θεός να πάει στην Αιτωλοακαρνανία, στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Δερβέκιστας, κοντά στο Θέρμο της Αιτωλία, διότι η περιοχή είχε ανάγκη πνευματικής αφυπνίσεως. Καλούνταν να εργαστεί πνευματικά για το λαό, ο οποίος κείτονταν σε βαθύ σκοτάδι, εξαιτίας της τουρκικής σκλαβιάς. Ο Θεωνάς του ζήτησε να τον πάρει μαζί του και τον ακολούθησε με πολλή χαρά. Όταν έφτασαν στην Ναύπακτο έψαχναν για το Μοναστήρι. Κάθε βράδυ, και οι δύο, έβλεπαν ένα ουράνιο διάχυτο φως σε μια περιοχή. Αυτό το φως έβλεπαν και οι λίγοι μοναχοί της Μονής, καθώς και κάτοικοι των γύρω περιοχών. Μάλιστα προέβλεπαν πως κάτι καλό θα συμβεί.

       Μετά από τρεις ημέρες οδοιπορία και με οδηγό το φώς, οι δύο αγιορείτες μοναχοί έφτασαν στη Μονή, οι οποίοι έγιναν ενθουσιωδώς δεκτοί από την αδελφότητα. Θεωρούσαν μεγάλη ευλογία να έχουν μαζί τους πνευματικούς ανθρώπους από το «Περιβόλι της Παναγίας», σταλμένοι από το Θεό. Ο Ιάκωβος αποσύρθηκε σε κοντινή σπηλιά να ζήσει ως ασκητής. Κατέβαινε κάθε Κυριακή στη Μονή για να κοινωνήσει και να διδάξει τους μοναχούς. Πολλοί Χριστιανοί συνέρρεαν στη Μονή να πάρουν την ευλογία του Γέροντα και να εξομολογηθούν.

       Έστειλε τότε τον Θεωνά στον Μητροπολίτη Άρτας Ακάκιο, για να πάρει την άδεια του εξομολόγου και να ζητήσει αρωγή για τη Μονή. Πήρε την άδεια του εξομολόγου και σημαντική οικονομική βοήθεια και η Μονή του Τιμίου Προδρόμου μεταβλήθηκε έτσι σε πνευματικό φάρο της ευρύτερης περιοχής. Πλήθος ανθρώπων έτρεχαν στον Γέροντα Ιάκωβο και στον Θεωνά να εξομολογηθούν και πάρουν τη συμβουλή και την ευλογία τους.

     Όμως, ο μισόκαλος διάβολος φθόνησε το έργο της Μονής και θέλησε να το καταστρέψει. Κάποιοι άθλιοι συκοφάντες έφτασαν στην Άρτα και έπεισαν τον Επίσκοπο να αναφέρει στις τουρκικές αρχές ότι η Μονή ήταν εκκολαπτήριο

επαναστατών!  Ο Γέροντας Ιάκωβος συνελήφθη και οδηγήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας, για απολογία στον Μπέη. Τον ακολούθησε πιστά και ο Θεωνάς. Αν και ο Μπέης πείστηκε για την άδικη συκοφαντία εναντίον του, τον έκλεισε στη φυλακή. Άοκνος συμπαραστάτης του ο Θεωνάς, ο οποίος μπαινόβγαινε στη φυλακή και τον διακονούσε.

       Ο Μπέης των Τρικάλων, κατόπιν διαταγής του Σουλτάνου, τον έστειλε να δικαστεί στην Αδριανούπολη, όπου καταδικάστηκε και μαρτύρησε, μαζί με τον ιεροδιάκονο Ιάκωβο και τον μοναχό Διονύσιο, την 1η Νοεμβρίου του 1520.

        Ο Θεωνάς επέστρεψε στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου, όπου έγινε ηγούμενος και συνέχισε επάξια το πνευματικό, κοινωνικό και εθνικό έργο του Γέροντά του. Αλλά και πάλι ο δύστροπος Μητροπολίτης Άρτας Ακάκιος, υποκινούμενος από διεφθαρμένους ανθρώπους, διέλυσε τη Μονή και έδιωξε καταχείμωνα τους μοναχούς, τους οποίους φιλοξένησε, ως την άνοιξη, κάποιος ευσεβής προύχοντας της περιοχής.

        Στα 1522 ο Θεωνάς και η αδελφότητα πήγαν στο Άγιον Όρος και εγκαταστάθηκαν στη Μονή Σίμωνος Πέτρας. Αλλά και εκεί δεν στέριωσαν, διότι οι τούρκοι είχαν λεηλατήσει τη Μονή και οι μοναχοί πεινούσαν. Γι’ αυτό έφυγαν για την   Γαλάτιστα της Χαλκιδικής, όπου ανακαίνισαν την Ιερά Μονή της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας, στην οποία ο Θεωνάς έγινε ηγούμενος. Κατόπιν πληροφοριών κάποιου Αρτινού Ιερέα, ανακάλυψαν τα λείψανα των Νεομαρτύρων Ιακώβου, Ιακώβου ιεροδιακονου και Διονυσίου μοναχού, τα οποία μετέφεραν στη Μονή. Σε λίγο καιρό η Μονή έγινε γνωστή και πλήθος κόσμου έτρεχε να πάρει τις ευλογίες του Θεωνά, ο οποίος ήταν πλέον γνωστός ως εξέχουσα πνευματική μορφή. Δίδασκε και εξομολογούσε ασταμάτητα! Κοντά του θήτευσε μια άλλη μεγάλη προσωπικότητα, ο ξακουστός διδάσκαλος Θεοφάνης, ο οποίος το 1560 χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Παροναξίας.

       Ο Θεός όμως προόριζε τον Θεωνά για υψηλότερη διακονία. Κλήρος και λαός τον εξέλεξε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Από τη νέα του εκκλησιαστική του θέση άσκησε εξαιρετικό ποιμαντικό, πνευματικό και φιλανθρωπικό έργο, σε μια εποχή ανυπέρβλητων εμποδίων, παρ’ όλο ότι ποίμανε το θρόνο της Θεσσαλονίκης για μικρό χρονικό διάστημα, από τον Απρίλιο του 1541 μέχρι τον Μάιο του 1542, όπου κοιμήθηκε ειρηνικά. Το λείψανό του μεταφέρθηκε θαυματουργικά στη Μονή της Αγίας Αναστασίας. Το 1821 μεταφέρθηκε στη Σκόπελο και αργότερα στην Μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Απριλίου.

          

 

 

Τετάρτη 3 Απριλίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ  Θεολόγου – Καθηγητού

         Η υμνογραφία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της θείας λατρείας στην Εκκλησία μας, η οποία μας βοηθά να μεταρσιωθούμε και να αναχθούμε σε ανώτερες πνευματικές εμπειρίες. Η αξία του ορθοδόξου υμνογραφικού πλούτου είναι ανυπολόγιστη. Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, έχοντας το ποιητικό χάρισμα, στο διάβα των αιώνων, διακρίθηκαν και ως υμνογράφοι και ποιητές της Εκκλησίας μας, κληροδοτώντας μας μια ανεκτίμητη παρακαταθήκη. Ένας από αυτούς υπήρξε και ο άγιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος.

        Καταγόταν από την Ιταλία. Γεννήθηκε στη Σικελία περί το 810, από ευσεβείς γονείς, τον Πλωτίνο και την Αγάθη, οι οποίοι του ενέπνευσαν από μικρό παιδί την πίστη στο Θεό και τον μύησαν στην αρετή. Είχε συνηθίσει να μελετά τις άγιες Γραφές και να ασκείται.

        Όμως το έτος 827 είχαν εισβάλει στη Σικελία οι Άραβες μουσουλμάνοι, οποίοι καταδίωκαν με μανία τους Χριστιανούς που δεν ήθελαν να ασπαστούν το Ισλάμ. Τότε η μητέρα του παρέλαβε τον δεκαπεντάχρονο Ιωσήφ και τον αδελφό του και ήρθαν στην Πελοπόννησο για να αποφύγουν τις σφαγές των Αγαρηνών. Από εκεί κατέληξαν στην Θεσσαλονίκη. Επισκέφτηκε μάλιστα την περίφημη Μονή Λατόμου, όπου λειτουργούσε σχολή, στην οποία συνέχισε και τελειοποίησε τις σπουδές του. Αργότερα ο Ιωσήφ έγινε μοναχός και άρχισε τους ασκητικούς και πνευματικούς του αγώνες. Με την καθοδήγηση του αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου μυήθηκε στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Προσευχόταν νυχθημερόν, νήστευε, αγρυπνούσε και μελετούσε τις άγιες Γραφές. Ως εργόχειρο είχε την  καλλιτεχνία. Είχαν εκτιμηθεί οι αρετές του και οι ικανότητές του και γι’ αυτό παρακινήθηκε και πείστηκε να χειροτονηθεί πρεσβύτερος.

      Έμεινε στη Θεσσαλονίκη εννέα χρόνια. Το 840 έφυγε για την Κωνσταντινούπολη μαζί με τον δάσκαλό του Γρηγόριο το Δεκαπολίτη, όπου εγκαταστάθηκαν στην φημισμένη Ιερά Μονή του Αγίου Ιερομάρτυρα Αντύπα. Εκεί έμειναν ως έγκλειστοι για ένα χρόνο. Όμως βρισκόμαστε στην κορύφωση της εικονομαχικής έριδας, κατά την οποία διώκονταν με μανία οι ορθόδοξοι. Ο τελευταίος εικονομάχος αυτοκράτορας Θεόφιλος (829-842) είχε εκδώσει διάταγμα για την καταστροφή όλων των εναπομεινάντων Ιερών Εικόνων και την παραδειγματική τιμωρία όσων τις τιμούσαν.  Γι’ αυτό αποφάσισαν να μεταβούν και να εγκατασταθούν στη Ρώμη, όπου δεν είχε επηρεαστεί από την έριδα αυτή. Όμως κατά την διάρκεια τον πλου του προς την Ιταλία το πλοίο έπεσε σε ενέδρα Αράβων πειρατών, οι οποίοι αφού άρπαξαν ότι πολύτιμο υπήρχε σ’ αυτό αιχμαλώτισαν τους επιβάτες, και μαζί τους τον Ιωσήφ, οδηγώντας τους στην αραβοκρατούμενη τότε Κρήτη, τους οποίους έριξαν στη φυλακή. Ο Ιωσήφ προσεύχονταν νυχθημερόν για την ελευθερία τη δική του και των άλλων αιχμαλώτων. Ταυτόχρονα δίδασκε την ορθόδοξη πίστη, μεταστρέφοντας πολλούς στην Ορθοδοξία. Με θαύμα του Αγίου Νικολάου και τις ενέργειες των πιστών Κρητών απελευθερώθηκαν.

      Το έτος 850 επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη, αφού είχε λήξει η εικονομαχία, το 842 από την Αυγούστα αγία Θεοδώρα. Εκεί ίδρυσε δική του Μονή, αφιερωμένη στον άγιο Απόστολο Βαρθολομαίο, τον οποίο τιμούσε ιδιαιτέρως. Φρόντισε μάλιστα να εναποθέσει σε αυτή τα ιερά λείψανα του αγίου Αποστόλου, τα οποία μετέφερε από τη Θεσσαλονίκη. Εκεί άρχισε μια νέα περίοδος πνευματικού αγώνα του Ιωσήφ, ο οποίος διήγε με αδιάκοπη προσευχή, αγρυπνία, νηστεία και φιλανθρωπία.

       Εκεί διαπίστωσε ότι είχε προικιστεί από το Θεό με το χάρισμα του ποιητή και υμνογράφου. Παρακαλούσε με δάκρυα νύχτα και ημέρα τον άγιο Βαρθολομαίο να τον βοηθήσει να αξιοποιήσει το ποιητικό του τάλαντο για την Εκκλησία. Να τον

εμπνεύσει να συνθέσει εκκλησιαστικούς ύμνους. Πράγματι ο ευσεβής πόθος του δεν άργησε να πραγματοποιηθεί. Κάποια μέρα ενώ προσευχόταν με θέρμη στον άγιο, είδε ένα όραμα. Ένας εντυπωσιακός άνδρας, με την μορφή του Αποστόλου Βαρθολομαίου, πήρε από την Αγία Τράπεζα το Ιερό Ευαγγέλιο, το τοποθέτησε πάνω στο στήθος του και τον ευλόγησε. Όταν συνήρθε, συνειδητοποίησε ότι αυτό ήταν ένα σαφές σημάδι ότι ήταν έτοιμος να αξιοποιήσει το χάρισμά του στην υμνολογία της Εκκλησίας μας.

        Άρχισε να γράφει ακατάπαυστα ύμνους. Βρισκόμαστε στην εποχή που εμφανίζεται το νέο και αξεπέραστο υμνογραφικό είδος στην Εκκλησία μας, οι Κανόνες, οι οποίοι εκτόπισαν τα Κοντάκια. Ο Ιωσήφ υπήρξε ιδιοφυία στη σύνθεση των Κανόνων. Έγραψε πάμπολλους, αλλά μας διασώθηκαν 165, οι οποίοι φέρουν το όνομά του.  Λίγο νωρίτερα είχαν συνθέσει τους ύμνους της Οκτωήχου ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ο άγιος Κοσμάς ο Μελωδός. Ο Ιωσήφ συμπλήρωσε την Οκτώηχο, συνθέτοντας τους ύμνους της εβδομάδος, εκτός της Κυριακής, που είχαν συνθέσει οι δύο προειρημένοι ποιητές. Συνέθεσε επίσης Κανόνες και ύμνους στους Αγίους, συμπληρώνοντας τα Μηναία της Εκκλησίας μας. Έγραψε θαυμάσιους Κανόνες και άλλους ύμνους, στη Θεοτόκο, τον άγιο Νικόλαο, στον άγιο Βαρθολομαίο, στους Αρχαγγέλους κλπ.

      Ξεχωριστό υμνογραφικό αριστούργημα του αγίου Ιωσήφ είναι ο περίφημος και δημοφιλής Κανόνας, ο οποίος ψάλλεται κατά την ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου. Συνέθεσε τα τροπάρια, που ακολουθούν τους ειρμούς, που είχε συνθέσει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Σημειώνουμε πως τα άφθαστα καλολογικά στοιχεία του ύμνου αυτού, τον καθιστούν ως ένα από τα σπουδαιότερα ποιήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

    Ορισμένους από τους σωζόμενους ύμνους του, κάποιοι τους αποδίδουν σε κάποιο άλλο Ιωσήφ Υμνογράφο, τον Στουδίτη. 

     Υπήρξε φίλος του ομολογητή πατριάρχη αγίου Ιγνατίου (846-858 και 867 – 877). Αυτό είχε ως συνέπεια να διωχθεί μαζί του, από τον ακόλαστο και θηριώδη παρακοιμώμενο του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ , Βάρδα, τον οποίο ακολούθησε στην εξορία.  Κατά τη δεύτερη πατριαρχία του Ιγνατίου έγινε σκευοφύλαξ της Μεγάλης Εκκλησίας. Το αξίωμα αυτό διατήρησε και επί τη δευτέρας πατριαρχίας του αγίου Φωτίου, τον οποίο εκτιμούσε και αγαπούσε ο μεγάλος Πατριάρχης.

       Κοιμήθηκε ειρηνικά το 886 και το τίμιο λείψανό του θάφτηκε στη Μονή του. Η μνήμη του εορτάζεται στις 3 Απριλίου.        

      

Σάββατο 23 Μαρτίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΛΟΥΚΑΣ Ο ΕΝ ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού

       Στη μεγάλη χωρία των ενδόξων Νεομαρτύρων συγκαταλέγονται πολλά νέα παλληκάρια, τα οποία αψήφησαν τα νιάτα τους, ομολόγησαν την πίστη τους στο Χριστό και έχυσαν το αίμα τους για Εκείνον. Ένας από αυτούς υπήρξε και ο άγιος Νεομάρτυς Λουκάς ο εν Μυτιλήνη μαρτυρήσας.

     Γεννήθηκε το 1783 στην Αδριανούπολη της Θράκης από φτωχούς γονείς, τον Αθανάσιο και τη Δομνίστα. Σε ηλικία μόλις έξι ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και η πάμφτωχη μητέρα του τον παρέδωσε σε έναν γνωστό της έμπορο πραματευτή, να εργαστεί κοντά του, να επιβιώσει και να αποκατασταθεί επαγγελματικά. Ο έμπορος αυτός δέχτηκε το μικρό Λουκά και τον πήρε μαζί του στις επιχειρήσεις του. Αρχικά πήγαν στην Ρωσία και αργότερα εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου διατηρούσε μεγάλο κατάστημα.

      Ο Λουκάς έδειξε προθυμία και αφοσίωση στον καλοκάγαθο έμπορο και εκείνος την αγάπη του και τη στοργή του στο ορφανό παιδί. Είχαν περάσει επτά χρόνια κοντά του. Κάποια μέρα όμως ο Λουκάς, ενώ βρισκόταν έξω από το κατάστημά του αφεντικού του, για άγνωστη αιτία μάλωσε με ένα τουρκόπουλο και το κτύπησε. Τη σκηνή της διένεξης των παιδιών είδαν και κάποιοι περαστικοί Τούρκοι. Βλέποντας το ρωμιόπουλο να χειροδικεί στο τουρκόπουλο, αγανάκτησαν, διότι η χειροδικία υπόδουλου Ρωμιού σε Τούρκο θεωρούνταν μεγάλη ατίμωση, όρμησαν σαν άγρια θηρία εναντίον του δεκατριάχρονου παιδιού, το ξυλοκόπησαν άγρια και ήταν έτοιμοι να το λυντσάρουν.

      Το απροστάτευτο παιδί, όπως ήταν φυσικό, φοβήθηκε πολύ και άρχισε να παρακαλεί τους εξαγριωμένους αλλόθρησκους Τούρκους να το λυπηθούν και να το αφήσουν. Όταν μάλιστα, εκείνοι επέμειναν και το κακοποιούσαν ανελέητα, φώναξε: «Αφήστε με και εγώ θα τουρκέψω», που σημαίνει ότι θα αλλαξοπιστούσε και θα ασπάζονταν το Ισλάμ. Ακούγοντας εκείνοι την υπόσχεσή του, ηρέμισαν και έπαψαν να τον κτυπούν.

      Την ίδια στιγμή πέρασε από εκείνο το σημείο κάποιος επιφανής Τούρκος αγάς και ζήτησε να μάθει για το συμβάν. Όταν πληροφορήθηκε ότι το παιδί υποσχέθηκε να τουρκέψει, το πήρε με χαρά μαζί του στο σπίτι του. Εκεί του ζήτησε να κρατήσει την υπόσχεσή του να αλλαξοπιστήσει, να αρνηθεί το Χριστό και να ασπασθεί την ισλαμική θρησκεία.

       Στην αρχή ο Λουκάς δεν είχε συνειδητοποιήσει το κακό που έκαμε στον εαυτό του και τον θεωρούσε τυχερό, που ξέφυγε τον κίνδυνο του λυντσαρίσματος. Όμως γρήγορα κατάλαβε το μεγάλο και μοιραίο λάθος του να αρνηθεί την αληθινή πίστη στο Χριστό και να ταυτιστεί με τους τυράννους του και άρχισε να νοιώθει τύψεις και πίκρα. Παρά το γεγονός ότι ο Τούρκος αγάς και η οικογένειά του έδειχναν συμπάθεια και ήταν πολύ γενναιόδωροι μαζί του, αυτός έδειχνε αγχωμένος και πικραμένος. Τα πλούτη και η καλοπέραση στο τούρκικο αρχοντικό δεν του έκαναν καμιά εντύπωση και τα περιφρονούσε διακριτικά. Είχε πάρει τη μεγάλη απόφαση να φύγει κρυφά από εκείνο το σπίτι.

     Κατάφερε να στείλει μήνυμα στο αφεντικό του να βρει τρόπο να τον πάρει από το τουρκικό σπίτι και να γλυτώσει την περιτομή, με την οποία θα ολοκληρώνονταν η εξωμοσία του. Πριν έρθει ο χότζας να του κάμει περιτομή, το αφεντικό του βρήκε τρόπο ν απομακρύνει το παιδί. Έτρεξε στον πρέσβη της Ρωσίας, ο οποίος ήταν φίλος του και τον παρακάλεσε με θέρμη να το σώσει, ο οποίος έστειλε άνθρωπο δικό του στον αγά να του δώσει το παιδί, αλλά εκείνος αρνήθηκε, επικαλούμενος την

εθελούσια πρόθεσή του να τον ακολουθήσει στο σπίτι του και να εξισλαμισθεί. Ο απεσταλμένος του Ρώσου πρέσβη έφυγε άπραγος και ο αγάς προχώρησε στην περιτομή του παιδιού και το έδεσε, για να μην φύγει.

       Όμως ο μικρός Λουκάς βρήκε την ευκαιρία και δραπέτευσε και πέρασε απέναντι στον Γαλατά. Ζήτησε βοήθεια από κάποιους χριστιανούς, οι οποίοι, αφού του έδωσαν χριστιανικά ρούχα, τον φυγάδευσαν με καράβι για τη Σμύρνη. Από εκεί κατέληξε στην Θήρα, όπου προσβλήθηκε από αρρώστια των ματιών του. Εκεί βρήκε την ευκαιρία να επισκεφτεί ένα πνευματικό, στον οποίο εξομολογήθηκε με δάκρυα και αναστεναγμούς το μεγάλο αμάρτημά του να αλλαξοπιστήσει.

      Ο συμπονετικός πνευματικός προσπάθησε να ηρεμήσει το παιδί και να το παρηγορήσει, λέγοντάς του πως ο Χριστός μας είναι ο Θεός της αγάπης και του ελέους και μπορεί να μας συγχωρήσει όλα μας τα αμαρτήματα, φτάνει να μετανιώσουμε γι’ αυτά. Παράλληλα ο αγαθός εκείνος κληρικός κατάλαβε πως κινδύνευε να συλληφθεί από τους Τούρκους, να κινδυνέψει η ζωή του και ίσως η πίστη του, φοβούμενος ότι με τα μαρτύρια θα  δείλιαζε και δεν θα απαρνιόταν το Ισλάμ. Γι’ αυτό τον συμβούλεψε να μεταβεί στο Άγιον Όρος, για να είναι ασφαλής και να επιμεληθεί για τη σωτηρία της ψυχής του.

     Ο Λουκάς δέχτηκε μετέβη στο Άγιο Όρος, όπου περιπλανήθηκε σε διάφορες Μονές, όπως της Μεγίστης Λαύρας και των Ιβήρων, κατέληξε στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, όπου έγινε δεκτός και δέχτηκε την ρασοευχή. Κατόπιν περιπλανήθηκε και σε άλλες Μονές και Σκήτες. Τελικά έφτασε στην Σκήτη της Αγίας Άννης, όπου γνωρίστηκε με έναν σεβάσμιο πνευματικό, τον Βησσαρίωνα, στον οποίο αποκάλυψε την πτώση του και του γνώρισε την επιθυμία του να ομολογήσει δημόσια την μεταστροφή του στο Χριστό. Ο έμπειρος Γέροντας δέχτηκε με χαρά την μετάνοιά του και αφού το επαίνεσε, του γνώρισε τις δυσκολίες και τους κινδύνους μιας δημόσιας απάρνησης του Ισλάμ. Σε αυτή την περίπτωση το Κοράνιο και η ισλαμική σαρία, προβλέπουν βαριές τιμωρίες και την ποινή του θανάτου. Του γνώρισε επίσης πως αν επιμείνει στην απόφασή του έπρεπε να προετοιμασθεί πνευματικά για να υποστεί το μαρτύριο. Όταν είδε ο Γέροντας Βησσαρίων ότι ο Λουκάς ήταν αποφασισμένος, ανάλαβε εκείνος να τον προετοιμάσει, έγινε ο «αλλείπτης» του.

     Με αυστηρή νηστεία, αγρυπνία, αδιάλειπτη προσευχή, μετάνοιες και Θεία Κοινωνία πέρασε  αρκετός καιρός. Μετά εκάρη μοναχός, στη Μονή Σταυρονικήτα, πήρε την ευχή του Βησσαρίωνα και έφυγε για το μαρτύριο. Αφού περιπλανήθηκε σε αρκετά μέρη, κατέληξε στη Μυτιλήνη, στο χωριό Πάμφυλα. Εκεί γνώρισε τον ενάρετο εφημέριο του χωριού Παρθένιο, στον οποίο εξομολογήθηκε την επιθυμία του να ομολογήσει δημόσια την μεταστροφή του στο Χριστό και να ξεπλύνει με το αίμα του το κρίμα του. Ο Παρθένιος υπάκουσε, τέλεσε Ευχέλαιο, τον Κοινώνησε, τον έντυσε κατάσαρκα με το μοναχικό «παραμάντι», με το αγιοταφίτικο σάβανο και από πάνω κοσμικά ρούχα, τον σταύρωσε με λάδι από τον Πανάγιο Τάφο και του έδεσε μέσα στα μαλλιά ένα κομματάκι από το ματωμένο πουκάμισο του Νεομάρτυρα της Μυτιλήνης Θεοδώρου.  

      Ο Λουκάς κίνησε για τον Τούρκο δικαστή, στον οποίο γνώρισε την μεταμέλειά του να γίνει μουσουλμάνος. Του δήλωσε ότι η απάρνηση της χριστιανικής πίστης ήταν το μεγάλο λάθος της ζωής του, να αφήσει την αλήθεια και να ασπασθεί το ψεύδος. Του τόνισε πως «Εγώ όταν ήμουν μικρό παιδί, δεκατριών ετών, ξεγελάστηκα από εσάς και ήρθα στη θρησκεία σας, μη μπορώντας να ξεχωρίσω την αλήθεια από το ψέμα. Έμεινα στη θρησκεία σας λίγο καιρό αλλά, όταν ενηλικιώθηκα, κατάλαβα ότι η θρησκεία σας είναι ψεύτικη και αυτός που τον

λέτε για προφήτη είναι απατεώνας και παραμυθάς και σας εξαπάτησε όλους σας και τον πιστέψατε. Αφού λοιπόν έμαθα πως η θρησκεία σας είναι σκοτάδι, την

αρνούμαι μπροστά σας και ομολογώ τη χριστιανική πίστη μου, που είναι το αληθινό φως. Πιστεύω και προσκυνώ τον Κύριό μου Ιησού Χριστό, Θεό αληθινό».

     Ο δικαστής κρύβοντας το θυμό του και την αγανάκτησή του, κατέβαλε προσπάθεια να τον μεταπείσει, γνωρίζοντάς του τις συνέπειες, αν επέμεινε στην απόφασή του: φρικτά βασανιστήρια και θάνατος! Κατόπιν του έταξε χρήματα και αξιώματα. Όμως ο γενναίος αθλητής του Χριστού έδειξε την περιφρόνησή του για όλα αυτά και προτιμά το μαρτύριο. Τότε τον έστειλε στο ναζήρη, τον έφορο των βακουφίων. Στο δρόμο συνάντησαν τον μητροπολίτη της περιοχής και ο Λουκάς του ζήτησε να κάμει δέηση για να τον ενδυναμώσει ο Θεός. Εκείνος έστειλε γράμματα σε όλα τα χωριά να κάνουν παρακλήσεις για χάρη του μάρτυρος. Έτσι σ’ όλο το νησί γινόταν προσευχή για την ενίσχυση του Μάρτυρα.

     Ο ναζήρης έταξε και αυτός στο Λουκά χρήματα και εξουσίες, τα οποία όμως περιφρόνησε και ομολόγησε και σ’ αυτόν την πίστη του στο Χριστό. Εκείνος διέταξε να τον κλείσουν στη φυλακή και να τον βασανίσουν φρικτά με το «τομπρούκι», το επώδυνο ξύλο στα πόδια, προκαλώντας του αφόρητους πόνους. Ο Μητροπολίτης έστειλε άνθρωπο στη φυλακή και τον κοινώνησε και του ζήτησε να μείνει αμετάπειστος στην ομολογία του. 

     Αφού είδαν οι Τούρκοι ότι ήταν μάταιο να τον μεταπείσουν, ο δικαστής εξέδωσε διαταγή για την θανάτωσή του. Θάνατος δια απαγχονισμού. Οδηγήθηκε στον τόπο της εκτελέσεως. Ο δήμιος τον ρώτησε για τελευταία φορά αν μετάνιωσε για την απόφασή του. Ο άγιος φώναξε δυνατά: «όχι». Τότε του πέρασε τη θηλιά και σε ελάχιστο χρόνο η ψυχή του πέταξε στα ουράνια. Ήταν 23 Μαρτίου του 1802. Ο Γενναίος αθλητής του Χριστού ήταν μόλις δεκαεννέα ετών.

     Το ιερό του λείψανο έμεινε τρεις μέρες κρεμασμένο για παραδειγματισμό. Έδειχνε ηρεμία, σαν να κοιμάται και σκορπούσε μια άρρητη ευωδία. Επειδή ερχόταν οι χριστιανοί να το προσκυνήσουν, το πέταξαν στη θάλασσα. Αλλά το καράβι τσακίστηκε στα βράχια, το ιερό σκήνωμα δεν καταποντίστηκε, βγήκε στην ακτή και οι πιστοί το έθαψαν με τιμές. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Μαρτίου, την ημέρα του ηρωικού και ενδόξου μαρτυρίου του.  

 

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ Ο ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΟΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

       Νεομάρτυρες έχουν να επιδείξουν όλα τα μέρη της τουρκοκρατούμενης πατρίδος μας, όπως και όλες οι ορθόδοξες υπόδουλες χώρες. Μια από αυτές είναι και η Πελοπόννησος, ο θρυλικός Μοριάς, η οποία ανέδειξε μια πλειάδα ηρωικών αθλητών του Χριστού και ταυτόχρονα ασυμβίβαστων ελληνοπούλων, σε μια από τις πιο κτηνώδεις σκλαβιές που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, των αλλοθρήσκων Οθωμανών. Ένας από αυτούς είναι και ο όσιος Νεομάρτυς Ευθύμιος ο Πελοποννήσιος.

       Γεννήθηκε στην ξακουστή Δημητσάνα στα τέλη του 18ου αιώνα από ευσεβείς και πλούσιους γονείς τον Αθανάσιο και την Αικατερίνη Ηλιοπούλου. Ο πατέρας του ήταν φημισμένος αργυροχρυσοχόος. Λόγω της δυστοκίας της μητέρας του κατά τη γέννα του και την επίκληση του αγίου Ελευθερίου, ονομάστηκε Ελευθέριος. Ο πατέρας του είχε εμπορική επιχείρηση στο Ιάσιο της Παραδουνάβιας Ηγεμονίας της Μολδαβίας και για τούτο την ανατροφή του είχε η ευσεβής μητέρα του, η οποία φρόντισε να τον αναθρέψει χριστιανικά. Φρόντισε επίσης να τον μορφώσει στα περίφημα σχολεία της Δημητσάνας. Κατόπιν τον έστειλε για τη συνέχιση των σπουδών του στην Κωνσταντινούπολη, στην εκεί περίφημη Πατριαρχική Ακαδημία, όπου σπούδαζε και ο μεγαλύτερος αδελφός του Ιωάννης.

        Μετά το πέρας των σπουδών του αναχώρησε για το Ιάσιο, για να εργασθεί στις επιχειρήσεις του πατέρα του. Όμως κάποια στιγμή ξύπνησε μέσα του η επιθυμία να γίνει μοναχός και για τούτο αποφάσισε να μεταβεί στο Άγιον Όρος, μέσω της Οδησσού. Όμως λόγω του ρωσσοτουρκικού  πολέμου (1787-1792), δεν κατόρθωσε να φτάσει στον προορισμό του. Έτσι αναγκάστηκε να εγκατασταθεί στο Βουκουρέστι, όπου προσλήφθηκε ως γραμματέας στο γαλλικό προξενείο και αργότερα σε κάποιον ανώτερο Ρώσο αξιωματούχο. Συναναστρεφόμενος με τους διπλωματικούς κύκλους, παρασύρθηκε στην τριφηλή ζωή και σε ασωτίες. Αργότερα έμπλεξε με κάποιους Τούρκους διπλωμάτες και προσκολλήθηκε σε κάποιον πρεσβευτή, επακολουθώντας τον στην πόλη Σούμλα και από εκεί στην Αδριανούπολη. Εκεί, κάποιος εξωμότης τον έπεισε να γίνει μουσουλμάνος, για να ζήσει ελεύθερος και να αποκτήσει πλούτη και δόξα. Ο Ελευθέριος δέχτηκε, αρνήθηκε το Χριστό, υπέστη περιτομή και μετονομάστηκε Ρεσίτης.

      Δεν άργησε όμως να συναισθανθεί το μέγιστο σφάλμα του, τον έτυπτε η συνείδησή του και ζητούσε  τρόπο και ευκαιρία να φύγει, χωρίς να το κατορθώσει, διότι τον περιφρουρούσαν οι μουσουλμάνοι φίλοι του. Παράλληλα του παρείχαν ανέσεις, γλέντια και ασωτίες και του υπόσχονταν λαμπρή καριέρα και άνετη ζωή, για να λησμονήσει την πρότερη ζωή του.

     Πέρασαν τρεις  μήνες, ώσπου κατόρθωσε να αποδράσει από τον κλοιό των Τούρκων και προσπάθησε να φτάσει στη Μητρόπολη και να μιλήσει στον Μητροπολίτη, αλλά, για κάποιο λόγο δεν τα κατέφερε. Για τούτο έφυγε για την Κωνσταντινούπολη, όπου αναγνωρίστηκε από κάποιον πασά, ο οποίος τον πήρε στο σπίτι του, κάνοντάς τον θετό γιό του. Ενώ έδειχνε ότι ζούσε ως μουσουλμάνος στο τουρκικό σπίτι, όταν βρισκόταν μόνος του και ιδίως τις νύχτες, έκλαιε γοερά και παρακαλούσε την Παναγία, να τον βοηθήσει για να αποδράσει, να ομολογήσει την πίστη του στο Χριστό και να μαρτυρήσει, ξεπλένοντας έτσι, με το αίμα του,  το μεγάλο κρίμα του.

      Κάποιο πρωινό κατόρθωσε να αποδράσει από το σπίτι του πασά και να τρέξει στο Πατριαρχείο, όπου συνάντησε κάποιον συμπατριώτη του πνευματικό, στον οποίο εξομολογήθηκε το αμάρτημά του και του ζήτησε χριστιανικά ενδύματα. Εκείνος, τον

καλοδέχτηκε, τον συμπόνεσε, του έδωσε ψυχωφελείς συμβουλές και τον στήριξε, όμως αρνήθηκε να τον προμηθεύσει ρωμαίικα ρούχα, προφανώς από φόβο.

      Ο Ελευθέριος γύριζε από συνοικία σε συνοικία, προσπαθώντας να κρυφτεί στο πλήθος. Κατέληξε στο σπίτι του Ρώσου πρεσβευτή στον Γαλατά, τον οποίο γνώριζε από το Βουκουρέστι, εξηγώντας του την περιπέτειά του. Οι οικογένειά του Ρώσου διπλωμάτη τον καλοδέχτηκε, με χαρά για την μεταστροφή του και πάλι στην Ορθοδοξία, του έδωσαν χριστιανική ενδυμασία και τον έκρυψαν προσωρινά στην πρεσβεία.

      Μετά από τέσσερις ημέρες έφυγε με πλοίο για το Άγιον Όρος, φτάνοντας στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, όπου βρισκόταν από το 1810 εξόριστος ο Πατριάρχης άγιος Γρηγόριος Ε΄, στον οποίο εξομολογήθηκε το μεγάλο αμάρτημά του. Ο άγιος Πατριάρχης, αφού τον παρηγόρησε τον ανάθεσε σε κάποιον πνευματικό  για να τον κατηχήσει και να του διαβάζει ιλαστήριες ευχές για σαράντα η μέρες. Κατόπιν, αφού έλαβε το Άγιο Μύρο, αναχώρησε για την Σκήτη της Αγίας Άννας, για να βρει έμπειρο «αλείπτη», για να τον προετοιμάσει για το μαρτύριο. Στα δύσκολα εκείνα χρόνια λειτουργούσε αυτός ο θεσμός, για την πληθώρα των Νεομαρτύρων. Εκεί συνάντησε τον έμπειρο μοναχό Ακάκιο, ο οποίος έγινε «αλείπτης» του και τον προετοίμαζε για το ομολογητικό του μαρτύριο. Ο Ελευθέριος υπέβαλε τον εαυτό του σε σκληρό πνευματικό αγώνα, προσευχής, νηστείας, αγρυπνίας και ποταμών δακρύων. Μάλιστα ξύπνησε μέσα του η παλιά επιθυμία του να ασπασθεί τον μοναχισμό. Αφού πέρασε τη δοκιμαστική περίοδο, εκάρη μοναχός, λαμβάνοντας το μοναχικό όνομα Ευθύμιος.

     Μετά από καιρό και αφού προετοιμάστηκε κατάλληλα πνευματικά, πήρε την ευλογία των αγιορειτών πατέρων και έφυγε για την Κωνσταντινούπολη για να υποστεί το μαρτύριο. Πήγε αρχικά στο Πατριαρχείο, για να συναντήσει τον συμπατριώτη του πνευματικό, στον οποίο κοινοποίησε την απόφασή του να μαρτυρήσει. Εκείνος προσπάθησε να τον αποτρέψει φοβούμενος ότι θα δειλιάσει από τα βασανιστήρια και θα ασπασθεί και πάλι το Ισλάμ. Βλέποντάς τον όμως αμετάπειστο, του έδωσε την ευλογία του και τις νουθεσίες του να φανεί ηρωικός σε όσα θα ακολουθούσαν.

     Πήγε, κατόπιν στην συνοικία του Γαλατά, συνοδευόμενος από κάποιον μοναχό Γρηγόριο, όπου εκκλησιάστηκε και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Ήταν Κυριακή των Βαΐων, 19 Μαρτίου του 1814. Μετά τη λειτουργία, έβγαλε τα μοναχικά ενδύματα, φόρεσε τούρκικα και κρατώντας στα χέρια του τα Βάια και το Σταυρό, πήγε στον βεζίρη Ρουσούτ Πασά. Παρουσιάστηκε μπροστά του, με περισσό θάρρος, έβγαλε το φέσι του, το πέταξε καταγής και το καταπάτησε και ομολόγησε την πίστη του στο Χριστό, ως τον μόνο αληθινό Θεό. Η καταπάτηση των τουρκικών ενδυμάτων και ιδιαίτερα του σαρικιού (φέσι), ήταν δηλωτικό της απάρνησης του Ισλάμ και θεωρούνταν μεγάλη ασέβεια από τους μουσουλμάνους. Δήλωσε ευθαρσώς ότι αρνείται το Ισλάμ, χαρακτηρίζοντάς το ως ψεύτικη θρησκεία και αναθεμάτισε τον Μωάμεθ, ως ψευδοπροφήτη και αντίχριστο, δείχνοντας τα Βάια και το Σταυρό.  

       Ο βεζίρης αρχικά εξεπλάγη και τον εξέλαβε για μεθυσμένο. Αφού βεβαιώθηκε περί του αντιθέτου και πως αυτά που έλεγε τα εννοούσε, διέταξε να τον ξυλοκοπήσουν, να τον κλείσουν αλυσοδεμένο στην φυλακή και να του βάλλουν στα πόδια του το «τομπρούκ», το φοβερό βασανιστικό ξύλο. Μετά από αρκετή ώρα τον πήγαν και πάλι στον βεζίρη, ο οποίος χρησιμοποίησε τη γνωστή μέθοδο των κολακειών και του ταξίματος χρημάτων και αξιωμάτων, για να επανέλθει στο Ισλάμ. Αλλά ο Μάρτυς παρέμεινε ακλόνητος, ομολογώντας την πίστη του στο Χριστό. Ο Τούρκος αξιωματούχος διέταξε και πάλι να τον κλείσουν στη φυλακή και να τον υποβάλλουν σε πιο επώδυνα βασανιστήρια, ελπίζοντας ότι έτσι θα άλλαζε γνώμη. Τα

υπόμεινε με ηρωισμό και καρτερία, δίχως να βγάλει την παραμικρή κραυγή πόνου και να διαμαρτυρηθεί.

      Όταν ο βεζίρης  διαπίστωσε ότι ματαιοπονούσε να τον μεταστρέψει, έβγαλε την απόφαση: θάνατος δια αποκεφαλισμού. Να διευκρινίσουμε πως το Κοράνιο και ο ισλαμικός νόμος προβλέπουν θανατική ποινή σε όποιον μουσουλμάνο αρνείται τη μουσουλμανική θρησκεία.

       Ο Ευθύμιος όταν πληροφορήθηκε την απόφαση έγινε περιχαρής. Κρατώντας το Σταυρό και τα Βάια στα χέρια του, βάδιζε με προθυμία στον τόπο της εκτελέσεως, σαν να πήγαινε σε πανηγύρι, παρά τους ξυλοδαρμούς και τις ύβρεις που υφίστατο από τους ανελέητους δημίους και το οργισμένο πλήθος των φανατισμένων μουσουλμάνων της Πόλης. Φτάνοντας, δεν έδειξε κανένα σημάδι δειλίας ή φόβου, αντίθετα έλαμπε από χαρά και ουράνια αγαλλίαση. Έκανε με ευλάβεια το σημείο του σταυρού και κατόπιν γονάτισε, έσκυψε το κεφάλι στο δήμιο. Εκείνος με χαιρεκακία τον αποκεφάλισε. Η ψυχή του πέταξε στα ουράνια, για να συναντήσει το Χριστό, ξαλαφρωμένη και δικαιωμένη από το κρίμα της εξωμοσίας. Ήταν 22 Μαρτίου του 1814, Κυριακή των Βαΐων.

       Ο συνοδός του μοναχός Γρηγόριος καταβάλλοντας μεγάλους κόπους και δίδοντας πολλά χρήματα στους Τούρκους, αγόρασε το τίμιο λείψανο του Μάρτυρα, το οποίο μετέφερε στο Άγιον Όρος, όπου έγινε η ταφή του. Τόσο στον τόπο του μαρτυρίου του, όσο και στον τόπο της ταφής του έλαβαν χώρα θαυμαστά φαινόμενα και θεραπείες ασθενών, φανερώνοντας ότι η θυσία του Μάρτυρα έγινε αποδεκτή από το Θεό και η ομολογία του είχε σημαντική παρηγορητική και ενισχυτική επίδραση στους υπόδουλους και κατατρεγμένους Ρωμηούς. 

    Οι κάτοικοι της γενέτειράς του Δημητσάνας, για να τον τιμήσουν, έχτισαν ναό στο όνομα του μαζί με αυτόν του εθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄. Τεμάχιο του ιερού του λειψάνου βρίσκεται στην Ιερά Μονή Διονυσίου Αγίου Όρους, η κάρα του στην Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος και ένα μέρος στην Σκήτη Τιμίου Προδρόμου.

     Η μνήμη του τιμάται στις 22 Μαρτίου, την ημέρα του ενδόξου μαρτυρίου του και την 1η Μαΐου, μαζί με τους Οσιομάρτυρες Ιγνάτιο το Νέο και Ακάκιο.

     Το αγωνιζόμενο Έθνος μας είναι (πρέπει να είναι) χρεώστης στους ηρωικούς Νεομάρτυρες, των οποίων το αίμα έσμιξε με αυτό των Εθνομαρτύρων, ποτίζοντας αρκούντος το δένδρο της ελευθερίας. Οι μυριάδες Νεομάρτυρες, καθ’ όλη τη διάρκεια της φρικτής δουλείας, με την ομολογία τους στο Χριστό  και την εμμονή τους Ορθοδοξία, τη μοναδική σώζουσα πίστη, υπήρξαν τα ισχυρά αναχώματα για τη ματαίωση του εξισλαμισμού, τον οποίο ασκούσε η Οθωμανική εξουσία, για την εξαφάνιση του Γένους μας. Με την μαρτυρία τους και το μαρτύριό τους διέσωσαν την Ορθοδοξία και ταυτόχρονα τον Ελληνισμό, διότι απώλεια της ορθοδόξου πίστεως, σήμαινε και απώλεια της ελληνικής συνείδησης!

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΜΙΧΑΗΛ Ο ΑΡΤΟΠΩΛΗΣ

 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ  Θεολόγου – Καθηγητού

         Οι Νεομάρτυρες, που έδωσαν τη μαρτυρία τους για το Χριστό στα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας, προέρχονταν από όλα τα κοινωνικά στρώματα και επαγγέλματα. Πλούσιοι και φτωχοί, βιοτέχνες, ναυτικοί, αγρότες, τεχνίτες, και από όλα τα επαγγέλματα  αναδείχτηκαν ήρωες της χριστιανικής πίστεως. Ένας από αυτούς είναι και ο Νεομάρτυς άγιος Μιχαήλ ο Αρτοπώλης.  

      Γεννήθηκε στο χωριό Γρανίτσα της Ευρυτανίας περί το 1510. Οι γονείς του, φτωχοί βιοπαλαιστές, Δημήτριος και Σωτήρα, ή Στατήρα, του ενέπνευσαν την ευσέβεια και τη βαθειά προσήλωσή του στην ορθόδοξη πίστη. Στην ηλικία των έξι ετών ο πατέρας του αρρώστησε και πέθανε, αφήνοντάς τον ορφανό και μοναδικό προστάτη της φτωχής μητέρας του. Όταν ήρθε σε ηλικία γάμου, νυμφεύτηκε μια ευσεβή νέα.

      Όμως η ζωή ήταν δύσκολη στα άγονα εκείνα μέρη των κακοτράχαλων αγραφιώτικων βουνών, γι’ αυτό πήρε τη μεγάλη απόφαση να ξενιτευτεί. Γύρισε πολλούς τόπους και στο τέλος κατέληξε στην πολυάνθρωπη Θεσσαλονίκη, όπου έμαθε την τέχνη του αρτοποιού και άσκησε το επικερδές επάγγελμα του αρτοπώλη, ανοίγοντας δική του επιχείρηση. Σε λίγο καιρό έγινε γνωστός για τον καλοσυνάτο χαρακτήρα του και την τιμιότητά του στους χριστιανούς, μα και στους εβραίους και μουσουλμάνους της Θεσσαλονίκης. Ασκούσε την ελεημοσύνη, χαρίζοντας ψωμί στους φτωχούς, καθώς και τα περισσεύματα των κερδών του από το κατάστημά του. Είχε γίνει γνωστός με το όνομα «ο Μιχαήλ που μοιράζει ψωμί στους φτωχούς»!

      Παράλληλα με την κοπιαστική εργασία του, δεν παραμελούσε τον πνευματικό του αγώνα. Σύχναζε στην εκκλησία και παρακολουθούσε με ευλάβεια τις ιερές ακολουθίες. Του άρεσαν οι ολονυκτίες, στις οποίες συμμετείχε και κατόπιν πήγαινε στην εργασία του άυπνος. Του άρεσε επίσης να ακούει κηρύγματα και εξηγήσεις των Αγίων Γραφών, διότι τα λίγα γράμματα που γνώριζε τον εμπόδιζαν να κατανοήσει από μόνος του το λόγο του Θεού. Παράλληλα όμως είχε βαθειά στην ψυχή του τη λαχτάρα να αξιωθεί να διδάξει και αυτός κάποτε δάσκαλος της σώζουσας ορθόδοξης πίστης.

        Ο Θεός, γνωριζοντας την κρυφή του ιερή επιθυμία, του έδωσε την ευκαιρία αυτή. Ήταν Μ. Τεσσαρακοστή του έτους 1544. Την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως παρακολούθησε τη Λειτουργία και άκουσε τους θείους λόγους του Ευαγγελίου, που μιλούσε για την εν Χριστώ αυταπάρνηση. Ένοιωσε ένα περίεργο συναίσθημα και μια εσωτερική φωνή που του έλεγε ότι ήρθε η ώρα να κηρύξει το Χριστό και να γίνει ομολογητής Του. Μετά από δύο ημέρες μπήκε στο κατάστημά του κάποιος νεαρός μουσουλμάνος, για να αγοράσει ψωμί. Ο Μιχαήλ έπιασε κουβέντα μαζί του, συγκρίνοντας την χριστιανική πίστη με το Ισλάμ. Και ενώ προσπαθούσε να του εξηγήσει για τις πλάνες της πίστης του, μπήκε κάποιος τούρκος νομοδιδάσκαλος, στον οποίο κατάγγειλε ο νεαρός τον αρτοπώλη ότι βλασφημεί τη μουσουλμανική θρησκεία. Ο τούρκος του ζήτησε να επιβεβαιώσει  την καταγγελία του νεαρού. Ο Μιχαήλ με ηρωικό φρόνιμα και χωρίς να υπολογίσει τις φρικτές συνέπειες, του απάντησε πως, «ναι είναι αλήθεια. Εγώ ως αληθινός πιστός του Χριστού, του αληθινού Θεού, έχω υποχρέωση να σας υποδείξω την πλάνη σας. Περπατάτε στο σκοτάδι και ακολουθείτε μια θρησκεία γεμάτη μυθεύματα και πλάσματα της φαντασία σας». Τα είπε όλα αυτά ο Μιχαήλ έχοντας γνώση τι τον περίμενε: εξισλαμισμός ή θάνατος!

       Ο τούρκος έγινε έξαλλος από το θυμό του και έτρεξε στον τούρκο διοικητή, στον οποίο κατάγγειλε τον Μιχαήλ ως υβριστή του Ισλάμ. Σε λίγο κατέφθασαν στο κατάστημά του στρατιώτες, οι οποίοι τον συνέλαβαν, τον έδεσαν και τον οδήγησαν

με βιαιοπραγίες και βρισιές στον διοικητή της πόλεως. Στάθηκε με θάρρος μπροστά του και απολογήθηκε για την πράξη του. «Ονομάζομαι Μιχαήλ και είμαι χριστιανός», του αποκρίθηκε. Εκείνος τον ρώτησε: «Πως τολμάς εσύ ένας αγράμματος υποστηρίζεις πως ο Χριστός είναι Θεός, σε αντίθεση με το Κοράνιο, που λέει ότι ήταν άνθρωπος;». Ο Μιχαήλ έλαβε μια ουράνια φώτιση και με μια ανεξήγητη ευγλωττία, μίλησε ως αληθινός θεολόγος για την αλήθεια της Εκκλησίας. Μάλιστα στο τέλος κάλεσε το διοικητή να γίνει Χριστιανός!

     Εκείνος έγινε θηρίο από το θυμό του. Τον διαβεβαίωσε ότι με αυτά τα λόγια του «υπέγραψε την καταδίκη» του. Άρπαξε, κατόπιν ένα χονδρό ξύλο και τον κτύπησε στο κεφάλι, αφήνοντάς τον λιπόθυμο στο πάτωμα. Μετά τον έριξε στο πιο υγρό μπουντρούμι. Την άλλη μέρα οδηγήθηκε στον τούρκο δικαστή της πόλεως να δικαστεί. Ο Μιχαήλ έδειξε και σ’ αυτόν πρωτόγνωρο ηρωισμό και δεν δείλιασε μπροστά στις φοβέρες του, ούτε ενέδωσε στις δελεαστικές προτάσεις του να γίνει μουσουλμάνος. Ομολόγησε με όλη την δύναμη της ψυχής του την μοναδικότητα της ορθοδόξου πίστεως και την πλάνη του Ισλάμ. Ο δικαστής έβγαλε την απόφαση: «θάνατος δια της πυράς»! Ο Μάρτυρας άκουσε ατάραχος την απόφαση και μάλιστα έβγαλε από την τσέπη του όσα χρήματα είχε, τα έδωσε στον δικαστή για να αγοράσουν τα ξύλα της φωτιάς! Είχε πάρει την απόφασή του να μαρτυρήσει για το Χριστό!  

       Λίγες ημέρες μετά ανακοινώθηκε σε όλη την πόλη η εκτέλεση του «άπιστου». Οι δεσμοφύλακες τον οδήγησαν με βρισιές και κλωτσιές στον τόπο του μαρτυρίου, κοντά στην «Καμάρα» και εκείνος έτρεχε με χαρά, λες και πήγαινε σε πανηγύρι! Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Οι αλλόθρησκοι για να απολαύσουν το θέαμα και οι Χριστιανοί να θαυμάσουν τον ηρωισμό του Μάρτυρα. Αφού άναψαν την φωτιά, τον έγδυσαν και τον οδήγησαν κοντά στην πυρά. Ο επικεφαλής των δημίων τον ρώτησε για τελευταία φορά αν θέλει να αλλαξοπιστήσει, να σώσει τη ζωή του και να του χαριστούν πλούτη και τιμές. Εκείνος αγέρωχος και ατρόμητος του απάντησε σκληρά: «Δεν ντρέπεσαι ταλαίπωρε που θέλεις να με χωρίσεις από το Χριστό, τον αληθινό Θεό; Εμπρός προχώρα στο έργο σου»! Εκείνος, σαν θηρίο αγριεμένο, τον άρπαξε και τον έριξε στις φονικές φλόγες. Ο Μάρτυρας, αντί να ουρλιάζει από τους αφόρητους πόνους, έψελνε και δοξολογούσε το Θεό! Σε ελάχιστα λεπτά έσβησε η φωνή του και το μικροκαμωμένο σώμα του έλειωσε και εξαφανίστηκε, σαν να αναλήφτηκε στον ουρανό, μαζί με την αγιασμένη του ψυχή! Ήταν 21η Μαρτίου του 1544. Αυτή την ημέρα τιμάται και η ιερή του μνήμη.